Οι πρώτοι γνωστοί ληστές είναι αυτοί που σκότωσε ο Θησέας πηγαίνοντας από την Τροιζήνα στην Αθήνα, δηλ. ο Σίνις, ο Σκείρων και ο Προκρούστης. Ο Θουκυδίδης αναφέρει ( Α, 5) πως στα χρόνια του οι ορεινοί πληθυσμοί του Παρνασσού, Γκιώνας, Αιτωλίας, Ακαρνανίας, Πίνδου κ.λπ. ‘εληίζοντο αλλήλους’, λήστευαν δηλ. ο ένας τον άλλο. Το φαινόμενο εμφανίζεται πολύ ισχυρό κάθε φορά που υπάρχουν εσωτερικές αναστατώσεις, καταπίεση και φτώχεια. Γι’ αυτό και από την αρχή της τουρκοκρατίας μέχρι το 1930 η ληστεία αποτελεί πληγή για την ηπειρωτική Ελλάδα. Ο λαός ονόμαζε τους ληστές Κλέφτες, ενώ οι Τούρκοι ζορμπάδες. Οι περιοχές στις οποίες δρουν οι κλέφτες/ληστές είναι οι ίδιες μ’ αυτές που αναφέρει ο Θουκυδίδης και όπου αναπτύχθηκε το αντάρτικο στην Κατοχή και στον εμφύλιο. Για να τους αντιμετωπίσει ο σουλτάνος δημιούργησε τ’ αρματολίκια τοποθετώντας χριστιανούς ως αρματολούς. Επειδή οι κλέφτες λήστευαν αδιάκριτα Έλληνες και Τούρκους αποτελούσαν πραγματική πληγή για τον κόσμο, που τους θεωρούσε κοινούς ληστές. Η καταξίωσή τους και η αλλαγή της σημασίας από ληστής σε παλικάρι, αγωνιστή της λευτεριάς, οφείλεται στον Ρήγα Βελεστινλή, στη Φιλική Εταιρεία και στην επανάσταση του ’21, που μεταμόρφωσαν αυτά τ’ αγρίμια σε μαχητές της λευτεριάς.
Από τα παλικάρια όμως αυτά ξεπήδησαν και οι πρώτοι ληστές μετά τη δημιουργία του νεοελληνικού κράτους, μιας που κάποιοι δεν μπορούσαν να προσαρμοστούν στη νόμιμη ζωή, ενώ κάποιοι άλλοι ένιωσαν βαθιά αδικημένοι από τη νέα εξουσία. Οι λόγιοι τώρα χρησιμοποίησαν γι’ αυτούς τους παράνομους τον όρο ληστές, που καθιερώθηκε. Η ληστεία διήρκεσε εκατό χρόνια μέχρι τον θάνατο του τελευταίου μεγάλου ληστή, του Μήτσιου Τζιατζιά, το 1930. Όλοι οι κλέφτες και οι ληστές είναι ορεσίβιοι, βουνίσιοι. Καμπίσιος δε γινόταν ληστής, μολονότι αυτός κυρίως καταπιεζόταν είτε από τον Τούρκο είτε από τον τσιφλικά και το χωροφύλακα. Η ζωή των ως ληστών είναι σύντομη, 4 -5 χρόνια. Όλοι τους σκοτώνονται νέοι. Μόνον ο Τζιατζιάς έδρασε ως ληστής για 20 χρόνια. Όταν σκοτώθηκε στις 23 Μαρτίου 1930 στην Ελάτεια Κισσάβου, ήταν 41 ετών. Γι’ αυτό οι άλλοι ομότεχνοί του τον σέβονταν και τον αποκαλούσαν γέρο.
Γεννήθηκε το 1889 στην Κρανιά Ολύμπου. Βγήκε στο κλαρί το 1910 λιποτακτώντας από τον στρατό, επειδή δεν άντεχε τη στρατιωτική πειθαρχία. Χαρακτήρας ανεξάρτητος, έξυπνος, επιβλητικός, ψηλός για την εποχή-ύψος 1.80. Η δράση του απλώθηκε στη Θεσσαλία, Μακεδονία, Ήπειρο, μέχρι τα Σκόπια και τα Τίρανα. Διέφερε ριζικά από τους άλλους ληστές (Γιαγκούλα, Μπαμπάνη κ.λπ.), γιατί δεν ήταν εκδικητικός και αιμοβόρος. Δεν ήταν αιμοχαρής. Το σημαντικότερο κατόρθωμά του ήταν η αιχμαλωσία τον Σεπτέμβριο του 1929 του γερουσιαστή Σ. Χατζηγάκη στο Περτούλι Τρικάλων.
Επειδή εκείνη την εποχή ήταν αυτός που αμφισβητούσε έμπρακτα τη διπλή τυραννική εξουσία του τσιφλικά και του χωροφύλακα, ο λαός τον ταύτιζε με τους ηρωικούς κλέφτες. Τον θεωρούσε αγωνιστή της κοινωνικής ελευθερίας, συνεχιστή της μεγάλης παράδοσης των κλεφταρματολών. Γι’ αυτό και τα δημοτικά τραγούδια που τον υμνούν είναι συνθεμένα στ’ αχνάρια των κλέφτικων τραγουδιών. Μόνον αυτόν απ’ όλους τους ληστές κατατάσσουν στην κλεφτουριά.
Στου Όλυμπου τις κορυφές πέφτουν πολλά ντουφέκια.
Χαλάσανε την κλεφτουριά, σκοτώσαν τους λεβέντες.
Πάεισι κι ο Μήτσιος ο Τζιατζιάς, το πρώτο παλικάρι,
πού ηταν κορόνα στάι βουνά.
(Μπασλής Γ. (2010). Μήτσιος Τζιατζιάς, ο αριστοκράτης ληστής, σ. 14).
Την άποψη αυτή του απλού ανθρώπου για το ληστή επιβεβαιώνει και ο λογοτέχνης Κ. Ουράνης που το καλοκαίρι του 1930, λίγο μετά την εξόντωση του Τζιατζιά, περνούσε από τα Τέμπη. Ο οδηγός του αυτοκινήτου του ήταν Λαρισαίος. Γράφει λοιπόν γι’ αυτόν ο Ουράνης.
«Οι μόνες ασφαλείς και λεπτομερείς του γνώσεις περιορίζονται στον βίο και τα κρησφύγετα του ληστή Τζατζά. Μιλάει και ξαναμιλάει γι’ αυτόν με φανερή αυταρέσκεια. Δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ότι ο Τζατζάς είναι το ρομαντικό ιδανικό του.
-Τον γνώρισα, μου λέει με την ίδια υπερηφάνεια, που ο παππούς ενός τραγουδιού του Β. Ουγκώ λέει στον εγγονό του ότι έχει δει τον Μεγάλο Ναπολέοντα». (Μπασλής, 1910, σ. 15).
Ο λογοτέχνης επίσης Μ. Καραγάτσης αποκαλεί τον Τζιατζιά «αριστοκράτη ληστή».
Αλλά ο Τζιατζιάς δεν ήταν ίνδαλμα μόνο του λαού. Η προσωπικότητά του προκάλεσε τον θαυμασμό σε μια μερίδα νέων διανοούμενων. Ένας απ’ αυτούς, ο Νικόλαος Κάλας, από τους θεμελιωτές του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, έγραψε το 1934 το ακόλουθο ποίημα.
ΕΝΘΕΕΣΤΕΡΟΣ
Πάει κι ο Μήτσος ο Τζατζάς που γύριζε στα πλάγια
Ο Όλυμπος κι ο Κίσαβος τον ίδιο θάνατο θρηνούν
οι πλαγιές των ερημώθηκαν, ο θρύλος υπερισχύει
ΑΥΤΟΣ ηνώθη με τους θεούς με τον συνάχρονο ρυθμό
των πανσθενής (παντοδύναμος) υψιμέδων (αυτός που βασιλεύει στα ύψη) αγνοεί τις κακώσεις
η μορφή του βεβηλώνεται από συγχρόνους
βεβηλώνεται και καταρρακώνεται
αλλά αυτός μετουσιώθη έγινε κύκνος Γανυμήδης
και κρίνος.
Αυτά τα ελάχιστα για τη ληστεία και τον τελευταίο μεγάλο ληστή, τον Μήτσιο Τζιατζιά, που υμνήθηκε τόσο από τον λαό όσο και από τους λόγιους. Κι αναρωτιέται κανείς τι σχέση μπορεί να έχουν οι σημερινοί αδίστακτοι ληστές-γκάκστερ των πόλεων μ’ εκείνους τους «βασιλείς των ορέων», που θαύμαζαν τόσο ο λαός όσο και οι ποιητές; Ο Αλ. Παπαδιαμάντης βέβαια αλλιώς έβλεπε τη ληστεία, όταν έγραφε. «Σήμερα τους ληστές δεν τους λένε ληστές, τους λένε εφορία». Μήπως είχε δίκιο;
* Του Γιάννη Μπασλή δρ.φ.