Αυτά παραγγέλλει ο ετοιμοθάνατος κλεφταρματωλός στους συντρόφους του για να μην κακοκαρδίσει την περήφανη Μάνα του και μαυροφορέσει. Έτσι τη θέλει και έτσι ήταν, αγέρωχη, ηρωική, αλύγιστη, ανίκητη, σκληρή αλλά και συναισθηματική, ανθρώπινη, γλυκιά, όπως τη θέλουν και οι Αρβανίτες οπλαρχηγοί, όταν πολεμούσαν τους Τούρκους, αφού ορκίζονταν, «Στον ήλιο και τη γλυκιά τη Μάνα». Η πρώτη θεά-μητέρα (Γαία-Γη), από τους μυθικούς ακόμα χρόνους, γιορταζόταν πάντα αυτή την εποχή, την εποχή των λουλουδιών και της ανανέωσης της Φύσης, ύστερα η κόρη της, η Ρέα, η μητέρα των θεών και στα ρωμαϊκά χρόνια, η Κυβέλη, κάθε Μάρτιο. Το 1929 στην Ελλάδα, η γιορτή καθιερώνεται για πρώτη φορά, ενώ από το 1960, γιορτάζεται κάθε δεύτερη Κυριακή του Μαΐου.
Λόγω του περιορισμένου χώρου που μας δίνεται, θα επικεντρωθούμε στην Ελληνίδα Μάνα των μαύρων χρόνων της τουρκοκρατίας, του Έπους του ’40 και του εμφυλίου σπαραγμού, μες από το ιστορικό (δημοτικό), το ηρωικό και το λαϊκό τραγούδι. Σ’ εκείνη την περίοδο της μακρόχρονης τυραννίας, πολλοί νέοι άνθρωποι των περιοχών με τη μεγαλύτερη συγκέντρωση τουρκικών στρατευμάτων (Θεσσαλία-Ήπειρος-Πελοπόννησος), μην αντέχοντες τον ζυγό, τους φόρους, την ωμή βία και το παιδομάζωμα, ανέβαιναν στα βουνά, και με τη δράση τους, γίνονταν λαϊκοί ήρωες. Στήνανε λημέρια σε δυσπρόσιτες περιοχές, δημιουργούσαν καπετανάτα κλεφτών κι ορμούσαν στους Τούρκους με την τακτική του κλεφτοπόλεμου (αιφνιδιασμός-ενέδρα-κρύψιμο). Σε μια παραλλαγή του Ν. Πολίτη, του κλέφτικου τραγουδιού, «ο Βασίλης, μια Μάνα-παπαδιά από τη Ραψάνη, μη θέλοντας ν’ αποχωριστεί τον γιό της, προσπαθεί να τον μεταπείσει, όμως αυτός, είναι αποφασισμένος ν’ ανέβει στο Πήλιο, να σμίξει με τον Μάνταλο, τον Μπασδέκη: «Βασίλη, κάτσε φρόνιμα να γίνεις νοικοκύρης/ να αποκτήσεις πρόβατα, ζευγάρια κι αγελάδες/… Μάνα σου λέω, δεν μπορώ τους Τούρκους να δουλεύω/ Εγώ δεν κάθομαι να γίνω νοικοκύρης.
Στο πασίγνωστο τραγούδι «Του Κίτσου», η Μάνα, ακολουθεί τον γιό της, που μεταφέρεται από τους Τούρκους, πισθάγκωνα δεμένος, στον τόπο της εκτέλεσης και τον ρωτάει, επίμονα: «Κίτσο μου που’ ναι τ’ άρματα που τα’ χεις τα τσαπράζια; / τις πέντε αράδες τα κουμπιά, τα φλωροκαπνισμένα;/ Μάνα, δεν κλαις τα νιάτα μου, δεν κλαις τη λεβεντιά μου,/ μόν’ κλαις τα έρμα τ’ άρματα, τα έρμα τα τσαπράζια.
Τα όπλα του ήρωα γιου της, για τη χαροκαμένη Μάνα, είναι η ψυχή του, η τιμή του, η υπερηφάνεια του, ο ανδρισμός του, αυτά τα πολύτιμα, θα είναι μέρα νύχτα δίπλα της, εικόνισμα, μ’ αυτά θα συνομιλεί, αυτά θα ’χει για φίλημα, στα χρόνια που της απομένουν.
Αυτή η ισχυρή αμφίδρομη συναισθηματική σχέση Μάνας και γιού, φαίνεται καλύτερα σ’ ένα μοιρολόι όπου ο γιος, ακόμα και στον κάτω κόσμο που βρίσκεται εκείνη, λέει: «Αυτού που πας μανούλα μου. Αυτού στον κάτω κόσμο/ τήρα μην κάτσεις μ’ άχαρες και μ’ αναγελασμένες/ παρά να κάτσεις μ’ άμορφες και με καλές κυράδες,/ γιατί ήσουν από τις καλές κι από τις παινεμένες. Κάνουμε ένα μεγάλο άλμα στο χρόνο και φτάνουμε στην γυναίκα-Μάνα της Πίνδου, η οποία, περιφρονώντας όλους τους κινδύνους μεταφέρει με τα ζώα, πολεμοφόδια στον ελληνικό στρατό, που πολεμάει τους Ιταλούς εισβολείς. Η Σοφία Βέμπο, η τραγουδίστρια της Νίκης, τραγουδάει γι’ αυτές τις Μάνες που περιμένουν να γυρίσει ο γιός τους, από το μέτωπο.
Η Μάνα του νεκρού εργάτη-απεργού, που κλαίει πάνω από το σκοτωμένο παιδί της, μέσα στο δρόμο, τον Μάιο του 1936, στη Θεσσαλονίκη, έγινε αθάνατο τραγούδι.: Γιε μου, σπλάχνο των σπλάχνων μου, καρδούλα της καρδιάς μου, πουλάκι της φτωχιάς αυλής, ανθέ της ερημιάς μου… Φρύδι μου γαϊτανύφρυδο και κοντυλογραμμένο, καμάρα που το βλέμμα μου κούρνιαζε αναπαμένο… Μέρα Μαγιού μου μίσεψες, μέρα Μαγιού σε χάνω… (Επιτάφιος, του Γιάννη Ρίτσου, που μελοποίησε ο Μίκης Θεοδωράκης)
Από τον εμφύλιο είναι εμπνευσμένο και το παρακάτω, σε στίχους και μουσική του Μ. Θεοδωράκη: «Δυο γιους είχες μανούλα μου,/ δύο δέντρα, δυο ποτάμια /… Ένας για την Ανατολή κι ο άλλος για τη Δύση/ κι εσύ στη μέση μοναχή μιλάς, ρωτάς τον ήλιο. /… Αν δεις τον Παύλο φώναξε/ και τον Ανδρέα πες μου/… Ο ένας τον άλλο ψάχνουμε/ για ν’ αλληλοσφαγούνε/… Όνειρο ίδιο βλέπουνε/… Στης Μάνας τρέχουνε κι οι δυο/ το νεκρικό κρεβάτι/ Μαζί τα χέρια δίνουνε/ της κλείνουνε τα μάτια/ και τα μαχαίρια μπήγουνε/ βαθιά μέσα στο χώμα/ κι απέκει ανέβλυσε νερό/ να πιεις να ξεδιψάσεις».
Στα χρόνια του εμφυλίου, ο λαϊκός δημιουργός της εποχής, τραγουδάει για την απελπισμένη Μάνα, που περιμένει το παιδί της: «Κάποια Μάνα αναστενάζει/ μέρα νύχτα ανησυχεί/ το παιδί της περιμένει/ που έχει χρόνια να το δει» (Β. Τσιτσάνης).
**Απαγορεύτηκε το 1948.
Επιμέλεια: Τάσου Πουλτσάκη