Είναι ενδιαφέρουσες και πολύ ζωντανές». Μέχρις ότου όμως συμμαζέψω τα σκόρπια κομμάτια, και για να εξοικονομήσω τον χρόνο που χρειάζεται, πετάγομαι στη γενέτειρά μου, εδώ κοντά, όπου, παιδιά τότε, για κάποιες ημέρες, τα καλοκαίρια, κυρίως στ’ αλώνια, όπως έλεγαν, δηλαδή την περίοδο του θερισμού-αλωνισμού, ζούσαμε στο χωριό, στο πατρικό του πατέρα μου- εκεί που γεννηθήκαμε εμείς και τα ξαδέλφια μας-γιατί ταιριάζαμε περισσότερο με αυτά , ως συνομήλικοι που είμαστε. Όχι πως δεν πηγαίναμε στο πατρικό της μητέρας μας, ίσα-ίσα, ο παππούς μας ο Μίνως, ο πατέρας της, πράος, μειλίχιος και αρκετά μορφωμένος για εκείνα τα χρόνια (γραμματέας της κοινότητας-συντάκτης συμβολαίων και καλλιγράφος), με τα βιβλία του και τις τέχνες του (σκάλιζε στην πέτρα, τραγουδούσε κι έπαιζε μπουζούκι, κατασκεύαζε γούνες, έφτιαχνε κρασί), μας αγαπούσε πολύ και μας ήθελε στο σπίτι του. Η Ν. Λεύκη, αν και σχετικά μικρό χωριό προσφύγων από την Ανατολική Ρωμυλία (Βόρεια Θράκη), δεκατρία χιλιόμετρα απ’ τη Λάρισα, τότε, τα είχε όλα, το σχολείο της, το ρέμα της, τον νερόμυλό της, τα χωράφια της, τα καφενεία της, τους λαχανόκηπούς της, τα περιβόλια της, τα’ αμπέλια της και ανθρώπους, που ήταν ειλικρινείς, ντόμπροι, δουλευτήδες, άσχετα αν τα πάθη του εμφυλίου και τα μετεμφυλιακά εκείνα των «νικητών», πολλών ανθρώπων, τραυμάτισαν τις ψυχές, ξεκλήρισαν ολόκληρες οικογένειες και έσπειραν το φόβο, ενώ ο πόνος, έσταζε, όπως πέφτουν οι στάλες της βροχής μες στα λασπόνερα…
Ένα μικρό, στενόχωρο σπιτάκι με δυό-τρία χαμηλοτάβανα δωμάτια, φτιαγμένο στις αρχές του περασμένου αιώνα, σοβατισμένο μέσα-έξω, ήταν το πατρικό του πατέρα μας. Μπορεί να ήταν μικρό και άβολο για τις δύο οικογένειες, εκείνες ειδικά τις ημέρες, είχε όμως μια μεγάλη καρδιά, γιατί εκεί μέσα, αλλά και έξω απ’ αυτό, εμείς τα παιδιά, ζήσαμε αξέχαστες κι ευτυχισμένες στιγμές. Όταν κάποιες φορές, δεν πηγαίναμε απ’ τ’ άγρια χαράματα με τους γονείς στα χωράφια για τον θερισμό, τρέχαμε στο ρέμα και τον νερόμυλο και παρακολουθούσαμε όλη τη διαδικασία της άλεσης του σιταριού με τις μυλόπετρες ή βγαίναμε πιο πάνω, να δούμε τις γυναίκες που κοπανούσαν, μέσα στο ρέμα, τα στρωσίδια και τα σκουτιά, πάνω στις ριζόπετρες. Ο θερισμός όμως είχε άλλη γλύκα. Έβλεπες σχεδόν όλο το χωριό να ξεκινά, όπως τα καραβάνια στην έρημο, άντρες, γυναίκες, παιδιά, άλογα, κάρα, να ξακρίζουν και να πιάνουν δουλειά. Τα δρεπάνια έβγαζαν φωτιές.
Εμείς βοηθούσαμε με αυτά που μας έλεγαν. Μεταφέραμε τα δεμάτια με τα στάχυα, στήναμε τις θημωνιές κι όταν τελειώναμε μ’ αυτές, κουρασμένοι και καταϊδρωμένοι, καταφεύγαμε στον ίσκιο της γκορτσιάς, για να πιούμε το δροσερό νερό της στάμνας ή της φτσέλας με το ταρατόρι (νερό-ξύδι-σκόρδο). Τα απογεύματα, όταν έπεφτε ο ήλιος, ο γελαδάρης, απ’ το κοντινό λιβάδι, έφερνε τις αγελάδες, τις άφηνε στην πλατεία κι από’ κει, μια-μια, ερχόταν στο σπίτι της οικογένειας και τραβούσαν ίσα στον στάβλο. Εκεί πρωτοείδα, τα περιττώματα των αγελάδων να γίνονται … βιολογικά καύσιμα στις ξυλόσομπες. Η μητέρα μου με τη θεία μου, γέμιζαν κουβάδες μ’ αυτά, τα ανακάτευαν με άχυρα, γινόταν ένας πολτός και με τις χούφτες έριχναν με δύναμη πάνω στον τοίχο της αποθήκης το περιεχόμενο! Όταν ξεραινόταν το χρησιμοποιούσαν στη σόμπα για προσάναμμα.
Ό, τι περίσσευε απ’ αυτή τη… ζωική λάσπη, τη ζύμωναν περισσότερο, την εμπλούτιζαν με κοσκινισμένο άχυρο και περνούσαν μ’ αυτή ένα ακόμα «χέρι», το δάπεδο των δωματίων. Δεν μπορώ να θυμηθώ αν και πόσο μύριζε το σπίτι, εκείνο όμως που θυμάμαι, ήταν, το πόσο δροσερό ήταν τις πολύ ζεστές ημέρες του καλοκαιριού.
Ο αλωνισμός, η συνέχεια του θερισμού, γινόταν με την πατόζα-το έλεγαν και θυρίο- ένα μεγάλο και ψηλό παρελκόμενο όχημα, που ξεχώριζε το σιτάρι από το άχυρο. Ο καρπός έμπαινε σε εκατόκιλα τσουβάλια και αδειαζόταν, ύστερα, στην αποθήκη. Εκεί, ο υψηλόσωμος και χειροδύναμος πατέρας μας, έδινε… ρεσιτάλ δύναμης, τόσης, που οι χωριανοί και οι εργάτες της πατόζας, λιανοί και μικρόσωμοι, είχαν να λένε. Έδενε τα τσουβάλια με τον σπάγγο τόσο δυνατά, που καμιά φορά κοβόταν (ο σπάγγος), ύστερα, τα φορτώνονταν στον ώμο και τα μετέφερε στο κάρο. Έμεινε παροιμιώδης η δύναμή του στο χωρίο , πώς γινόταν ένας γραφιάς της πόλης, να κάνει τη δουλειά πέντε ανθρώπων.
Το ρέμα, στην άκρη του χωριού, συγκέντρωνε το ενδιαφέρον της παρέας. Ο αδελφός μου, δεινός ψαροκυνηγός από τότε, έμπαινε μέσα, αψηφώντας τις νεροφίδες, βουτούσε, έβαζε τα χέρια μέσα στα λαγούμια κι έπιανε τους γουλιανούς στον… ύπνο, τους πετούσε έξω κι εγώ έτρεχα να τους πιάσω και να τους βάλω στους κουβάδες…
Η πλατεία του χωριού, με κλίση και χωμάτινη, κάθε Κυριακή το απόγευμα, γέμιζε με κόσμο. Οι νεαροί και οι νεαρές που… γάμπριζαν, έβγαιναν με τα καλά τους και βόλταραν πάνω-κάτω στον κεντρικό δρόμο, ενώ οι γυναίκες με λίγους απ’ τους άντρες- οι άλλοι ήταν φευγάτοι, στην ξενιτιά, στα ξερονήσια και στις φυλακές – καμιά τριανταριά, πιασμένοι απ’ τα χέρια, σχημάτιζαν ένα μεγάλο κύκλο και χόρευαν μπαϊντούσκες και ζωναράδικους, κάτω απ’ τους ήχους της γκάιντας του Σιδέρη του Πουρτσίδη… Αυτή η αυθεντική διαδικασία, ως εικόνα και ως συμβολισμός, είναι πολύ ζωηρά χαραγμένη στη μνήμη μου, γιατί φανέρωνε πως, ό, τι και να γινόταν στη ζωή, η όποια προσωπική ή οικογενειακή τραγωδία, γινόταν δύναμη αξεπέραστη και θέληση για συλλογική προκοπή.
Σε έναν από τους περιπάτους, βρέθηκα στον κατάφυτο λόφο του Αγίου Ραφαήλ και βλέποντας το νεκροταφείο του χωριού, ενώ ο ήλιος έπεφτε πίσω απ’ αυτό, θυμήθηκα τη μητέρα μου που βρίσκεται εκεί
Οι κόκκινες ανεμώνες του λόφου
Μέρες περπάτησα στον κάμπο
ανέβηκα στο λόφο, κατέβηκα στο λιβάδι
πέρασα το ποτάμι και με ματωμένα τα πόδια
έφτασα στη Μάνα μου.
Με περίμενε δακρυσμένη και βουβή
κάτω απ’ τον ίσκιο του κυπαρισσιού.
Σκούπισε το πρόσωπό μου απ’ τον ιδρώτα
και μου’ δωσε για μαξιλάρι
μια αγκαλιά κόκκινες ανεμώνες
(Τάσου Πουλτσάκη. Από την ανέκδοτη ποιητική συλλογή «Χειμωνανθός» 2012.)
Για επίλογο, θα δανειστώ πάλι, λίγα λόγια του Παναγιώτη Κανελλόπουλου.
(…) Έδωσα έναν πολύ προσωπικό, λιγάκι αυτοβιογραφικό τόνο, αν είναι ελάττωμα, παρακαλώ τους αναγνώστες να με συγχωρήσουν (…) Ας ακούγεται κάπου-κάπου η καρδιά μας.
* Του Τάσου Πουλτσάκη