Στις 14/1 η Ελλάδα λαμβάνει διαβεβαιώσεις από Ιταλία και Γερμανία, ότι η ΕΟΚ δεν θα βιαστεί να αναγνωρίσει την αυτοαποκαλούμενη «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Στις 15/1 η Βουλγαρία είναι η πρώτη χώρα που αναγνωρίζει το συνταγματικό όνομα «Δημοκρατία της Μακεδονίας». Στις 14/2 εκατοντάδες χιλιάδες άτομα συμμετέχουν στο ογκωδέστατο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης. Στις 17/2 το Συμβούλιο Υπουργών Εξωτερικών της Ε.Ε. αναθέτει στον προεδρεύοντα Πορτογάλο υπουργό Εξωτερικών Ζοάο Πινέιρο την εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης για το όνομα.
Στις 18/2 συγκαλείται σύσκεψη των πολιτικών αρχηγών, υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή. Μητσοτάκης, Παπανδρέου, Παπαρήγα και Δαμανάκη, παρουσία του υπουργού Εξωτερικών Αντώνη Σαμαρά, συμφωνούν για κοινή γραμμή πλεύσης, σε μια ονομασία, που δεν θα περιέχει τη λέξη «Μακεδονία» ή παράγωγά της. Την 1/4 η πορτογαλική προεδρία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δια του υπουργού Εξωτερικών Ζοζέ Πινέιρο, προτείνει συμβιβασμό με αποδοχή από την πλευρά της Ελλάδος μιας σύνθετης ονομασίας για το κράτος των Σκοπίων, με επικρατέστερη ονομασία το «Νέα Μακεδονία». Πρόκειται για το λεγόμενο «Πακέτο Πινέιρο».
Στις 13/4: Συγκαλείται για δεύτερη φορά το Συμβούλιο των Πολιτικών Αρχηγών για το Μακεδονικό υπό τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή και χωρίς την παρουσία της γ.γ. του ΚΚΕ, Αλέκας Παπαρήγα. Αποφασίζεται να απορριφθεί το «πακέτο Πινέιρο» και η Ελλάδα να αναγνωρίσει το ανεξάρτητο κράτος των Σκοπίων, μόνο αν τηρηθούν οι όροι της ΕΟΚ, που συμφωνήθηκαν στις 16 Δεκεμβρίου 1991 και αν η ονομασία δεν περιλαμβάνει τη λέξη Μακεδονία ή παράγωγά της. Ένα χρόνο αργότερα το θέμα του ονόματος και όσα αυτό προκαλεί, μεταφέρεται στον ΟΗΕ, καθώς τα Σκόπια κάνουν αίτηση (Ιανουάριος 1993) να γίνουν δεκτά με το «συνταγματικό τους όνομα». Η ελληνική αντίδραση οδηγεί σε νέα πρόταση, αυτή τη φορά από τον Αμερικανό Βανς και από τον Βρετανό λόρδο Οουεν για τη «Nova Macedonia», η οποία απορρίπτεται και πάλι από την Αθήνα.
Τον Φεβρουάριο του 1994 η κυβέρνηση Παπανδρέου επιβάλλει εμπορικό εμπάργκο, το οποίο αποδεικνύεται όχι μόνο αναποτελεσματικό αλλά και αρνητικό για την Ελλάδα. Με τη μεσολάβηση της Ουάσιγκτον και του ΟΗΕ, από την άνοιξη του 1995 γίνονται προσπάθειες για «να βρεθεί λύση στο ζήτημα του ονόματος» και τον Σεπτέμβριο υπογράφεται στη Νέα Υόρκη η Ενδιάμεση Συμφωνία, η οποία βαπτίζει τη γειτονική χώρα «πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας» (πΓΔΜ και λατινικά FYROM) με την πρόνοια, ότι αυτό θα είναι προσωρινό. Μάλιστα, το 2001 η πΓΔΜ υπογράφει συμφωνία σύνδεσης με την ΕΕ, τον Νοέμβριο του 2004 οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν επισήμως τη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» και αρχίζουν οι μεσολαβητικές προσπάθειες του Μάθιου Νίμιτς. Ακολουθεί η μεγάλης σημασίας κίνηση με το βέτο, που άσκησε η ελληνική πλευρά με Πρωθυπουργό τον Κώστα Καραμανλή στο Βουκουρέστι το 2008 σχετικά με την ένταξη των Σκοπίων στο ΝΑΤΟ και φτάνουμε στο σήμερα.
Για τα σημεία της συμφωνίας έχουν τοποθετηθεί αρκετοί πιο ειδικοί και απέδειξαν με τα λεγόμενά τους, ότι δυστυχώς είναι μια συμφωνία προβληματική. Εγώ θέλω να σταθώ στο πολιτικό κομμάτι αυτής. Η Συμφωνία των Πρεσπών, αν τελικώς επικυρωθεί δεόντως, τότε θα γεννήσει στο προσεχές μέλλον τεράστια προβλήματα στην περιοχή. Η Συμφωνία, στόχο ουσιαστικά είχε την αποτροπή του αλυτρωτισμού. Πέτυχε ακριβώς το αντίθετο. Άνοιξε κερκόπορτες νομικές και πολιτικές για εδαφικές, αλυτρωτικές στοχεύσεις. Με γεωμετρική ακρίβεια σε πολύ λίγο χρόνο θα αρχίσουν οι έμπρακτες εκδηλώσεις των αλυτρωτικών διεκδικήσεων των Σκοπίων εις βάρος της Ελλάδος. Χρονικά ήταν ακατάλληλος ο χρόνος για μια τέτοια συμφωνία. Τόσο στα Σκόπια, όσο και στην Αθήνα υπάρχουν αδύναμες Κυβερνήσεις. Έχουν συντριπτικές πλειοψηφίες εναντίον τους. Έχουν αδυναμία να πείσουν, ότι αυτό που υπέγραψαν είναι καθαρό, αμοιβαίως επωφελές και λειτουργήσιμο.
Μια συμφωνία, η οποία ήρθε χωρίς να έχει προηγηθεί ουσιαστική σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών δεν μπορεί να είναι συμφωνία πολιτικής εντιμότητας. Μια συμφωνία, η οποία ήρθε χωρίς να έχει ενημερωθεί προηγουμένως η Βουλή των Ελλήνων δεν μπορεί να είναι συμφωνία πολιτικής εντιμότητας. Μια συμφωνία, η οποία ήρθε χωρίς καν να λάβει θέση ο απόλυτος εκφραστής του δημοκρατικού πολιτεύματος, δηλαδή ο λαός, δεν μπορεί να είναι συμφωνία πολιτικής εντιμότητας. Μια συμφωνία, η οποία συνεπώς ήρθε ερήμην ενός λαού, που σε πολιτεύματα δημοκρατίας έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο, είτε μέσω δημοψηφισμάτων, είτε μέσω εκλογών δεν μπορεί να είναι συμφωνία πολιτικής εντιμότητας. Μια συμφωνία, η οποία δε σέβεται την εθνική γραμμή τα τελευταία 26 χρόνια και αναγνωρίζει Μακεδονική εθνότητα και γλώσσα, δίνοντας τροφή για αλυτρωτικές τάσεις δεν μπορεί να είναι συμφωνία πολιτικής εντιμότητας. Δυστυχώς είναι μια συμφωνία πολιτικής ανεντιμότητας, ερήμην ενός λαού.
Από τον Βάσο Καραμπίλια
* Ο Βάσος Π. Καραμπίλιας είναι δικηγόρος Αθηνών, ειδικευθείς στο Αθλητικό Δίκαιο-MBA in Sports Management, επιστημονικός συνεργάτης στη Βουλή των Ελλήνων