Προσφάτως ο υφυπουργός Αθλητισμού επανέλαβε την πρόθεση της πολιτείας, σε συνεργασία με τη διοργανώτρια αρχή του Πρωταθλήματος, ούτως ώστε οι ομάδες τις επόμενες χρονιές να μειωθούν σε 12 μιας και όπως ανέφερε, το ποδόσφαιρο σε όλη την Ευρώπη παράγει πλούτο κι εδώ δυσκολευόμαστε να βρούμε τηλεοπτικό πάροχο ακόμη και για ιστορικές ομάδες.
Είναι πλέον φανερό, ότι οι οικονομικοί όροι είναι ασύμφοροι για πολλές ποδοσφαιρικές ανώνυμες εταιρείες. Με τέτοια νοοτροπία αλλά και ένδεια αγωνιστικής ποιότητας, διερωτώμαι πολλές φορές αν το ‘’επαγγελματικό’’ ποδόσφαιρο στην Ελλάδα αποτελεί μέρος του ευρύτερου δημοσίου τομέα, αν και θα έπρεπε υπό την ιδιωτική πρωτοβουλία να παράγει μόνο πλούτο και θέαμα. Πράγματι ένα πρωτάθλημα με λιγότερες ομάδες, θα είναι πιο αποδοτικό (αμφιβάλλω για το ανταγωνιστικό), αρκεί βέβαια να εξασφαλιστούν δύο πολύ σπουδαίες προϋποθέσεις. Αρχική επιδίωξη πρέπει να είναι οι οικονομικά εύρωστες και διοικητικά υγιείς ομάδες, με μεγαλομετόχους που πραγματικά ενδιαφέρονται και προσφέρουν χωρίς να κάνουν ‘’φτηνό’’ παραγοντισμό, ενώ από την άλλη, όσοι ασχολούμαστε με τη διοίκηση του αθλητισμού θέτουμε ως προτεραιότητα στην ατζέντα, την καταστολή αν όχι την πλήρη πάταξη των φαινομένων βίας.
Η αντιμετώπιση του φαινομένου της βίας στα ελληνικά γήπεδα δεν αντιμετωπίζεται ούτε με μεταθέσεις ευθυνών, ούτε με νέους νόμους, οι οποίοι θα καταργούν παλαιότερους, αλλά με ορθή εφαρμογή των ήδη υφισταμένων. Τόσο ο νόμος Κοντονή το 2015, (4326/2015) όσο και Γερουλάνου το 2012 (ν. 4049/2012) είναι δύο νόμοι, που προβλέπουν στις διατάξεις τους επαρκή μέτρα για την αντιμετώπιση της βίας στα γήπεδα. Το βασικό ερώτημα είναι βέβαια αν υπάρχει η πολιτική βούληση να εφαρμοστούν οι νόμοι, καθώς τα πλήθη οπαδικών στρατών, που καλλιεργούν τη βία εντός και εκτός των γηπέδων είναι ταυτόχρονα και ψηφοφόροι και αυτό δεν πρέπει να το λησμονούμε.
Ήρθε ο ν. 4049/2012, ο οποίος προέβλεπε πολύ συγκεκριμένα πράγματα σχετικά με τρόπους, που θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί η βία. Στα άρθρα 1 και 2 γινόταν αναφορά στη συγκρότηση δύο ακόμη οργάνων στον χώρο του Αθλητισμού, το Εθνικό Συμβούλιο Αθλητικού Σχεδιασμού (Ε.Σ.Α.Σ.) και η Διαρκής Επιτροπή Αντιμετώπισης της Βίας (Δ.Ε.Α.Β.). Το Ε.Σ.Α.Σ κάνει γενικότερη εισήγηση για τα σοβαρά ζητήματα, που απασχολούν τον χώρο του αθλητισμού, ενώ η Δ.Ε.Α.Β. κάνει εισηγήσεις για την αντιμετώπιση της βίας, παρακολουθεί αν εφαρμόζονται σωστά οι νόμοι, που αφορούν την πάταξη της βίας και βρίσκεται σε συνεχή συνεργασία με την Ελληνική Αστυνομία για τα ζητήματα προσυνεννοημένων αγώνων. Μάλιστα η Δ.Ε.Α.Β απέκτησε κανονιστικό πλαίσιο και ειδικό σώμα παρατηρητών με τον ν. 4326/2015. 3 χρόνια δηλαδή πέρασαν για τα απλά και μετά αναρωτιόμαστε γιατί δεν βλέπουμε αποτελέσματα.
Καθίσταντο επίσης με τον ν.4049/2012 πιο αυστηρές οι ποινές σχετικά με το αδίκημα της πρόκλησης επεισοδίων εντός των γηπέδων, ενώ καθορίζονταν οι προϋποθέσεις, που αφορούσαν το σύστημα ηλεκτρονικής εποπτείας και ειδικότερα το ηλεκτρονικό ονομαστικό εισιτήριο.
Ο νόμος Κοντονή 4326/2015 μιλούσε πέραν των άλλων, στο άρθρο 1 παρ.5, ακόμη και για τον ρόλο των Μ.Μ.Ε. σε σχέση με την ευθύνη τους, στην καλλιέργεια φαινομένων βίας. Όλοι γνωρίζουμε τι είδους πρακτικές ασκούνται ειδικά μέσα από τα πρωτοσέλιδα των αθλητικών οπαδικών εφημερίδων. Εφαρμόζονται τα ανωτέρω όμως σε όλα τα ελληνικά γήπεδα; Οι αθλητικοί εισαγγελείς μπορούν απρόσκοπτα να παρέμβουν; Πολλά τα ερωτήματα και δυστυχώς τα περισσότερα ρητορικά, καθώς οι απαντήσεις είναι γνωστές στην πλειοψηφία των φιλάθλων. Η αιτία του κακού βρίσκεται στη συνεχή επίκληση του αυτοδιοίκητου της Ε.Π.Ο. και στα όρια παρέμβασης της Πολιτείας στα ‘’εσωτερικά’’ του ποδοσφαίρου.
Πράγματι η UEFA και η FIFA, προβλέπουν μέσω του καταστατικού, των κανονισμών και των αποφάσεών τους, ότι το κράτος δεν μπορεί να παρέμβει στα ‘’εσωτερικά’’ του ποδοσφαίρου αλλά οι ίδιοι οι Διεθνείς Κανόνες και η Διεθνής Πρακτική ορίζουν, ότι σε θέματα ελέγχου της νομιμότητας, της δημόσιας τάξης και της ασφάλειας, υπεύθυνη να δώσει λύσεις είναι αποκλειστικά η πολιτεία. Μόνο αν δούμε το ποδόσφαιρο ως μέσο ανάπτυξης, προόδου και θεάματος προς ευχαρίστηση του απλού φιλάθλου και όχι ως μέσο φθηνού παραγοντισμού και άσκησης πολιτικής, μπορούμε να ελπίζουμε. Ο νοών νοείτω…
Από τον Βάσο Καραμπίλια
* Ο Βάσος Π. Καραμπίλιας είναι δικηγόρος Αθηνών, ειδικευθείς στο Αθλητικό Δίκαιο-MBA in Sports Management, επιστημονικός συνεργάτης στη Βουλή των Ελλήνων