Πόσους πόνους δεν έχει απαλύνει. Πόσες χαρές δεν έχει χαρίσει. Μικροί-μεγάλοι παίρνουν το ανηφορικό μονοπάτι, για να προσκυνήσουν τη χάρη Της. Να ευχαριστήσουν, να αποθέσουν στα πόδια της όλους τους καημούς και τις έννοιες τους. Στη γιορτή της μάλιστα, δεν βρίσκεις τόπο να σταθείς. Έτσι κι εκείνη τη χρονιά, πλήθος κόσμος ανέβηκε κι αυτό τον Αύγουστο στο εκκλησάκι. Όχι μόνο από τα γύρω χωριά, αλλά και από πιο χαμηλά. Ακόμα κι από την πόλη που τα λούζει το γαλάζιο κύμα.
Μια τραγική είδηση όμως, που κυκλοφόρησε από στόμα σε στόμα, έκανε τους ανθρώπους να παραδώσουν από φόβο. Στο χωριό που απλώνεται στους πρόποδες της Ζήρειας φάνηκε ο αρχιληστής Γιαγκούλας. Ο φόβος και ο τρόμος των χωρικών. Όπου περνάει ρημάζει κοπάδια, καταστρέφει περιουσίες. Ακόμα και για φόνους τον κατηγορούν. Παναγία μου, σώσε μας, παρακαλούσαν τρομαγμένοι οι χωρικοί.
Ξημέρωνε η γιορτή Της. Ένας άνθρωπος ψηλά, μέσα από τα έλατα, αγνάντευε το χωριό. Η όψη του ήταν τρομακτική. Τι σκεπτόταν άραγε; Ποια σχέδια δούλευε στο σκοτεινό μυαλό του; Η ώρα περνούσε κι εκείνος έστεκε εκεί. Να αγναντεύει το βουνήσιο χωριό που απλωνόταν στα πόδια του. Σε μια στιγμή βήματα ακούστηκαν στο ανηφορικό μονοπάτι. Έκανε να κρυφτεί μα δεν πρόλαβε. Κάποιος άνθρωπος ανηφόριζε κουβαλώντας στην πλάτη ένα μεγάλο σακούλι. Κοίταξε καλύτερα. Ήταν ένας παπάς. Είχε ανασηκωμένο το ράσο για να μην του πιάνεται στα κλαριά.
Καλημέρα παλικάρι μου, του φώναξε. Η Παναγία να σε προστατεύει και να σε φυλάει από κάθε κίνδυνο. Πώς και βρίσκεται στα μέρη μας; Το βουνό μας έχει τόση ομορφιά. Εκεί ψηλά, κι έδειξε με το χέρι του το ξωκλήσι. Είναι η εκκλησία της Παναγίας μας. Πηγαίνω να λειτουργήσω στη χάρη Της. Σε περιμένω.
Ο Γιαγκούλας τα 'χασε. Σαν να τον σταμάτησε το μυαλό του. Σαν να βρέθηκε σε άλλο πλανήτη. Λες κι άλλαξε ο κόσμος γύρω του. Η Παναγιά, η Παναγιά... Εμένα επαναλάμβανε σαστισμένος. Τι λοιπόν ξύπνησε μέσα του; Οι άνθρωποι τον έτρεμαν, εκείνος όμως δεν τρόμαξε. Δεν τον φοβήθηκε, του μίλησε με τόση αγάπη. Η Παναγιά - η Παναγιά, εκείνη. Πρώτη φορά στη ζωή του γέμισε η ψυχή του με μια παράξενη γαλήνη στη θύμηση της Παναγίας. Εκείνος λοιπόν που την είχε πολεμήσει με μανία. Βοήθα με, έβαλε μια δυνατή φωνή. Μόνο τα έλατα στάθηκαν μάρτυρες στην αγωνία του.
Η Θεία Λειτουργία τέλειωσε. Οι άνθρωποι σιγά-σιγά άρχισαν να κατηφορίζουν για τα σπίτια τους. Το εκκλησάκι άδειασε. Μόνο ο παπα-Λευτέρης απόμεινε να τακτοποιεί το ιερό. Ένας άνθρωπος γλίστρησε μέσα. Σαν να παραπατούσε. Σωριάστηκε μπρος στην εικόνα της Παναγίας. Ο παπα-Λευτέρης άκουσε θόρυβο και βγήκε απ' το ιερό. Ήρθες παιδί μου... Σε περίμενα. Ήμουν σίγουρος ότι θα 'ρθεις. Η μεγάλη Μάνα έκανε το θαύμα της. Ο φοβερός ληστής, σαν τον ληστή του σταυρού, λουσμένος στο λουτρό της εξομολόγησης, χάραξε μια καινούρια πορεία στη ζωή του.
Έχοντας πάντα στο πλευρό του την Παναγία. Τη Μάνα όλου του κόσμου.
Νικόλαος Σισκόπουλος, μέλος Α’ ΚΑΠΗ