- Άμα περάσεις στο Γυμνάσιο, (τότε δίναμε εισαγωγικές και για το Γυμνάσιο) θα σου πάρω δώρο έναν σταυρό, μου είχε πει, και κράτησε την υπόσχεσή της. Ήξερε άλλωστε πολύ καλά το κρυφό παιδικό μου μαράζι, αφού ο νονός δεν μου είχε χαρίσει έναν σταυρό στη βάφτισή μου όπως συνηθιζόταν.
Δεν πίστευα ποτέ ότι ήταν δυνατόν να μπουν κλέφτες στο δικό ΜΟΥ σπίτι. Ο άνθρωπος πιστεύει ότι το κακό αφορά πάντα τους άλλους και ποτέ τον ίδιο προσωπικά. Ακούγαμε και διαβάζαμε για κύμα διαρρήξεων στη Λάρισα και τη γειτονιά, περιστατικά που είχαν πολλαπλασιαστεί στα χρόνια της κρίσης, αλλά όλα αυτά για μας ήταν απλώς «ειδήσεις», φήμες, αναπαραγόμενα και ανατροφοδοτούμενα κουτσομπολιά της γειτονιάς.
«-Βρε τι γίνεται στον κόσμο…» σχολιάζαμε τάχα μου απορημένοι. Μετά, ήρθε και σε μας.
Ξέρεις πώς γίνεται. Το πρωί όλοι λείπουν από το σπίτι. Γυρνάς το μεσημέρι, αντικρίζεις τη συνηθισμένη εικόνα, μέχρι που πας στην κρεβατοκάμαρα και βλέπεις συρτάρια ανοιχτά και κομοδίνα αναποδογυρισμένα.
Θυμός και οργή… Δεν ήξερα αν είχα οργιστεί για τα πεντέξι χιλιάδες ευρώ, που ήταν -κατ’ εκτίμηση- η αξία των κοσμημάτων. Νομίζω πως όχι. Ήταν περισσότερο αυτή η αίσθηση παραβίασης της ιδιωτικότητάς μου. Ένα είδος προσωπικής προσβολής. Στην κρεβατοκάμαρά μου, στο δικό μου «άβατο» είχαν εισέλθει κάποιοι «άγνωστοι δράστες» - κατά την περιγραφή της Αστυνομίας. Με τα μιαρά χέρια τους –σκεφτόμουν- άγγιξαν τα σεντόνια, τα μαξιλάρια που ξαπλώνω, άνοιξαν το κομοδίνο στο οποίο έκρυβα όλα μου τα προσωπικά είδη, άνοιξαν και πήραν ό,τι είχαν και δεν είχαν τα συρτάρια της τουαλέτας και το μαγάρισαν. Ένιωθα σιχασιά, μου πήρε καιρό για να ξεχάσω. Μέσα μου φούντωσε ένας υφέρπων ρατσισμός. Ήταν γύφτοι; Ήταν Βούλγαροι, ήταν Αλβανοί; Ήταν πρεζόνια που έψαχναν για τη δόση τους; Όλες οι «ύποπτες» ομάδες παρέλασαν στη σκηνή του μυαλού μου. Σαν πανικόβλητος, αφού τελείωσε η Ασφάλεια το έργο της σήμανσης, πήρα οινόπνευμα και άρχισα να «απολυμαίνω» κάθε πιθανή γωνιά που οι κλέφτες είχαν αγγίξει. Ήθελα να σβήσω κάθε ίχνος τους.
Μου πήρε καιρό να δεχθώ ότι δεν θα ξανάβλεπα τον χρυσό μου σταυρό. Η αλήθεια είναι ότι δεν τον φορούσα πια -δεν ήταν πια της μόδας(!)- αλλά μου αρκούσε να τον βλέπω κάθε μέρα, να τον χαϊδεύω και κάθε τόσο να τον γυαλίζω. Αυτό μου έδινε δύναμη. Αλλά και όλα όσα μου πήραν, έκρυβαν πίσω τους αναμνήσεις μιας ολόκληρης ζωής. Δεν ήταν απώλεια οι χρυσές βέρες των αρραβώνων μου; Τα κοσμήματα του γάμου μου; Τα σταυρουδάκια και τα βραχιολάκια που αγοράσαμε με τη σειρά μας κι εμείς στα παιδιά μας; Δεν ήταν απώλεια –και μεγάλη συναισθηματική έλλειψη- το δαχτυλίδι του αγαπημένου πατέρα που είχαμε χάσει τόσο νωρίς;
Αλλά τι να πεις; Η ζωή είναι πολύ άγρια για να σέβεται τα δικά σου συναισθήματα και τις μνήμες. Αυτό που για μένα ήταν γλυκές αναμνήσεις για τον άλλο, τον κλέφτη (ή τους κλέφτες) που παραβίασε το σπίτι μου ίσως και να ήταν η επιβίωσή του. Αν ήταν ένας κοινός διαρρήκτης, Ελληνας ή ξένος ήταν το «μεροκάματό του». Αν ήταν γύφτος το κέρδος του, αν ήταν ναρκομανής πιθανώς η δόση του. Με τον καιρό ξέχασα, παρηγορήθηκα. Το ’χουν οι άνθρωποι να αναπτύσσουν μηχανισμούς άμυνας και να ξεχνούν. Σκέφτηκα π.χ. πως ίσως τελικά να ήμουν και τυχερός που δεν ήρθα πρόσωπο με πρόσωπο με τους εισβολείς και δεν βίωσα καταστάσεις που συνέβησαν σε άλλους και που στοίχισαν ακόμη και ζωές ανθρώπων. Στο τέλος, μέχρι που έκανα και πλάκα:
-Μπαμπά, κλείδωσες καλά;- με ρωτούσε έκτοτε η κόρη μου κάθε φορά που φεύγαμε από το σπίτι.
- Δεν βαριέσαι… Και τι να μας πάρουν πια; Απολαμβάνουμε την ελευθερία της φτώχειας… (Και γελούσαμε μαζί, και ήταν αυτό ένα καλό δείγμα πως αρχίσαμε να ξεπερνούμε την οδύνη που μας προξένησε κείνη η ιστορία).
Οι κακές αναμνήσεις αναμοχλεύτηκαν και πάλι αυτές τις μέρες. Ήταν ένα απόγευμα που ακούγαμε ειδήσεις στην τηλεόραση. Εκεί είδαμε τον ρεπόρτερ του Σταθμού να αναμεταδίδει μέσα από τα γραφεία της Αστυνομίας εικόνες με τα κατασχεθέντα αντικείμενα του ενεχυροδανειστή Ριχάρδου:
- Οι δράστες, κυρίες και κύριοι, έπαιρναν στα χέρια τους χιλιάδες χρυσά αντικείμενα από κλοπές, εν συνεχεία τα έλιωναν, τα έκαναν πλάκες χρυσού και τα έστελναν στην Τουρκία…
Πάγωσα… Κοίταζα τις πλάκες χρυσού να λαμπυρίζουν στην οθόνη της τηλεόρασης, στοιβαγμένες η μια πάνω στην άλλη, μια άμορφη μάζα από λιωμένα κοσμήματα... Η σκέψη ότι ένα πολύ μικρό κομματάκι της ράβδου χρυσού ίσως και να είναι ο παιδικός μου σταυρός και όλα τα άλλα κλεμμένα κοσμήματα υπήρξε αρκούντως οδυνηρή. Μια πλάκα χρυσού… Μια απλή τετραγωνισμένη πλάκα χρυσού… Πόσες αναμνήσεις και πόσο πόνο ανθρώπων μπορεί να ενσωματώσει μέσα της;
Δεν είπα φυσικά τίποτε, το να μιλάς σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι σαν να ανοίγεις την πόρτα της θλίψης. Άλλωστε τι σημασία έχει πια;
Χτύπησε το κινητό. Το όνομα της κόρης μου σχηματίστηκε πάνω στην οθόνη. Ήμουν σχεδόν βέβαιο τι θα μου έλεγε :
- Είδες τι έγινε; Να το ξέρεις και τα δικά μας χρυσαφικά εκεί κατέληξαν…
- Έλα μωρέ... Βλακείες… Άστο τώρα… Για πες μου εσύ; Τι κάνεις; Πώς τα περνάς στην Αθήνα;
Ψέματα έλεγα και το ήξερα. Ψέματα. Και το ήξερε και εκείνη.
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr