Με πρώτο σημείο-αντίδωρο, το σημερινό ανακαινισμένο κτήριο της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, στην οδό 28ης Οκτωβρίου, «ανοίγουμε» το δεύτερο μέρος της αφήγησης μας. Εκεί, για πολλές δεκαετίες, ήταν τα γραφεία-έδρα της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Λαρίσης-Τυρνάβου-Αγιάς, όπου δούλευε ο πατέρας μου (προϊστάμενος δημητριακών και πολύ αργότερα Διευθυντής), με δυο διακοπές (απολύσεις), στα πλέον «σημαδεμένα» χρόνια-περιόδους της μεταπολεμικής ιστορίας της πατρίδας μας (εμφύλιος-δικτατορία 1967). Όταν, μικρός ακόμα, αλλά κι αργότερα, ως φοιτητής, πήγαινα στην Ένωση για να δω τον πατέρα μου, από τη σκάλα ακόμα, καθώς την ανέβαινα, με υποδέχονταν με τόση οικειότητα οι υπάλληλοι, που ένιωθα αμήχανα. Φώναζαν τον μικροκαμωμένο καφετζή με το μουστάκι, τον Κώστα τον Κερμελιώτη, κι έπαιρνε την παραγγελία… Ο Κώστας ο Πανάγος. Ο Βασίλης ο Γκασάμης, ο Σωτήρης ο Ρεμπάπης, ο Στέλιος ο Κοζάκης, ο Μήτσος ο Λαζόπουλος, η Σταυρούλα η Λαδίκα, ο Χριστόφορος ο Κανελλίδης…
Δίπλα ακριβώς από την Ένωση, με μια μικρή μεταλλική ταμπέλα στην καγκελόπορτα, ήταν το σπίτι του σπουδαίου δικηγόρου της εποχής, του Γαργάλα, του οποίου την αγόρευση, άκουσα, ενώ πήγαινα προς την πλατεία, στην αίθουσα του Εφετείου, που βρισκόταν στη θέση του σημερινού Ταχυδρομείου (ΕΛΤΑ). Στρίβουμε στην οδό Κούμα και ενώ περνούμε μπροστά από τα ισόγεια καταστήματα στη σειρά, θυμόμαστε, πως στη θέση αυτή, ήταν το αρχοντικό του Τζοβαρίδη με τη διπλή εξωτερική μαρμάρινη σκάλα, η οποία έβγαζε στο κυρίως σπίτι. Φτάνουμε στον σημερινό κινηματογράφο «Βικτώρια»- SuperMarket, στη θέση του οποίου, βρισκόταν το Μπουρμαλί τζαμί. Ο γράφων, παιδάκι τότε 5-6 ετών, ενώ περνούσε με τη μητέρα του για να πάει στο φωτογραφείο του Τάκη του Τλούπα (23ης Οκτωβρίου σήμερα), θυμάται, πως σ’ αυτό το σημείο, ήταν τα ερείπια αυτού του τζαμιού με τον ψηλό μαντρότοιχο.
Μέσω της οδού Νικοτσάρα, φτάνουμε στη οδό Υψηλάντου, όπου λίγα μέτρα παρακάτω, στη γωνία με την Κ. Κανάρη και στη θέση της σημερινής πολυκατοικίας, βρισκόταν η λαϊκή ταβέρνα του Λεωνίδα του Τσιτώτα, αδελφού του Άγγελου… Ο «Λεωνίδας», στις δεκαετίες 1960-70, ήταν το στέκι κυρίως νέων ανθρώπων και κάθε βράδυ, ο ημιυπόγειος ιδιαίτερα χώρος του ήταν γεμάτος από κόσμο, αφού το καλοψημένο μπιφτέκι, το καλό κρασί και το τραγούδι, σε συνδυασμό με το ζεστό περιβάλλον, δημιουργούσαν συνθήκες μιας ολόκληρης μεγάλης παρέας που διασκέδαζε…
Εδώ, στην οδό Υψηλάντου, στις αρχές του 1947, παίχτηκε η τραγωδία τριών νέων ανθρώπων που έπεσαν θύματα του τυφλού πολιτικού μίσους και της αλαζονείας των νικητών… Ο Άγγελος Τσιτώτας(1), 28 ετών τότε, απηνής διώκτης των συνεργατών των Γερμανών κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής (ΕΑΣΑΔ)(2), ήταν ο υπ΄ αριθμόν ένα καταζητούμενος της Ασφάλειας. Λίγο παρακάτω, στη μέση σχεδόν της οδού Υψηλάντου, ο Άγγελος πέθανε ακριβώς με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο πέθανε, ύστερα από δέκα μήνες και ο σύντροφός του, ο Μιχάλης Κυρίτσης στην αποθήκη του Αβέρωφ…
Βέβαια αυτά, ο γράφων, δεν τα είδε, αλλά τα διάβασε και τα άκουσε από μεγαλύτερους που ήξεραν πρόσωπα και πράγματα, όπως δεν είδε και το τζάμί του Ακτσελή(3) (το κομμένο τζάμι), που υπήρξε στη διασταύρωση με την σημερινή οδό Νικηφόρου Μανδηλαρά, το οποίο σωζόταν μέχρι την περίοδο της γερμανικής κατοχής (1941-1944).
Λίγο παρακάτω, στη γωνία με την οδό Γ. Σεφέρη, όπου σήμερα λειτουργεί φούρνος-εργαστήριο ζαχαροπλαστικής, σταματούμε για λίγο, για να θυμηθούμε, πως προς το τέλος της δεκαετίας του 1960, ήταν η μπουάτ «Εσπερίδες», στην οποία έπαιζαν και τραγουδούσαν τραγούδια του νέου κύματος, ο Ντίνος Κατής και ο Κίμων Καράτζος ενώ εμείς, από κάτω, σιγομουρμουρίζαμε τη μελωδία τους.
Περνάμε απέναντι και κατευθυνόμαστε προς τις γραμμές του τρένου, με τις μπάρες. Εδώ, λίγα μέτρα πριν απ’ αυτές, υπήρχε το νυχτερινό κέντρο «Καρύδειο», όπου εμφανίζονταν γνωστοί τότε καλλιτέχνες του λαϊκού τραγουδιού,ενώ λίγο πιο πάνω, ήταν ο Φόρος, ένα μικρό χαμηλό κτίσμα από τούβλα, όπου εκεί, κατέβαλαν οι αγρότες που έμπαιναν στην πόλη με τα προϊόντα τους, το φόρο που αναλογούσε στον καθένα.
Στρίβουμε δεξιά και παίρνουμε τον παράλληλο δρόμο με τις σιδηροδρομικές γραμμές, για να φτάσουμε στον Σιδηροδρομικό Σταθμό. Αρκετά μακριά, συναντάμε το Παγοποιείο (τότε)-ψυγείο «Όλυμπος», ενώ το δεύτερο, ήταν του Λεόντιου, πριν τις γραμμές στην οδό Φαρσάλων : Πριν τα ηλεκτρικά ψυγεία καθιερωθούν, με πάγο, στις παγωνιέρες τους, οι Λαρισαίοι, κρύωναν τα τρόφιμά τους. Έβλεπες στην πόλη να κυκλοφορούν καροτσάκια με παγοκολόνες, που τις μοίραζαν στα σπίτια μ’ εκείνες τις τεράστιες μεταλλικές τσιμπίδες…
Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός, ήταν μια όαση δροσιάς για τους Λαρισαίους. Τότε δεν υπήρχε η σημερινή πλατεία και στη θέση της ήταν το αναψυκτήριο «Μπαρ-ΣΕΚ» (Σιδηρόδρομοι του Ελληνικού Κράτους), όπου εμφανίζονταν πασίγνωστοι τότε καλλιτέχνες του ελαφρού τραγουδιού (Βέμπο, Παναγόπουλος, Νικολαΐδου, Στέλλα Γκρέκα κ.α). Κάτω ακριβώς απ’ αυτό, ήταν η «Όαση», ένα νυχτερινό κέντρο με λαϊκές φίρμες (Καζαντζίδης-Μαρινέλλα). Εμείς, απ’ έξω, παρακολουθούσαμε απ’ τα κάγκελα τα προγράμματα και η ψυχή μας, γέμιζε με ήχους, μελωδίες. Ονειρεμένες στιγμές. Επιστρέφουμε από την οδό Ιάσονος, για να ξαναφύγουμε, την άλλη φορά, προς άλλη κατεύθυνση…
(1) Λαζάρου Αρσ. Αρσενίου, Γένεση του εμφυλίου και συνέπειες αυτού
Σελ.146 έλλα Λάρισα 2001
(2) Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσης
(3) Θεόδωρος Παλιούγκας. Η Λάρισα κατά την τουρκοκρατία (1423-1881)
Τ.Α’ σελ. 252 έκδ. Δήμου Λάρισας α` έκδ. Λάρισα 1996
Του Τάσου Πουλτσάκη