Οι δύο ψηφοφορίες αποτελούν την τελευταία δοκιμασία για μια κεντροαριστερά που πολιορκείται τόσο από τα δεξιά της όσο και από τα αριστερά της και βρίσκεται σε πλήρη υποχώρηση. Στη Γαλλία και στην Ολλανδία έχει σχεδόν εξαφανιστεί, στη Γερμανία έχει εξευτελιστεί, ενώ ακόμη και στο παλιό σκανδιναβικό της οχυρό αγωνίζεται να επιβιώσει.
Στην Ιταλία, ένα εκλογικό σύστημα που δεν έχει δοκιμαστεί αναμένεται να οδηγήσει σε ένα «μετέωρο κοινοβούλιο», πολύμηνες διαπραγματεύσεις και στο τέλος τη συγκρότηση ενός ασταθούς συνασπισμού της Δεξιάς και της Αριστεράς, με ενδεχόμενη συμμετοχή της Λέγκας του Βορρά.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις καθιστούν πιθανά δύο ακόμη σενάρια. Το ένα είναι να εξασφαλίσουν απόλυτη πλειοψηφία η κεντροδεξιά του Μπερλουσκόνι με τους συμμάχους της. Το άλλο είναι να σχηματίσει κυβέρνηση μειοψηφίας το Κίνημα των Πέντε Αστέρων, που οι δημοσκοπήσεις το φέρνουν πρώτο με 26-28%.
Κανένα από τα τρία αυτά σενάρια δεν είναι καλό για το κυβερνών Δημοκρατικό Κόμμα του Ματέο Ρέντσι, ο οποίος μόλις πριν από τέσσερα χρόνια, όταν έγινε ο νεότερος σε ηλικία πρωθυπουργός της Ιταλίας, θεωρούνταν η μεγάλη ελπίδα της ευρωπαϊκής κεντροαριστεράς. Σήμερα, οι δημοσκοπήσεις δίνουν στο κόμμα του μόλις 21%.
Ακόμη κι έτσι, το ποσοστό αυτό είναι κατά μία μονάδα υψηλότερο από εκείνο που έλαβαν οι γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες στις εκλογές του περασμένου Σεπτεμβρίου, σημειώνοντας τη χειρότερη επίδοσή τους από το 1949. Τότε, η εθνικιστική Εναλλακτική για τη Γερμανία μπήκε στο κοινοβούλιο για πρώτη φορά.
Μετά την αποτυχία της να σχηματίσει τρικομματική κυβέρνηση, η Μέρκελ στράφηκε στον προηγούμενο εταίρο της. Το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα είχε αποφασίσει να περάσει στην αντιπολίτευση, αλλά αναγκάστηκε απρόθυμα να ξεκινήσει συνομιλίες. Τα 460.000 μέλη του κόμματος καλούνται τώρα να εγκρίνουν αυτή τη συμφωνία, εν μέσω φόβων ότι το κόμμα θα αποδυναμωθεί ακόμη περισσότερο και η ακροδεξιά θα ενισχυθεί.
Πράγματι, μια πρόσφατη δημοσκόπηση δείχνει ότι το AfD πέρασε το SPD για πρώτη φορά με ποσοστό 16%. Πολλοί στη Γερμανία θεωρούν τώρα ότι ενώ η απόρριψη της GroKo θα ταρακουνήσει τη χώρα - και την ΕΕ - , μπορεί μακροπρόθεσμα να είναι η καλύτερη λύση. Ο δεξιός λαϊκισμός δεν μπορεί να αναχαιτιστεί, λένε, αν η κεντροαριστερά δεν ανανεωθεί, δεν ανασκουμπωθεί και δεν επανασυνδεθεί με τη βάση της. Και αυτό δεν θα συμβεί αν γίνει πάλι ο μικρότερος εταίρος ενός κεντροδεξιού κόμματος που θα επιδιώκει τη στήριξη των εθνικιστών.
Το Δημοκρατικό Κόμμα της Ιταλίας και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα της Γερμανίας είναι όμως μόνο τα τελευταία κεντροαριστερά θύματα του θεαματικού κατατεμαχισμού του ευρωπαϊκού πολιτικού τοπίου, που ξεκίνησε με την κατάρρευση του ΠΑΣΟΚ. Στη Γαλλία, οι σοσιαλιστές κατρακύλησαν στην πέμπτη θέση στις προεδρικές εκλογές, ενώ στις βουλευτικές εκλογές που ακολούθησαν έλαβαν μόλις 7,4%. Το Εργατικό Κόμμα της Ολλανδίας τιμωρήθηκε κι αυτό για τη στήριξή του προς τη φιλελεύθερη πολιτική του πρώην κεντροδεξιού του εταίρου. Στις τελευταίες εκλογές έλαβε 5,7% και η δύναμή του μειώθηκε από 38 σε 9 βουλευτές.
Οι λόγοι αυτής της κατάρρευσης είναι πολλοί. Ο «Τρίτος Δρόμος» του Μπλερ και του Σρέντερ λειτούργησε καλά στις συνθήκες του τέλους του περασμένου αιώνα, αλλά σήμερα δεν έχει πολλά να προσφέρει στους ευάλωτους ψηφοφόρους. Η χρηματοπιστωτική κρίση του 2008 και οι συνέπειές της - υψηλή ανεργία, πτώση του βιοτικού επιπέδου, περικοπές των δημοσίων δαπανών -, σε συνδυασμό με πιο μακροπρόθεσμες τάσεις (παγκοσμιοποίηση, αυτοματισμός, μετανάστευση), έχουν πλήξει την κεντροαριστερά.
Λαϊκιστικά κόμματα της ακροδεξιάς έχουν καταφέρει την ίδια στιγμή να προσελκύσουν πολλούς ιστορικούς ψηφοφόρους της κεντροαριστεράς, ενώ στο προσκήνιο έχουν φανεί νέα αντικαπιταλιστικά κόμματα της άκρας Αριστεράς.
Σε όλη την ήπειρο, η μετριοπαθής Αριστερά που έπαιξε καταλυτικό ρόλο στην ανοικοδόμηση της μεταπολεμικής δημοκρατίας καταρρέει. Αν δεν μπορέσει να προσφέρει στους ψηφοφόρους αξιόπιστες λύσεις στα προβλήματά τους, η κατάρρευσή της θα είναι οριστική.
Του Τζον Χένλεϊ
(*) Ο Τζον Χένλεϊ είναι αρθρογράφος της Guardian
(Πηγή: The Guardian)