Ήταν η κορύφωση μιας λαϊκίστικης πολιτικής ομιλίας, ως συνέχεια της «κατάργησης του μνημονίου μ’ ένα νόμο κι ένα άρθρο». Πριν λίγες μέρες, ως πρωθυπουργός πλέον και με συνοδεία διμοιριών των ΜΑΤ, έκανε λόγο πάλι από τη Μυτιλήνη για «έξοδο από τα μνημόνια και ανάπτυξη». Τι κι αν ο ίδιος ο πρωθυπουργός διαψεύδει με τις πράξεις του τα λεγόμενά του. Μέσα σ’ αυτά τα 4 χρόνια που μεσολάβησαν άλλωστε, είχαμε από τη συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ, πολιτικές πρακτικές όπως το δημοψήφισμα του 2015, την ψήφιση του τρίτου μνημονίου, την αύξηση του ΦΠΑ και την παραμονή υψηλών ποσοστών ανεργίας. Έχει ιδιαίτερη σημασία λοιπόν, ότι για ακόμη μια φορά μεταπολιτευτικά, στην συνεχώς τεταμένη πολιτική σκηνή της χώρας, κυριαρχεί ο λαϊκισμός από έναν πολιτικό ηγέτη.
Κατ’ αρχάς, η μεταπολιτευτική Ελλάδα μπορεί να καμαρώνει για την εξασφάλιση νέων πολιτικών ελευθεριών και βέβαια για την είσοδό της στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, γεγονός το οποίο άσκησε μεγάλη επιρροή στη διαμόρφωση του κράτους και της κοινωνίας. Ωστόσο, το κυρίαρχο στοιχείο στην πολιτική έγινε ένας ισχυρός λαϊκισμός, μπροστά στον οποίο ελάχιστοι πολιτικοί αντιστάθηκαν. Ο ιστορικός και πανεπιστημιακός Θάνος Βερέμης, ορίζει τον λαϊκισμό ως «την ιδεολογία που ξεχωρίζει τις λαϊκές μάζες από τους επίλεκτους (ελίτ) της κοινωνίας». Παράλληλα, οι λαϊκιστές κατασκευάζουν το αφήγημα του προδομένου λαού, από τους διεφθαρμένους ηγέτες. Οι τελευταίοι βέβαια, αντί να υπηρετούν τα συμφέροντα της λαϊκής πλειοψηφίας, γίνονται όργανα της πλουτοκρατίας.
Αυτή τη νοοτροπία είχε υιοθετήσει σε μεγάλο βαθμό και η Χούντα των Συνταγματαρχών, εκμεταλλευόμενη κυρίως την ιδεολογική σύγχυση που επικρατούσε τότε. Εξάλλου, υπάρχει μέχρι σήμερα ένας αδιανόητα μεγάλος αριθμός ανθρώπων που λησμονεί εκείνη την περίοδο. Είναι γεγονός όμως ότι ο λαϊκισμός εδραιώθηκε κατά τη μεταπολίτευση και συνεχίζεται ασφαλώς μέχρι σήμερα. Λειτουργεί δηλαδή κατά κάποιο τρόπο σαν παράδοση. Μια παράδοση- κληρονομιά που καλούνται όλοι, ανεξαρτήτως πολιτικής προέλευσης, τόσο να την υιοθετήσουν σε πρώτο στάδιο, όσο και να τη μεταβιβάσουν στις επόμενες γενιές πολιτικών σε δεύτερο στάδιο.
Αξίζει να αναφερθεί ότι η ρίζα αυτής της παράδοσης, έγκειται ίσως σ’ ένα στοιχείο το οποίο διαμόρφωσε τον χαρακτήρα της πολιτικής, από την αφετηρία του ελληνικού κράτους. Είναι τα οθωμανικά κατάλοιπα, δηλαδή εκείνοι οι οποίοι εκπροσωπούν την επιρροή της οθωμανικής κοινωνίας και δυσκολεύονται να απαλλαγούν απ’ αυτή. Μιας συντηρητικής κοινωνίας, όπου προτεραιότητα κάθε Έλληνα αποτελεί η οικογένεια, οι φίλοι και τελικά οι πελάτες. Οι προτεραιότητες αυτές κατακερματίζουν την κοινωνία σε πολλά αντίπαλα στρατόπεδα που ανταγωνίζονται για κάθε μορφής εξουσία. Καταλαβαίνουμε ότι κριτήριο εισόδου στους σχηματισμούς αυτούς δεν αποτελεί η αξία, αλλά η συγγένεια και η αφοσίωση. Η πρακτική αυτή, δηλαδή του κατακερματισμού της κοινωνίας, αποκτά ως καλύτερο σύμμαχο το φαινόμενο του λαϊκισμού.
Tο χαρακτηριστικότερο αποτέλεσμα της εδραίωσης αυτού του φαινομένου σήμερα, είναι ότι η φιλολογία της ακροδεξιάς και της ακροαριστεράς, ακούγεται σχεδόν ταυτόσημη. Στην ελληνική Βουλή είναι δύσκολο να ξεχωρίσει κανείς τους αγορητές της Χρυσής Αυγής και του ΚΚΕ. Και οι δυο είναι κατά των καπιταλιστών, της Ευρώπης και πάσης μορφής επίλεκτων. Από ουσία όμως τι γίνεται; Το σίγουρο είναι ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ πιστοποιεί τη συγγένεια των άκρων του λαϊκισμού κι έχει μέχρι στιγμής τουλάχιστον, θριαμβεύσει σ’ αυτό. Δεν πρόκειται βέβαια για αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο, καθώς αποτελεί βασικό στοιχείο πολιτικής πρακτικής σε πολλές χώρες. Στις φτωχές όμως χώρες, όπως η Ελλάδα, η εμφάνιση του λαϊκισμού «παρακολουθεί» την οικονομική ευμάρεια. Επίσης, κατά κάποιο τρόπο υποσκάπτει την έννοια του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Η συνηθισμένη αναφορά στον «λαό» από δεξιούς και αριστερούς, δυσχεραίνει την επικοινωνία γιατί δεν εξηγεί τί ακριβώς είναι ο «λαός». Είναι τα στελέχη της οικογενειοκρατικής κατακερματισμένης κοινωνίας; Είναι το 5- 8% της εργατικής τάξης που επικαλείται το ΚΚΕ; Είναι το άθροισμα όλων των ψηφοφόρων της αριστεράς ή της δεξιάς; Το χάσμα ανάμεσα στη θεωρία της δημοκρατίας και την πραγματική λειτουργία της, γεφυρώνεται με τον λαϊκισμό. Αν πράγματι η δημοκρατία αντλούσε τη νομιμότητά της από μια ή απ’ όλες τις παραπάνω κατηγορίες, τότε η απόσταση του πολιτεύματος από το ολοκληρωτικό καθεστώς και την ελίτ θα ήταν ελάχιστη.
Συμπεραίνουμε λοιπόν ότι ο λαϊκισμός δεν αποτελεί απλώς μια κομματική πρακτική. Αντιθέτως, αποτελεί τον πυρήνα των περισσότερων δυσκολιών που αντιμετωπίζουμε και οδηγούν στην πλήρη απαξίωση της σύγχρονης πολιτικής σκηνής. Ευτελίζει την ίδια την δημοκρατία, μέσω της παραπλάνησης της λαϊκής βάσης. Από τον Ανδρέα Παπανδρέου - για πολλούς πατέρα αυτού του φαινομένου- μέχρι τον σημερινό Πρωθυπουργό, οι λαϊκίστικες πρακτικές έχουν οδηγήσει τη χώρα σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό αδιέξοδο.
Κλείνοντας, πρέπει να αναφερθεί ότι αυτό που συνέβη και συμβαίνει στην Ελλάδα, δεν απέχει πολύ από αυτό που συμβαίνει σε όλο τον κόσμο. Ο Ουίνστον Τσώρτσιλ είχε δώσει κάποτε τον εξής φοβερό ορισμό για την πολιτική: «Είναι η ικανότητα να παρουσιάζεις σήμερα τι θα γίνει αύριο και να εξηγείς αύριο γιατί δεν έγινε». Αποτελεί γεγονός ότι τη μεγαλύτερη ευθύνη έχουν τα πολιτικά πρόσωπα, αλλά κι εμείς οι πολίτες δεν είμαστε άμοιροι ευθυνών.
Ας σταματήσουμε να τρέφουμε αυταπάτες, εναποθέτοντας την ελπίδα σε επαγγελματίες δημαγωγούς που το μόνο που ξέρουν να κάνουν είναι να υπόσχονται και στην πράξη να απομακρύνονται από την καθημερινότητα και τα πραγματικά προβλήματά της. Ας σταματήσουμε να ψηφίζουμε με κριτήριο της πελατειακές σχέσεις και τα ρουσφέτια. Δεν γνωρίζω αν αποτελεί λύση η συμμετοχική δημοκρατία, αλλά ας προσπαθήσουμε να σκεφτούμε περισσότερο συλλογικά, πέρα από την κρίση. Δεν είναι εύκολο.Άλλωστε, η δυσκολία απαλλαγής από αυτή την κατάσταση, φαίνεται ακριβώς από τη διαχρονικότητα φαινομένων, όπως του λαϊκισμού.
Από τον Λάμπρο Αναγνωστόπουλο
Ο Λάμπρος Αναγνωστόπουλος είναι κοινωνιολόγος
Βοήθημα:
Θάνος Βερέμης, Δόξα και αδιέξοδα: ηγέτες της νεοελληνικής ιστορίας, Εκδόσεις: Μεταίχμιο