Η απόσταση, τοπική ή χρονική, από τα διαδραματιζόμενα μάλλον επιδρά ευεργετικά και στους δύο…
Προφανώς, εάν ζούσε σήμερα ο Ελευθέριος Βενιζέλος, θα είχε μετανιώσει για την επιμονή του στη Λωζάνη να εξαιρεθούν οι Έλληνες της Πόλης όπως και να διατηρηθεί η έδρα του Οικουμενικού Πατριαρχείου στην Κωνσταντινούπολη (αντί για το Άγιο Όρος ή τη Θεσσαλονίκη, που είχαν μεταξύ άλλων προταθεί τότε) σε αντιστάθμισμα για τη διατήρηση μουσουλμανικής μειονότητας στη δυτική Θράκη.
Στην πορεία των χρόνων, ο μεν ελληνισμός της Πόλης υπέστη μπαράζ διώξεων, ως επί το πλείστον από το κεμαλικό πολιτικό καθεστώς της Τουρκίας, με αποτέλεσμα να εκφυλιστεί δημογραφικά (σήμερα αριθμεί μόλις δύο χιλιάδες ψυχές), το δε Πατριαρχείο τελούσε και τελεί υπό τον ασφυκτικό έλεγχο των τουρκικών αρχών, οι οποίες επιχείρησαν ακόμη και να χειραγωγήσουν την εκλογή του Οικουμενικού Πατριάρχη.
Από την άλλη πλευρά, η Τουρκία εκμεταλλευόμενη πολιτικά τις δυσχέρειες της ελληνικής πολιτικής ζωής στη διάρκεια του Μεσοπολέμου, του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της τριπλής Κατοχής (γερμανικής-ιταλικής-βουλγαρικής) πέτυχε την παραχώρηση από τις ελληνικές κυβερνήσεις, σε αρκετές περιπτώσεις ευκολόπιστες… ευνοϊκών διατάξεων για τα μέλη της μειονότητας (κυρίως στην εκπαίδευση) ανατρέποντας έμπρακτα τη συμμετρία που διαλάμβαναν συγκεκριμένες ρυθμίσεις της Συνθήκης της Λωζάνης.
Επιστέγασμα όλων αυτών είναι η Τουρκία σήμερα να αναγνωρίζει τη μουσουλμανική μειονότητα της Θράκης ως «τουρκική», να εγείρει ζητήματα στους ευρωπαϊκούς θεσμούς για δήθεν παραβίαση των δικαιωμάτων της και κυρίως να αφήνει να εννοηθεί προς την Ελλάδα ότι διατηρεί εδαφικές βλέψεις στην περιοχή.
Δυστυχώς, η αντίδραση του επίσημου ελληνικού κράτους απέναντι στις διαρκείς τουρκικές προκλήσεις στη Θράκη παραμένει υποτονική, καθώς επιτρέπει τις επισκέψεις στη Θράκη και τις ανοιχτές ομιλίες με αποδέκτη τον μουσουλμανικό πληθυσμό, ακόμη και σε προεκλογικές περιόδους, Τούρκων αξιωματούχων, αδυνατώντας να αντικρούσει την τουρκική προπαγάνδα. Παράλληλα, υπόσχεται στην τουρκική ηγεσία προνόμια για την εκλογή των μουφτήδων, ενώ προβαίνει και σε άλλου είδους παραχωρήσεις.
Γενικότερα, ωστόσο, υπό το πρίσμα της real politik της εποχής εκείνης, την οποία επέβαλε η βαριά ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρασία που ενταφίασε τη Μεγάλη Ιδέα, δεν είναι εύκολο να μεμφθεί κανείς αβίαστα τον διαπραγματευτή στη Λωζάνη Ελευθέριο Βενιζέλο για την υπογραφή της Συνθήκης.
Αναμφίβολα, το ενάμισι εκατομμύριο προσφύγων που πλημμύρισαν την Ελλάδα των πέντε εκατομμυρίων τότε, πλήρωσε πολύ βαρύ φόρο, καθώς εξαναγκάστηκε να εγκαταλείψει δια της βίας τις πατρογονικές εστίες, να βιώσει την απώλεια οικείων προσώπων, να στερηθεί περιουσίες, να αντιμετωπίσει την εχθρότητα των γηγενών, να ζήσει τον ξεριζωμό.
Ας αναλογιστούμε όμως ποια ήταν η εθνολογική σύνθεση της Μακεδονίας και της Θράκης πριν από την εγκατάσταση των προσφύγων και ποια μετά. Η ενσωμάτωση και αφομοίωση του προσφυγικού πληθυσμού, παρά τις δυσκολίες και τις κατά τόπους «αντιστάσεις», μετέτρεψε τις δύο αυτές περιοχές του ελληνικού βορρά σε «ραχοκοκαλιά» της Ελλάδας εντός των ορίων που περιορίστηκε γεωγραφικά από τη Συνθήκη της Λωζάνης. Κι αν σήμερα μιλάμε για την ύπαρξη μίας μόνο μειονότητας στη χώρα μας, της μουσουλμανικής, σε διαφορετική υποθετική περίπτωση θα κάναμε λόγο για αισθητά περισσότερες.
Η συμβολή, εξάλλου, των προσφύγων σε διάφορες εκφάνσεις του ελληνικού βίου (οικονομία, πολιτισμό, τέχνες κ.ά.) είναι γνωστή και αδιαμφισβήτητη. Για εκείνο, ωστόσο, που συνεχίζουμε ακόμη να αμφιβάλλουμε είναι η ανάδειξη «χαρισματικών» ανδρών στην ελληνική πολιτική σκηνή, που να θέτουν το «χάρισμά» τους στην υπηρεσία της πατρίδας.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος «σημάδευσε» με τη δράση του το πρώτο μισό του 20ού αιώνα. Ο Μακεδόνας αντιβενιζελικός Κωνσταντίνος Καραμανλής, ο οποίος ξεκίνησε την κοινοβουλευτική του σταδιοδρομία το 1935, όταν έδυσε το «άστρο» του Βενιζέλου, υπήρξε συνεχιστής του. Η εμβληματική παρουσία του τελευταίου, όπως και εκείνη του Ανδρέα Παπανδρέου, ευνόησαν την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, που στο μεταξύ είχε καταλυθεί από τη δικτατορία των Συνταγματαρχών. Ήταν 20 Ιουλίου 1974….
Από τον Βασίλη Πλατή
* Ο Βασίλης Πλατής, είναι φιλόλογος, δρ. Ιστορίας Α.Π.Θ