Η πλατεία του χωριού – για βλαχοχώρι μιλάμε- σχεδόν άδεια. Δυο - τρεις ηλικιωμένοι, βαριά ντυμένοι, κάθονται στο καφενείο, παρέα με τον ιδιοκτήτη κι έναν Αλβανό μάστορα πέτρας που δεν έχει πια δουλειά, παρά μονάχα κάτι μερεμέτια.
- Τι φκιάντε ρε πατριώτες;- η ντοπιολαλιά σου βγαίνει αβίαστα σαν φτάνεις στο χωριό.
- Εεεπ… Καλώς το αφεντικό. Κάτσε να πιεις καφέ.
Μου είπαν εν συντομία τα νέα. Τα γνωστά… Ποιος πέθανε, ποιος αρρώστησε, ποιοι επισκέφτηκαν το χωριό του Αγίου Πνεύματος, ποιανού το σπίτι είχε μεγάλες ζημιές. Συζητήσεις γεμάτες απώλειες, σε ανθρώπους και σπίτια. Κουβέντες γεμάτες απουσία…
Κι όμως η μαγεία παραμένει. Η πρώτη ρουφηξιά του καφέ, η θέα του πλάτανου της πλατείας και το βουητό των χειμάρρων, σαν διώχνουν τα νερά του χειμώνα, είναι στοιχεία του μύθου που ζει αναλλοίωτος μέσα μας για τους τόπους της καταγωγής μας.
Κόσμος; Μπα… δεν ήρθε, μερικοί μονάχα. Έρχονται, ανοίγουν τα σπίτια και ξαναφεύγουν. «Από Ιούλη θα έρθουν για να κάτσουν. Περιμένουν να πέσει η σύνταξη, το παραδάκι. Πώς ν’ ανεβούν τα παπούδια χωρίς λιλί; Χα χα χα... ».
Άνοιξα το σπίτι –σφαλιστό όλο τον χειμώνα- η γνωστή μυρουδιά της υγρασίας και της μούχλας δεν μου έκανε καμιά έκπληξη. Άρχισα να μετρώ τις απώλειες. Ο συνήθης βρεγμένος και μουχλιασμένος βορεινός τοίχος. Φταίει που σκεπάζεται από το χιόνι ως αργά τον Μάη – οι τσίγκοι που καρφώσαμε για να τον προφυλάξουν δεν έκαναν δουλειά. Δυο τρεις λάμπες καμένες. Τα κλινοσκεπάσματα νοτισμένα, οκ διαχειρίσιμη η κατάσταση. Για πόσο ακόμη;
Ανάλογα προβλήματα είχε αυτό το σπίτι – όπως τα περισσότερα στα ορεινά χωριά- από τότε που κτίστηκε. Πρέπει να ήταν το ’75, το θυμάμαι καλά γιατί μόλις είχα πρωτοπάει στο Γυμνάσιο. Θυμάμαι τους μαστόρους που κουβαλούσαν τσιμεντόλιθους στην πλάτη, ακροβατώντας πάνω σε σανίδες, γιατί δρόμος «δεν ύπαρχε», παρά μονάχα ένα στενό μονοπάτι. Έκτιζαν βιαστικά, κατά βούληση. Ο αρχιμάστορας είχε καταλήξει από την αρχή σ’ ένα σχέδιο και δεν του το ξεκολλούσες από το μυαλό του ούτε με βίντσι. Αρβανίτικο κεφάλι.
-Μα κυρ – Γιώργο, κάνε λίγο πιο φαρδιά τα σκαλοπάτια, του παρατηρούσε τότε η μάνα μου, μα πού να χαμπαρίσουν κείνα τα θεριά; Σ’ έβριζαν και σ’ αποπαίρνανε με την πρώτη κιόλας παρατήρηση:
- Αι μαρή συ, όλα τα ξέρ’ ς… Αι σύρε βάλε τώρα κάνα τσίπρο που στέγνωσε ου ντέρλικας μας εδώ πέρα. Άιντε, σώσε…
Ποια σχέδια, ποιοι μηχανικοί, ο κυρ-Γιώργος ήταν από μόνος του ό,τι ήθελες, και πολιτικός μηχανικός και αρχιτέκτονας, και μηχανολόγος… Ήταν «μάστορας». Ξέρεις τι ήταν οι «μάστορες»; Ικανοί ανθρώποι… Σε περασμένους αιώνες ήταν αυτοί που έχτισαν χωριά και χωριά στην Ήπειρο. Στήσαν γιοφύρια τοξωτά που σήμερα θαυμάζεις για την τέχνη και την τεχνική τους, ύψωσαν εκκλησιές που στέγασαν Θεούς κι Αγίους, φκιάξαν αρχοντικά που αντανακλούσαν τον πλούτο και την αξιοσύνη των ιδιοκτητών τους…
Το σπίτι μας δεν ήταν «αρχοντικό», ένα απλό σπίτι δίπατο ήταν. Αλλά εμείς πολύ το αγαπάμε γιατί στέγασε τα καλοκαίρια των καλύτερών μας χρόνων. Σ’ αυτό οφείλουμε εικόνες και αναμνήσεις μας που σήμερα τροφοδοτούν τους λυτρωτικούς μηχανισμούς της νοσταλγίας μας.
Το πονώ αυτό το σπίτι, γιατί το έκτισε με κόπο ο πατέρας μου, που ανήκε σε μια γενιά που βίωσε πραγματικές τραγωδίες –όχι... λογιστικά προβλήματα σαν τα σημερινά. Παιδάκι, υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τον τόπο του. Το χωριό και το σπίτι της οικογένειάς μας το έκαψαν οι Γερμανοί, όπως και τα περισσότερα σπίτια. Στον επόμενο τόνο της ζωής σου βρίσκεσαι στον κάμπο, σκέτη καλαμιά, έχοντας κατά νου πρώτα να επιβιώσεις κι ύστερα να δουλέψεις, να καζαντίσεις. Και μια μέρα να επιστρέψεις στο χωριό και να κάνεις το «χρέος» σου. Να ξαναχτίσεις το σπίτι γιατί σε σένα έλαχε ο κλήρος να αποκαταστήσεις την οικογενειακή συνέχεια.
Από το μπαλκόνι με την πανοραμική θέα αντικρίζω τα σπίτια του χωριού. Είναι όλα σχεδόν σφαλιστά, περιμένουν τους ενοίκους – παραθεριστές. Θα ανοίξουν για δέκα ημέρες το πολύ, μετά θα κλείσουν και πάλι ερμητικά για τον επόμενο δύσκολο χειμώνα. Δεν είναι απλά σπίτια αυτά. Είναι ξεπλήρωμα «χρέους» - των πατεράδων μας. Και μαζί είναι η περηφάνια τους :
-Να μωρέ παιδιά… Να… Δείτε. Τα κατάφερα εκεί στον κάμπο…
Σήμερα το μέλλον του σπιτιού με προβληματίζει. Τις προάλλες, σε μια οικογενειακή σύσκεψη αδερφών και εξαδέλφων με θέμα να βάλουμε όλοι, από κοινού, λεφτά για κάποιες αναγκαίες εργασίες συντήρησης, μόνο που δεν παρεξηγηθήκαμε. Όλοι σφυρίζουν αδιάφορα, αλλά τους καταλαβαίνω. Κανείς μας δεν έχει πια χρήματα να διαθέσει- άσε που ξαφνικά τα σπίτια αυτά, που δεν κόστιζαν ποτέ τίποτα, άρχισαν να επιβαρύνονται με ΕΝΦΙΑ.
Ο ένας έχει παιδιά άνεργα, ο άλλος προσπαθεί να κρατήσει όρθιο το μαγαζί του - μεγάλες λέει οι αναδουλειές, ένας τρίτος σπουδάζει παιδιά- οι ανάγκες, άλλες υπαρκτές άλλες κατασκευασμένες, δεν σώνουν ποτέ. Και ο μοναδικός που – αποδεδειγμένα – έχει φράγκα και θα μπορούσε να τα διαθέσει για να σωθεί η... οικογενειακή μας τιμή, δικαιολογημένα κάνει πίσω. Τι, όλο εγώ θα βάζω; Να πληρώσετε κι εσείς καμιά φορά ρε κερατάδες…
Τρομάζω… Γιατί ανεβαίνοντας στο χωριό, πέρασα από δεκάδες χωριά, στον κάμπο της Λάρισας και των Τρικάλων, στα ημιορεινά της Καλαμπάκας στα ορεινά των Γρεβενών, και αντίκρισα εκατοντάδες, μπορεί και χιλιάδες σπίτια κλειστά, με φανερά πια τα σημάδια της παλαίωσης και της συνεπαγόμενης φθοράς. Πλούτος, πλούτος, πλούτος, μόχθος και κόπος γενεών επενδύθηκε σε ντουβάρια που παλιώνουν ασυντήρητα… Μεροκάματα που έκαναν καμπίσιοι, νησιώτες, ορεινοί «στις φάμπρικες της Γερμανίας και στου Βελγίου τις στοές», πολύχρονες οικονομίες ανθρώπων, τα «αχ και βαχ» μιας ολόκληρης γενιάς πέφτουν σαν τους σοβάδες των σφαλιστών σπιτιών…
Απ’ άκρου εις άκρον της Ελλάδας, στη Μακεδονία και την Ήπειρο θες, στα νησιά θες, στην Πελοπόννησο, τα εγκαταλειμμένα σπίτια με τα κλειστά παραθύρια είναι καρφιά στο μυαλό, είναι το πλάκωμα της ψυχής μας. Από Γερμανούς κάηκαν κι αυτά, και δεν χρειάστηκαν στουπιά βρεμένα με πετρέλαιο, η εποχή μας διαθέτει πιο εκλεπτυσμένους τρόπους για θάνατο.
Με την πρώτη αναλαμπή «του ήλιου του ηλιάτορα» , η ομίχλη υποχώρησε και η κατάσταση γλύκανε. Άπλωσα τα μουχλιασμένα στρώματα στις ζωογόνες ακτίνες του που μπήκαν μέσα στο σπίτι μαζί με τα τιτιβίσματα των χελιδονιών… Μια αισιοδοξία με συνεπήρε… Δεν ήταν αιτιολογημένη, αλλά ήταν η αισιοδοξία. Δεν έχω τίποτε άλλο να αντιτάξω έτσι κι αλλιώς στην κατάσταση παρά μονάχα αυτό το ακατανόητα θετικό συναίσθημα.
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr