Ο Ντόναλντ Τραμπ παίζει κεντρικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη. Στρέφοντας την αμερικανική πολιτική προς μια πιο εθνικιστική κατεύθυνση, έχει αλλάξει τον τόνο της πολιτικής παντού.
Ο Αμερικανός πρόεδρος έχει ιδεολογικούς συντρόφους στην Ευρώπη, μεταξύ των οποίων τον Ούγγρο πρωθυπουργό Βίκτορ Ορμπαν (που ανέλαβε την εξουσία πριν από τον Τραμπ) και τον αντιπρόεδρο της ιταλικής κυβέρνησης Ματέο Σαλβίνι. Οι εθνικιστές της Ευρώπης περιλαμβάνουν ακροδεξιά κόμματα που μετέχουν σε κυβερνητικούς συνασπισμούς, όπως είναι η Λέγκα του Σαλβίνι και το αυστριακό Κόμμα της Ελευθερίας. Η εθνικιστική θεματολογία υιοθετείται όμως όλο και περισσότερο από πιο παραδοσιακά κεντροδεξιά κόμματα, όπως είναι οι Χριστιανοσοσιαλιστές της Γερμανίας, οι Συντηρητικοί της Βρετανίας και το Λαϊκό Κόμμα της Αυστρίας.
Το κυρίαρχο θέμα των εθνικιστών είναι συνήθως η μετανάστευση – και η ανάγκη να διαφυλαχθεί το έθνος από τα «στίφη» των μη δυτικών μεταναστών. Σε ό,τι αφορά στην οικονομία, τάσσονται συνήθως υπέρ ενός προστατευτισμού τύπου Τραμπ.
Οι εθνικιστές αυτοί βλέπουν επίσης εχθρικά τους διεθνείς θεσμούς και συνθήκες, θεωρώντας πως είναι παιχνίδια μιας παγκόσμιας ελίτ χωρίς πατρίδα. Η κυβέρνηση Τραμπ έχει αποσυρθεί από διεθνείς συνθήκες όπως η συμφωνία του Παρισιού για το κλίμα και από οργανισμούς όπως το Συμβούλιο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΟΗΕ. Οι Ευρωπαίοι εθνικιστές στρέφουν τα πυρά τους κατά της ΕΕ και των διεθνών κανόνων που διέπουν τη μεταχείριση των προσφύγων.
Η συνεργασία μοιάζει να τους ενδιαφέρει όλο και περισσότερο. Ο Αυστριακός καγκελάριος Σεμπάστιαν Κουρτς έχει ταχθεί υπέρ ενός άξονα «Βερολίνου-Ρώμης-Βιέννης» για την καταπολέμηση της παράτυπης μετανάστευσης. Ο Αμερικανός πρεσβευτής στη Γερμανία Ρίχαρντ Γκρένελ ζητά την ενίσχυση των «συντηρητικών» σε όλη την Ευρώπη. Ο Στιβ Μπάνον, πρώην υπεύθυνος της εκστρατείας του Τραμπ, συγκάλεσε μια συνάντηση εθνικιστικών κομμάτων στη Ρώμη στη διάρκεια των ιταλικών εκλογών και αργότερα έγραψε πως «είναι δύσκολο να μη νιώθουμε ότι είμαστε στη σωστή πλευρά της ιστορίας».
Οι εθνικιστές είναι σε πολλές περιπτώσεις θαυμαστές του Βλαντίμιρ Πούτιν, τον οποίο θεωρούν έναν σκληρό τύπο που υπερασπίζεται τη χώρα του. Το ότι παραβιάζει τους διεθνείς νόμους θεωρείται προσόν, όχι ελάττωμα. Αντίθετα, οι εθνικιστές απεχθάνονται τη Γερμανίδα καγκελάριο Αγγελα Μέρκελ και τον Καναδό πρωθυπουργό Τζάστιν Τριντό, θεωρώντας τους διεθνιστές και υποχωρητικούς στο καθοριστικό ζήτημα της μετανάστευσης.
Ο εθνικισμός αυτός δεν περιορίζεται στη Δύση. Πριν από λίγο καιρό είχα στο Δελχί μια μακρά συζήτηση με έναν υπουργό, τον Ζαγιάντ Σίνχα. Όπως μου είπε, η κυβέρνηση Μόντι απορρίπτει τον διεθνισμό και υπερασπίζεται τη μοναδική κουλτούρα της Ινδίας. «Οι πολίτες νιώθουν ότι η κληρονομιά τους πολιορκείται», είπε.
Πολλοί φιλελεύθεροι διεθνιστές δυσκολεύονται να δεχθούν ότι ένας λόγος που οι εθνικιστές σημειώνουν πρόοδο είναι πως οι ιδέες τους έχουν απήχηση στους ψηφοφόρους. Μια από αυτές τις ιδέες είναι η σημασία του εθνικού κράτους, από την οποία απορρέει και η ανάγκη ελέγχου της παράτυπης μετανάστευσης.
Οι Ευρωπαίοι εθνικιστές όπως ο Σαλβίνι, ο Ορμπαν και ο Νάιτζελ Φάρατζ εκμεταλλεύονται τις διαμαρτυρίες ότι η ΕΕ έχει αφαιρέσει πολλές από τις παραδοσιακές εξουσίες του έθνους και ελέγχει τα πάντα, από τα δημοσιονομικά ελλείμματα ως τα δικαιώματα των πολιτών.
Τα βασικά αιτήματα των νέων εθνικιστών, όπως είναι ο έλεγχος της μετανάστευσης ή ο προστατευτισμός, έχουν θέση στη δημοκρατική πολιτική. Οι μέθοδοι που χρησιμοποιούν όμως όταν αναλαμβάνουν την εξουσία είναι συχνά φρικιαστικές, όπως ο διαχωρισμός των παιδιών από τους γονείς τους στις ΗΠΑ ή η πρόταση του Σαλβίνι για μαζική απέλαση των Ρομά από την Ιταλία. Αυτό όμως απορρέει από την άποψη των εθνικιστών ότι οι ξένοι αξίζουν λιγότερο από τους ντόπιους.
Ένα άλλο πρόβλημα είναι ότι οι νέοι εθνικιστές αγνοούν συχνά τον σύνθετο χαρακτήρα του σύγχρονου κόσμου. Οι διεθνείς κανόνες δεν είναι απλώς το προϊόν των ιδεολογικών προτιμήσεων μιας παγκόσμιας ελίτ. Είναι και τα αναγκαία εργαλεία για την αλληλεπίδραση των κρατών σε ζητήματα από το εμπόριο μέχρι τα ταξίδια. Η κατάργηση αυτών των εργαλείων θα οδηγήσει σε αναρχία, σε εμπορικό πόλεμο – ή σε πραγματικό πόλεμο.
(Πηγή: Financial Times)
Από τον Gideon Rachman
αρθρογράφο των Financial Times