Στην πραγματικότητα όμως το πρόβλημα του «νέου αφηγήματος» ξεκινά από νωρίτερα. Όταν τα κόμματα των διάφορων εκφάνσεων του λαϊκισμού ταυτίστηκαν στον τρόπο διαχείρισης της εξουσίας: με τη λογική της σπατάλης του δάνειου πλούτου και της εύνοιας των διαφόρων «ομάδων επιρροής» σε βάρος των άλλων ομάδων και κυρίως σε βάρος του κοινού συμφέροντος – συχνά δε και σε βάρος της κοινής λογικής.
Η λογική της αναζήτησης «νέου αφηγήματος» αποτυπώνει πλήρως την παθογένεια των πολιτικών κομμάτων σήμερα.
Πρώτον διότι το «παλιό αφήγημα», που αυτά εκφέρουν, δεν συγκινεί πια ή απέτυχε.
Δεύτερον, διότι τα κόμματα δεν μπορεί να έχουν «αφήγημα» αλλά όραμα. Το όραμα είναι και ο λόγος ύπαρξης κάθε κόμματος. Το όραμα προϋπάρχει και αποτυπώνει την κοινωνική ανάγκη, η οποία εκφράζεται μέσα από ένα κόμμα, το οποίο συνήθως ιδρύεται για να την υπηρετήσει.
Τρίτον, διότι η αναζήτησή του από ήδη υπάρχοντα κόμματα, τα οποία επί σειρά δεκαετιών έχουν ασκήσει λαϊκίστικες πολιτικές με τα γνωστά αποτελέσματα, σημαίνει απλώς ότι το «αφήγημα» παίζει δευτερεύοντα ρόλο. Ότι είναι κάτι σαν αναγκαίο κακό, σε σχέση με την ίδια την ύπαρξη του κόμματος και τη νομή της εξουσίας, οι οποίες θεωρούνται πρωτεύουσες και δεδομένες, και απλώς «ντύνονται» με κάποιο «αφήγημα», σαν σημαία ευκαιρίας. Γιατί είναι αναγκαίο με κάποιον τρόπο να συγκινήσουν τους ψηφοφόρους.
Τέταρτον, διότι η έννοια του «αφηγήματος» είναι περίπου συνώνυμη του παραμυθιού.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Ελλάδα έχει πολύ σoβαρά δομικά προβλήματα να αντιμετωπίσει, που άπτονται και της ίδιας της ύπαρξής της. Το δημογραφικό, καθώς, σύμφωνα με το απαισιόδοξο σενάριο της Eurostat, ο πληθυσμός της χώρας θα μειωθεί κατά 3,5 εκατομμύρια το 2080. Η φυγή των νέων, επιστημόνων και εργατικού δυναμικού, το λεγόμενο brain drain, που αποδεκατίζει τη χώρα από ανθρώπους παραγωγικούς αλλά και πρωτοπόρους, στους οποίους θα έπρεπε να στηριχθεί η ανάκαμψη της χώρας.
Η ανεργία, για τη δήθεν μείωση της οποίας η κυβέρνηση επέχαιρε πάνω σε στοιχεία που διαψεύδει το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, φτάνει το 27,5% - επτά μονάδες περισσότερες από την επίσημη. Το δε 50,2% των εργαζομένων πληρώνεται με λιγότερα από 800 ευρώ, ενώ κοντά στις μισές θέσεις από αυτές είναι μερικής απασχόλησης, δηλαδή των 300-400 ευρώ τον μήνα.
Η παραγωγή στη χώρα έχει απισχνασθεί, ενώ η απίστευτη επιβάρυνση από φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, ανερχόμενη από 71% έως και 91%, των επαγγελματιών και των εταιρειών δεν αφήνει κανένα περιθώριο επιβίωσης στη συντριπτική πλειοψηφία τους, ενώ καθιστά απαγορευτική οποιαδήποτε πιθανότητα προσέλκυσης επενδύσεων.
Η Δημοκρατική Ευθύνη έχει ήδη από το περασμένο καλοκαίρι με επιστολή της ζητήσει από τα κοινοβουλευτικά κόμματα να ανοίξουν την κοινοβουλευτική διαδικασία αναθεώρησης, προτείνοντας 17 συγκεκριμένα σημεία, σε επίπεδο πολιτειακής οργάνωσης (θέσπιση δεύτερου νομοθετικού σώματος – Γερουσίας, θητείες, ασυμβίβαστα και περιορισμούς σε θέσεις βουλευτών και υπουργών, ευθύνη υπουργών, αλλαγή εκλογικού συστήματος, αύξηση αρμοδιοτήτων Προέδρου της Δημοκρατίας, πλήρη ανεξαρτησία δικαστικής εξουσίας κ.ά.) και σε επίπεδο δομών (εκπαίδευση κ.λπ.).
Προτείνει μάλιστα νέο θεσμικό πλαίσιο για τις νέες επενδύσεις και επιχειρήσεις, στο οποίο και μία συνταγματικώς κατοχυρωμένη ρήτρα σταθερού φορολογικού συστήματος, βάσει της οποίας κάθε επένδυση θα υπάγεται στη χειρότερη περίπτωση στο φορολογικό σύστημα που ισχύει όταν ξεκινάει αλλά και θα επωφελείται από κάθε τυχόν επωφελέστερο στο μέλλον. Προτείνει επίσης ένα πολύ απλό και ρηξικέλευθο σύστημα δημοσίων συμβάσεων με το πολύ 10 αναθέτουσες αρχές έναντι πάνω από 6.000, που υπάρχουν σήμερα, ώστε να επιτυγχάνεται εξοικονόμηση της τάξεως του 20% ετησίως (ή 4 δισεκατομμύρια ευρώ) στις δημόσιες δαπάνες.
Μπορούν όμως τέτοιες τομές να γίνουν από τους σημερινούς επαγγελματίες του «νέου αφηγήματος»;
Η απάντηση είναι αυτονόητη: χρειάζονται καινούργιες, υγιείς πολιτικές δυνάμεις στη χώρα, οι οποίες να μπορούν να αναλάβουν τη βαριά ευθύνη να αναθεσμίσουν τη χώρα σε όλα τα επίπεδα. Αποτελούμενες από ανθρώπους της εποχής, που νιώθουν τους ανέμους της. Από ανθρώπους που έχουν δουλειές και δεν έχουν ανάγκη την πολιτική για να επιβιώσουν ούτε θέλουν να πάρουν σύνταξη μετά από 40 χρόνια πολιτικής σταδιοδρομίας ή να κληροδοτήσουν την έδρα τους στα παιδιά τους. Που να μπορούν να μιλήσουν για το νέο όραμα της χώρας.
Γιατί στην Ελλάδα εκτός από το μοντέλο του έξυπνου καταφερτζή Καραγκιόζη, που επιβίωνε σε δύσκολες συνθήκες, υπάρχει και το μοντέλο του πολυμήχανου Οδυσσέα, που σχεδίαζε και πετύχαινε λειτουργώντας μεθοδικά. Και ευτυχώς στη χώρα υπάρχουν πολλοί Οδυσσείς. Και κάποιοι έχουν ήδη σαλπάρει από το Νησί των Φαιάκων.
Του Θωμά Παπαλιάγκα*
* Ο Θωμάς Παπαλιάγκας είναι δικηγόρος, πολιτικός επικεφαλής της Δημοκρατικής Ευθύνης