Το κόμμα -είπε- έχει μπροστά του αγώνα, έχει να αλλάξει τον τόπο. Μετά βγήκε ο κυβερνητικός εκπρόσωπος κ. Τζανακόπουλος, κάτι του απάντησε, ούτε που τον άκουσε καλά – καλά, κάτι για «ανάπτυξη που ξεκίνησε», κάπως έτσι.
Χαμήλωσε τη φωνή και ο μόνος ήχος που κυριάρχησε τότε ήταν αυτός του αέρα που κατέβαινε από τον Κίσσαβο και πάγωνε τα καμποχώρια της Αγιάς. Είναι κρύος ο Δεκέμβρης στη Θεσσαλία κι ο φετινός ακόμη πιο κρύος. Οι αέρηδες τρελαίνονται. Παρασέρνουν τα πουλιά και μετά εκείνα ψάχνουν κλαδιά να κουρνιάσουν, στα λιγοστά φύλλα που έχουν απομείνει στα δέντρα. Έπειτα ακούγονται ντουφεκιές κυνηγών που τα αποδιώχνουν τρομαγμένα, για να επιστρέψουν ξανά για κούρνιασμα στα δέντρα.
Πιάστηκε να πλύνει τα πιάτα η Σμάρω, ρίχνοντας προηγουμένως, κατά πώς το ’χε συνήθεια, μια κλεφτή ματιά στον κάμπο από το παράθυρο της κουζίνας. Έστεκε κει, ακίνητος σαν φωτογραφία. Η ίδια πάντα εικόνα από τότε που ήταν ακόμη κοριτσούδι και την κυνηγούσε η μάνα της να κάνει τις δουλειές της κουζίνας. Ο ίδιος κάμπος, η ίδια φαιοκίτρινη απεραντοσύνη που κατέληγε συνήθως σε μια γκρίζα χαμηλή νέφωση. Όλα ίδια. Και τι να αλλάξει δηλαδή; Κυβερνήσεις ήρθαν κι έταξαν «αναζωογόνηση της υπαίθρου», κυβερνήσεις έπεσαν, κυβερνήσεις άλλαξαν, λίγα πράγματα αλλάζουν στον κάμπο. Απλά κύκλοι ακμής και παρακμής εναλλάσσονται με τα χρόνια, τώρα συμβαίνει να είμαστε στα κάτω μας.
Βαρέθηκε η Σμάρω… Και η σκέψη που έκανε για την ακινησία των πραγμάτων ήταν ακόμη πιο οδυνηρή. Βαρέθηκε να πλένει πιάτα, να βάζει κάθε τόσο ξύλα στην ξυλόσομπα, να ακούει την γκρίνια της μάνας της – τι φταίει κι αυτή, ίσα – ίσα γελάνε και τ’ αυτιά της τούτες τις μέρες, πήρε το μέρισμα του Τσίπρα «ακατάσχετη κατάθεση 450 ευρώ» έγραφε το χαρτάκι που της έβγαλε το ΑΤΜ.
«-Μωρέ... «τον ψήφο θέλουν όλοι τους, αλλά, ας πάει στην ευχή, τουλάχιστον να αγοράσουμε τα ξύλα να βγάλουμε χειμώνα. Δεν βλέπεις, λύσσαξε φέτος και δεν φτάσαμε καλά – καλά στον αι Νικόλα με το παλιό.
- Χειμώνας είναι ρε μάνα… Σάββας σαββανώνει, Βαρβάρα βαρβαρώνει, Νικόλας παραχώνει δεν λέγατε κάποτε;
- Ε, καλά, λέγαμε… Αλλά αυτό άλλαξε. Δεν ακούς στην τηλεόραση που λένε για κλιματική αλλαγή;
Γέλασε με την καρδιά της. «Α, ρε μάνα…»
Είναι φοβερό να βλέπεις αυτές τις λαϊκές γυναίκες –απόφοιτες δημοτικού- να έχουν εξελίξει τον γνωστικό τους ορίζοντα στο μεγάλο λαϊκό «Πανεπιστήμιο της τηλεόρασης» και, μετά από ανελλιπή καθημερινή φοίτηση ετών και ετών να είναι ικανές να σου μιλάνε σαν αυθεντίες για τα πιο σοβαρά πράγματα. Τις προάλλες μάλιστα η μάνα της την άφησε σύξυλη όταν της είπε:
- «Σμάρω, οικογενειακό γιατρό να δηλώσεις. Είπαν να μπούμε σε ένα σάιτ, (sic!) ξερ’ς εσύ... ».
Α, ρε μάνα… Σε ζηλεύω...
Και πράγματι ζήλευε την ενεργητικότητα αυτής της γυναίκας. Απ’ το πρωί ως το βράδυ, έχει πάντοτε δουλειές να κάνει και καθόλου χρόνο για να βαρεθεί και να «μοιρλιάσει». Ξεκινούσε σχεδόν χαράματα ποτίζοντας έναν ατελείωτο αριθμό από γλάστρες, επιδεικνύοντας εντυπωσιακή ενεργητικότητα. Κατόπιν, πιανόταν να μαγειρέψει –τι το θες ρε μάνα τόσο φαγητό, δύο γυναίκες μόνες είμαστε;- η μόνιμη ένσταση. Και παράλληλα άρχιζαν οι καφέδες και η ανταλλαγή των «ειδήσεων». Πού εύρισκαν τόσα νέα, τόσο κουβεντολόι για τα ίδια και ίδια πρόσωπα του χωριού, ήταν μια απορία στην οποία η Σμάρω δεν εύρισκε απάντηση. Η ίδια, πήγαινε στην υπηρεσία της στην κοντινή κωμόπολη, ερχόταν σε επαφή με κόσμο κι όταν γύριζε δεν είχε να διηγηθεί τίποτε.
- Τι νέα σήμερα; Τι λέει η πόλη; -ήταν η καθημερινή ερώτηση μαρτύριο
- Τι νέα; Τίποτε το ιδιαίτερο…
- Ε, πώς; Δεν μπορεί! Τόσο κόσμο βλέπεις στο γραφείο...
Αλήθεια, τι πράμα είναι αυτό να μην μπορεί να συγκρατήσει, να θυμηθεί και μετά να διηγηθεί μια απλή ιστορία ανθρώπων; Γιατί της φαίνονται όλα ανιαρά, ανάξια λόγου; Πώς γίνεται μερικοί άνθρωποι να ακούνε πέντε πράματα και να είναι σε θέση να σου διηγηθούν πολλαπλάσια; Δεν μπορεί, είναι μάλλον θέμα χαρακτήρα. Θέμα αξιολόγησης του τι αξίζει και τι όχι να ειπωθεί. Ή μήπως και μια υπόνοια κατάθλιψης; Κι έπειτα κοντεύοντας τα σαράντα πέντε πια, σα να βαραίνει ο άνθρωπος. Και με τον Πάνο δεν είχε να πει τίποτε. Κάθονταν ώρες αμίλητοι. Στα εστιατόρια, στα καφέ όπου έβγαιναν, κοίταζαν τον κατάλογο, παράγγελναν, μετά κοίταζαν έξω, ή στα κινητά τους.
Και μετά χώρισαν. Επέστρεψε στο χωριό –για οικονομικούς λόγους- και συνάντησε ξανά τη μονοτονία του κάμπου, ιδωμένη πάντα απ’ το παράθυρο της κουζίνας του πατρικού της και την κελαριστή φλυαρία της μάνας της. Σαν τον Οδυσσέα, οι άνθρωποι γυρίζουν συχνά στο πατρογονικό τους λίκνο.
Τα σαββατόβραδα στον κάμπο είναι ακόμη πιο δύσκολα. Η νύχτα βαραίνει και τα ξύλα τριζοβολάνε στη σόμπα σαν μπαίνει ο αέρας μέσα από το μπουρί. Κι η τηλεόραση εξακολουθεί να έχει άθλιο πρόγραμμα. Όταν δεν μαγειρεύουν οι Chef, τρέχουν οι «χτιστοί» σε ξωτικές παραλίες να υπερπηδάνε εμπόδια και να σημαδεύουν στόχους με κρικέλες. Στα υπόλοιπα κανάλια η Ελλάδα της ανεργίας δείχνει πως «έχει ταλέντο» ή τέλειες αναλογίες ικανές να εξασφαλίσουν καριέρα μοντέλου.
Πάλι στην ανάγκη του Μητσοτάκη πέσαμε. Το κρατικό έχει εκτεταμένα στιγμιότυπα από το Συνέδριο της ΝΔ…
Χάζευε χωρίς να δίνει και πολύ σημασία σ’ ό,τι έλεγαν οι υποψήφιοι της νέας εξουσίας. Μα ένα τσίμπημα, μια μικρή στενοχώρια την ένιωσε όταν στα βάθη της αίθουσας ο φακός εστίασε σ’ ένα γνώριμο πρόσωπο, τον Πάνο…
Της βγήκε μια ξινίλα… «Αϊ στον αγύριστο… Παρατρεχάμενος κατάντησες... ».
Είπε, είπε, είπε κι άλλα μέσα της - μεγάλη η οργή για μια πολύχρονη σχέση που τελείωσε άδοξα…
Μα αυτό δεν της έλυσε κανένα πρόβλημα. Η θλίψη εξακολουθούσε να την καλύπτει σαν την υγρασία που στο μεταξύ είχε πέσει στον κάμπο και περιόριζε κάθε ορατότητα. Κι έρχονται και Χριστούγεννα. Μέρες γιορτινές, και γι’ αυτό δύσκολες...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr