Με την ευκαιρία της σημερινής διαδικασίας στη γειτονική χώρα είναι καλό να επισημάνουμε ορισμένα δεδομένα και κάποιες από τις μελλοντικές παραμέτρους αυτής της συμφωνίας. Η ελληνική κυβέρνηση προχώρησε στην υπογραφή της Συμφωνίας των Πρεσπών με βαθιά αίσθηση πατριωτικού καθήκοντος, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την αρχαία ελληνική ιστορία της Μακεδονίας.
Παράλληλα, λύνεται μια διένεξη 3 δεκαετιών, εξασφαλίζοντας την αναβάθμιση του γεωπολιτικού ρόλου και της σημασίας της Ελλάδας, ως μιας χώρας πρωταγωνίστριας στα Βαλκάνια και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Ολόκληρη η διεθνής κοινότητα χαιρέτισε τη συμφωνία για πολλούς και διάφορους λόγους. Είναι ενδιαφέρον ότι την υποστηρίζουν όλες οι δημοκρατικές πολιτικές οικογένειες της Ε.Ε., του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος συμπεριλαμβανομένου. Μόνο οι ακραίοι εθνικιστές της Ευρώπης την πολεμούν, οι οποίοι πολεμούν και την ιδέα ενοποίησης της Ευρώπης. Αντιθέτως, όσοι ενδιαφέρονται για την προώθηση της ευρωπαϊκής ενοποίησης είδαν στη συμφωνία αυτή ένα ισχυρό πλήγμα στον εθνικό απομονωτισμό και τον ακραίο εθνικισμό, μεγάλο κίνδυνο σήμερα, όχι μόνο για την ειρήνη αλλά και για την ίδια την υπόσταση της Ε.Ε.
Δυστυχώς, εντός των τειχών, η Αξιωματική Αντιπολίτευση τάχθηκε εναντίον της Συμφωνίας, αναιρώντας δικές της θέσεις δεκαετιών και – αλίμονο- συμπράττοντας με ακραίες πρακτικές έξαλλων συμπατριωτών μας. Αντικείμενο πολιτικά ψυχιατρικής ανάλυσης είναι επίσης η επαμφοτερίζουσα στάση τμήματος της ηγεσίας του Κινήματος Αλλαγής. Δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι η προηγηθείσα «σκοπιανοποίηση» της εξωτερικής μας πολιτικής οδήγησε στο «να βλέπουμε το δέντρο και να χάνουμε το δάσος». Σπαταλήσαμε διπλωματικό κεφάλαιο προκειμένου να αποτρέψουμε την αναγνώριση της γειτονικής χώρας με την ονομασία «Δημοκρατία της Μακεδονίας», πεδίο στο οποίο αποτύχαμε αφού ήδη έχουν συντελεστεί πάνω από 140 αναγνωρίσεις από χώρες - μέλη του ΟΗΕ, μεταξύ των οποίων οι ισχυρότερες χώρες, όπως ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Ινδία, Βραζιλία κ.λπ. Την ίδια ώρα, μειωνόταν η προσοχή μας και η δράση μας για κύρια εθνικά θέματα όπως οι ελληνοτουρκικές σχέσεις και το Κυπριακό. Αντί η προσοχή μας να είναι στραμμένη προς Ανατολάς, στρεφόταν επί δεκαετίες προς Βορράν, λες και ήμαστε στον Ψυχρό Πόλεμο.
Η σημερινή κυβέρνηση της Ελλάδας υπηρετεί έναν αληθινό πατριωτισμό, συνδέοντας τα εθνικά θέματα με την υπεράσπιση της ειρήνης. Γιατί η Ελλάδα του 21ου αιώνα δεν μπορεί να έχει άλλη εθνική στρατηγική από τη στρατηγική της ειρήνης και της ισότιμης διεθνούς συνεργασίας, ιδιαίτερα με τις γειτονικές χώρες και λαούς, της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης. Ήταν πολλοί αρχικά οι αρνητές αυτής της συμφωνίας στην Ελλάδα και αρκετοί από αυτούς χρησιμοποίησαν πατριδοκάπηλους, μισαλλόδοξους, ακραία γραφικούς έως και επικίνδυνους μηχανισμούς για να την αποτρέψουν. Όπως αποδεικνύει η σημερινή πραγματικότητα, καθώς η κυβέρνηση παρέμενε ψύχραιμη και επικοινωνούσε με ειλικρίνεια και αποτελεσματικότητα τις θέσεις της, μετέστρεψε το αρχικά αρνητικό κλίμα. Εύκολα το αντιλαμβάνεται αυτό κανείς από τον πολύ μικρό αριθμό των συμμετεχόντων στην πρόσφατη σχετική κινητοποίηση με αφορμή τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, αλλά και από τη σταδιακή εξαφάνιση ανάλογων κινητοποιήσεων που διεξάγονταν σε καθημερινή βάση και σε πολλές πόλεις της χώρας μέχρι τον περασμένο Αύγουστο.
Είμαι αισιόδοξος ότι η συμφωνία θα υπερψηφιστεί από τον λαό της πΓΔΜ, προσεχώς Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας. Θα είναι μια μεγάλη νίκη της ειρήνης, σε Βαλκάνια και Ευρώπη, νίκη της συναντίληψης και της συνεργασίας των λαών, προς όφελος της οικονομικής και γεωπολιτικής τους ανάπτυξης.
* Από τον Πέτρο Παπαγεωργίου, συντονιστή γραμματέα της Ν.Ε. ΣΥΡΙΖΑ Λάρισας