Το μάθημα έχει διέλθει από πολλά κύματα έως τώρα, με βασικούς πρωταγωνιστές πάντα τους ίδιους: την Πολιτεία, τη διοικούσα Εκκλησία και τις θεολογικές συλλογικότητες. Το δε κλίμα μεταξύ των εμπλεκόμενων πλευρών, δυστυχώς, σχεδόν πάντα πολωμένο. Ίσως μεταξύ άλλων να πρόκειται για μια ακόμη σύγκρουση μεταξύ «προόδου» και «συντήρησης» με σταθερούς, αλλά και εναλλασσόμενους ρόλους ανάμεσα στα δύο ρεύματα. Διότι «συντηρητικές» απόψεις και πράξεις συναντάς πολλές φορές και στον «προοδευτικό» χώρο και τανάπαλιν.
Επιπλέον, θεωρώ πως το μάθημα των Θρησκευτικών λειτούργησε και χρησιμοποιήθηκε, εκατέρωθεν, στην ιστορική πράξη, ως ένα από τα βαρόμετρα της πολυκύμαντης, επίσης, σχέσης μεταξύ του Κράτους και της Εκκλησίας στην Ελλάδα. Μια μεγάλη κρίση είχε περάσει το μάθημα και τα πρώτα χρόνια της διακυβέρνησης του ΠΑ.ΣΟ.Κ., με την εισαγωγή τότε των νέων Προγραμμάτων Σπουδών, αλλά και ως απόρροια της γενικής κρίσης των σχέσεων των δύο θεσμών, με αιχμή του δόρατος, βεβαίως, εκείνη την εποχή, την εκκλησιαστική περιουσία.
Τα τελευταία, όμως, χρόνια, είναι κοινή, πιστεύω, η διαπίστωση ότι ζούμε την πιο έντονη έως τώρα πόλωση, αν και προσωπικά, αναγνωρίζω τη φιλότιμη προσπάθεια του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου για την άρση αυτής της πόλωσης. Και είναι αλήθεια, πιστεύω, πως το μάθημα των Θρησκευτικών «προσφέρεται» ανέκαθεν για αντιπαράθεση, όταν οι διαλεγόμενοι είναι από πριν, ήδη, εγκλωβισμένοι εν πολλοίς σε ιδεολογικούς, μικροθρησκευτικούς ή μικροπολιτικούς μονισμούς. Αν, μάλιστα, σε αυτά προσθέσει κανείς και τα εκατέρωθεν επικοινωνιακά τεχνάσματα, τότε από αυτή τη δύσκολη και περίεργη εξίσωση θα βγει η κρίση και η εκ των πραγμάτων υποβάθμιση του μαθήματος.
Και σίγουρα, δεν μπορώ προσωπικά να δικαιολογήσω με κανέναν τρόπο τον εκφοβισμό που εκτοξεύεται προς τους δασκάλους/θεολόγους, από όπου κι αν αυτός προέρχεται, με σκοπό την απαρέγκλιτη τήρηση των νόμων και των διατάξεων για το περιεχόμενο του μαθήματος και τον τρόπο της διδασκαλίας του. Οι απειλές φανερώνουν ανθρώπους οι οποίοι δεν βλέπουν ούτε την ουσία του μαθήματος, ούτε τα πρόσωπα των δασκάλων/θεολόγων, ούτε βεβαίως, και των μαθητών. Πρόκειται, μάλλον, για πλήρη αντικειμενοποίηση τους. Ο σχεδόν πάντα μοναχικός και ξεχασμένος δάσκαλος δεν (θα πρέπει να) εκφοβίζεται. Ο δάσκαλος/θεολόγος λειτουργώντας μεν στο πλαίσιο του νόμου είναι ανάγκη πρώτιστα να είναι ελεύθερος για να «πετάει» στη διδασκαλία και να ταξιδεύει τους μαθητές και τις μαθήτριες μαζί του, μέσα στην ελευθερία του Χριστού, η οποία υπερβαίνει και καταργεί τελικά κάθε νόμο και περιορισμό.
Ευτυχώς που η διδασκαλία στηρίζεται διαχρονικά σε αυτή την ιερή σχέση δασκάλου και μαθητή, η οποία (πρέπει να) είναι ελεύθερη και δεν περιμένει τους κατά καιρούς νόμους και διατάγματα ή τις διάφορες δικαστικές αποφάσεις για να την απελευθερώσουν. Είναι, άλλωστε, γνωστό πως, οι ανθρώπινες σχέσεις δεν ρυθμίζονται από νόμους και διατάξεις. Η αληθινή σχέση συμπληρώνει και ακόμη περισσότερο υπερβαίνει τον νόμο. Αυτό δεν έκανε πράξη και υπερασπίστηκε και ο Χριστός, ο κατεξοχήν Διδάσκαλος; Όταν υπάρχει έλλειψη εμπιστοσύνης μεταξύ των ανθρώπων, έρχεται ο νόμος για να συμπληρώσει, να ρυθμίσει ή να επιβάλλει. Τότε όμως οι σχέσεις δεν βασίζονται εν πολλοίς στην αγάπη, αλλά στον νόμο. Και η διδασκαλία πάντα βασιζόταν στην αγάπη και στην εμπιστοσύνη, γιατί είναι σχέση, όπως είναι η μητρική ή η πατρική σχέση που δεν διέπεται από νόμους. Είναι αυτή που είναι. Ο νόμος και τα προγράμματα είναι δυνατόν, όταν κινούνται στη σωστή κατεύθυνση, να θωρακίζουν και να ενισχύουν ποικιλότροπα αυτή τη σχέση, αλλά δεν είναι η ίδια η σχέση.
Υπάρχει, λοιπόν, άμεση ανάγκη διαλόγου όλων των εμπλεκόμενων φορέων. Ας διδάξουν στους μαθητές με την πράξη τους, κι όχι με την επιβολή του νόμου. Ας πράξουν, επιτέλους, το αυτονόητο, αλλά δυσεύρετο πολλές φορές στη νεοελληνική πραγματικότητα: να καθίσουν όλοι γύρω από ένα τραπέζι σε έναν διάλογο απροσχημάτιστο, για να συζητήσουν ώριμα για το παρόν και το μέλλον του μαθήματος. Και ασφαλώς σε αυτόν τον διάλογο καλό θα είναι με κάποιον τρόπο να ακουστούν και οι γνώμες των άμεσα ενδιαφερομένων: των δασκάλων και των μαθητών. Διαφορετικά ας αφήσουν όλοι, επιτέλους, τους δασκάλους/θεολόγους και τους μαθητές απερίσπαστους στον καθημερινό αγώνα για τη γνώση και περισσότερο για την αλήθεια. Να αφήσουν και να εμπιστευτούν, τελικά, το μάθημα σε αυτούς που γνωρίζουν καλύτερα από τον καθέναν τις ανάγκες των μαθητών και του μαθήματος πέρα από ιδεολογικές, θρησκευτικές ή οποιεσδήποτε άλλες αγκυλώσεις.
Του Χρήστου Γκουνέλα, θεολόγου