Τα πραγματικά κίνητρα του αμερικανού προέδρου δεν είναι ούτε οι αμφιβολίες για τους βαλλιστικούς πυραύλους του Ιράν ούτε η απόφασή του να πετάξει στα σκουπίδια όλες τις επιτυχίες της κυβέρνησης Ομπάμα. Το βασικότερο κίνητρό του είναι η αυξανόμενη επιρροή του Ιράν στην περιοχή, κυρίως μετά τη νίκη του καθεστώτος Ασαντ στην πόλεμο της Συρίας, και ο πρόσφατος θρίαμβος της Χεζμπολάχ - που στηρίζεται από το Ιράν - και των συμμάχων της στις πρώτες βουλευτικές εκλογές που έγιναν στον Λίβανο μετά το 2009.
Σε ό,τι αφορά τους πυραύλους και τη στρατιωτική δραστηριότητα του Ιράν στη Συρία και την Υεμένη, οι ευρωπαϊκές δυνάμεις εργάζονται ακατάπαυστα εδώ και μήνες και έχουν δηλώσει ότι η ανάπτυξη διηπειρωτικών πυραύλων από το Ιράν και η στρατιωτική ενίσχυση του Ασαντ και της Χεζμπολάχ θα αντιμετωπιστούν με αποφασιστικότητα και νέες κυρώσεις.
Στην επίσκεψή του στην Ουάσινγκτον, ο γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν έκανε ό,τι μπορούσε για να πείσει τον Τραμπ να προτείνει βελτιώσεις στην υπάρχουσα συμφωνία. Μετά το τέλος της επίσκεψης, ο Μακρόν εξέφρασε στους δημοσιογράφους την πεποίθηση ότι ο Τραμπ θα αποσυρόταν από τη συμφωνία στο πλαίσιο μιας στρατηγικής για αύξηση της έντασης. Και αυτό συνέβη.
Το Ιράν αντέδρασε στην απόφαση του Τραμπ με αποφασιστικότητα, αλλά και ψυχραιμία. Ο πρόεδρος Χασάν Ροχανί δήλωσε ότι η κυβέρνησή του θα σεβαστεί τη συμφωνία παρά την απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών, αλλά και ότι θα επαναλάβει τον εμπλουτισμό του ουρανίου αν επιβληθούν νέες κυρώσεις.
Είναι προφανές ότι η απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών αποτελεί μια μεγάλη ήττα του Ροχανί έναντι των σκληροπυρηνικών, που του έλεγαν να μην ανοίξει διπλωματικό διάλογο με τους Αμερικανούς. Επιπλέον, ο Ροχανί γνωρίζει ότι η απόφαση για επιβολή νέων κυρώσεων θα αποτελέσει πλήγμα για την οικονομία του και μπορεί να προκαλέσει νέα αναταραχή στους δρόμους.
Το χειρότερο όμως είναι ότι η επιδείνωση της κατάστασης στο Ιράν μπορεί να προκαλέσει πολιτικά προβλήματα σε όλη την περιοχή. Οι ισραηλινές αρχές έχουν υπογραμμίσει επανειλημμένα ότι δεν θα επιτρέψουν στους Φρουρούς της Επανάστασης να χρησιμοποιήσουν τη Συρία για να απειλήσουν το Ισραήλ. Επιπλέον, σύμφωνα με πληροφορίες των Τάιμς του Ισραήλ, η Κνεσέτ έχει εξουσιοδοτήσει τον Νετανιάχου να κηρύξει πόλεμο ή να διατάξει μια μεγάλη στρατιωτική επιχείρηση χωρίς να ψηφίσει όλη η κυβέρνηση - μόνο με την έγκριση του υπουργού Αμύνης.
Όλα αυτά οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η απόφαση του Τραμπ να αποσυρθεί από τη συμφωνία με το Ιράν αυξάνει τις πιθανότητες ενός πολέμου, που θα μπορούσε να αποφευχθεί μόνο αν άλλαζε το καθεστώς του Ιράν. Κάτι που δεν είναι πολύ πιθανό.
Αν ο Ροχανί χάσει την όποια εξουσία έχει και οι Φρουροί της Επανάστασης πάρουν το πάνω χέρι, θα είναι σχεδόν αδύνατο να επιστρέψει το Ιράν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Το αποτέλεσμα θα είναι να τερματιστεί κάθε συνεργασία μεταξύ του Ιράν και της Σαουδικής Αραβίας για την αντιμετώπιση περιφερειακών κρίσεων όπως αυτές της Συρίας και της Υεμένης. Και να βρεθούν οι ΗΠΑ, η Ευρώπη και άλλα εμπλεκόμενα μέρη στη γεωπολιτική της Μέσης Ανατολής μπροστά σε ένα ασφυκτικό δίλημμα: είτε να προσφύγουν σε στρατιωτική δράση είτε να συμβιβαστούν με ένα ηγεμονικό Ιράν που θα έχει πυρηνικά όπλα.
Του Ραμίν Τζαχανμπεγκλού
(*) Ο Ραμίν Τζαχανμπεγκλού είναι ιρανός φιλόσοφος και εκτελεστικός διευθυντής του Κέντρου για την Ειρήνη Μαχάτμα Γκάντι στο Jindal Global University της Ινδίας
(Πηγή: El Pais)