Οι φιλοζωικές και οικολογικές οργανώσεις νοιάζονται περισσότερο για την κακοποίηση και την περίθαλψη παρά για την αμέλεια, τις παραλείψεις, την πρόληψη. Οι δημόσιες αρχές είναι χαμένες μέσα στη γραφειοκρατία, στο ανόητο επιχείρημα της «έλλειψης χρηματοδότησης» ή και της απουσίας του αισθήματος του καθήκοντος. Κι αν δεν συμφωνείτε, σας προκαλώ να περάσετε σήμερα κιόλας από τον δρόμο Λάρισας – Φαρκαδόνας, σε όποια κατεύθυνση, και να αντικρίσετε στην άσφαλτο νεκρά ζώα ή το αίμα τους. Εκτός της έλλειψης χώρων, πρέπει να θυσιάζουν καθημερινά και τη σύντομη, ούτως ή άλλως, ζωή τους στην ανάγκη μας για δρόμους ταχείας κυκλοφορίας. Μέχρι το επόμενο θύμα να είναι κάποιος από εμάς, θα κλείνουμε τα μάτια μας καθώς περνάμε από το σημείο που κείτονται νεκρά τα άτυχα και χωρίς λογική άγρια ή ήμερα πλάσματα, όπως σκυλιά, αλεπούδες, κουνάβια, γάτες, χελώνες, αγελάδες κ.ά. Οι φωτογραφίες θα είναι σκληρές μέχρι να σταματήσει το τραγικό φαινόμενο.
Μερικές αιτίες του προβλήματος είναι οι κλεμμένοι προστατευτικοί φράχτες, η απουσία φραχτών, η έλλειψη σχεδιασμού για το ασφαλές πέρασμα των ζώων, η υψηλή ταχύτητα οχημάτων. Ειδικά το κομμάτι από τον κόμβο της Ραχούλας ως τη Λάρισα απουσιάζει η διαχωριστική νησίδα και είναι άγνωστος ο λόγος που ο δρόμος παραμένει έτσι. Και αν αυτό συμβαίνει σε κεντρικούς δρόμους ας φανταστούμε τι γίνεται στους επαρχιακούς.
Πριν μερικούς μήνες επικοινώνησα τηλεφωνικά και ενημέρωσα μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου τους αρμόδιους φορείς της Περιφέρειας Λάρισας και Τρικάλων για την κατάσταση (αλλά και την καθαριότητα). Παρακαλούνται όλοι να αναλάβουν τις ευθύνες τους, από τους πολίτες και τις πρωτοβουλίες τους ως τους αρμόδιους με την αποτελεσματικότητα που θα επιδείξουν. Η Περιφέρεια Θεσσαλίας και οι Δήμοι που εμπλέκονται δεν μπορεί, το έτος 2018, να παραμένουν απλοί θεατές σε ένα έγκλημα. Κι αν σήμερα τα νεκρά ή τραυματισμένα πλάσματα δεν μας συγκινούν, ίσως και στο επόμενο θύμα που μπορεί να είναι ένας άνθρωπος, να μην συγκινηθούμε καθόλου γιατί συνηθίσαμε στην απάθεια και την αδιαφορία. Έτσι χάνεται η ανθρωπιά, βήμα – βήμα.
Αχιλλέας Ε. Κούμπος