Οι μάχες στο Αφρίν μπορεί να εξελιχθούν σε μείζονα σύγκρουση. Η κυριότερη ένοπλη οργάνωση των Κούρδων της Συρίας, η YPG, θεωρείται από τους Τούρκους παράρτημα του ΡΚΚ. Oι Ηνωμένες Πολιτείες, όμως, στηρίζονται στην YPG για την καταπολέμηση του Ισλαμικού Κράτους. Ο πολύπλοκος ρόλος των ΗΠΑ στον πόλεμο, καθώς και η απόφασή τους να μην εμπλακούν στις συγκρούσεις στο Αφρίν, οδήγησαν τους Κούρδους να στραφούν για βοήθεια στον πρόεδρο Ασαντ.
Σύμφωνα με ορισμένες πληροφορίες, οι κυβερνητικοί μαχητές που εισήλθαν στο Αφρίν ανήκουν σε ένα δίκτυο μονάδων που υποστηρίζονται από το Ιράν και έχουν επανειλημμένα ενισχύσει τις προσπάθειες του στρατού του Άσαντ. Αν είναι έτσι, βλέπουμε την Τουρκία και τους συμμάχους της να είναι αντιμέτωποι με δυνάμεις φιλικές προς τον Ασαντ, που συνδέονται με το Ιράν και συνεργάζονται με τους Κούρδους της Συρίας, οι οποίοι υποστηρίζονται από τις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι τελευταίες, βέβαια, αντιτίθενται τόσο στην κυβέρνηση του Άσαντ όσο και στην παρουσία του Ιράν στη Συρία.
Από ιρανικής πλευράς, οι τουρκικές επιχειρήσεις στο Αφρίν είναι ανεπιθύμητες. Οι Ιρανοί ηγέτες, περιλαμβανομένου του προέδρου Ρουχανί, κατήγγειλαν την εισβολή, ως αποτέλεσμα της οποίας «πάγωσαν» οι συνομιλίες μεταξύ Ρωσίας, Τουρκίας και Ιράν για το πολιτικό μέλλον της Συρίας.
«Η Τουρκία ήλπιζε ότι θα εισέλθει στο Αφρίν και οι άλλες χώρες θα κοιτάζουν αλλού», έγραψε στην ιστοσελίδα Al-Monitor ο Γκιονούλ Τολ, από το Middle East Institute της Ουάσινγκτον. «Η Αγκυρα πίστεψε ότι πέτυχε τον στόχο της όταν η Ρωσία, που ελέγχει τον εναέριο χώρο του Αφρίν, έδωσε το πράσινο φως για τη στρατιωτική εισβολή στον κουρδικό θύλακα. Οι τελευταίες εξελίξεις όμως δείχνουν ότι η προέλαση μπορεί να μην είναι τόσο ομαλή και η συνεργασία με τη Ρωσία και το Ιράν όχι τόσο ισχυρή όσο ήλπιζε η Αγκυρα».
Έξω από το Αφρίν, στη συριακή σκακιέρα δεν επικρατεί μικρότερος συνωστισμός. Οι αντίπαλες ισλαμιστικές οργανώσεις στη γειτονική επαρχία Ιντλίμπ πολεμούν μεταξύ τους, ενώ την ίδια στιγμή συνεργάζονται με τις τουρκικές δυνάμεις εναντίον του συριακού καθεστώτος και των συμμάχων του. Οι αμερικανικοί βομβαρδισμοί, που στρέφονται εναντίον του Ισλαμικού Κράτους, οδηγούν και σε θανάτους Ρώσων μισθοφόρων. Η κυβέρνηση Ασαντ, με την υποστήριξη της Ρωσίας, εξακολουθεί να σφυροκοπά περιοχές που ελέγχουν οι αντάρτες. Και το Ισραήλ, ανήσυχο από την ενισχυμένη παρουσία του Ιράν στη Συρία, πραγματοποιεί επιδρομές εναντίον ιρανικών θέσεων. Ισραηλινοί αξιωματούχοι μιλούν ανοιχτά για την προοπτική ενός ευρύτερου περιφερειακού πολέμου.
Η σκληρή πραγματικότητα για την Άγκυρα είναι ότι δεν έχει πολλές επιλογές. Ο αυξανόμενος αντιαμερικανισμός στην Τουρκία, σε συνδυασμό με την αμερικανική υποστήριξη προς την YPG, έχει φέρει σε αντιπαράθεση τους δύο συμμάχους. Την ίδια στιγμή, «ούτε η Ρωσία ούτε το Ιράν - τους οποίους μερικοί τούρκοι πολιτικοί θεωρούν πολλές φορές πιθανά υποκατάστατα των ΗΠΑ - μοιάζουν διατεθειμένες να υπηρετήσουν τα τουρκικά συμφέροντα», παρατηρεί ο Νίκολας Ντάνφορτ, ένας ειδικός του Bipartisan Policy Center για την Τουρκία.
Στην Ουάσινγκτον, αυξάνονται οι επιφυλάξεις για την Τουρκία. «Κανείς δεν επιθυμεί μια βίαιη ρήξη», έγραψε ο Ντέιβιντ Ιγκνάσιους στην Ουάσινγκτον Ποστ. «Επτά χρόνια μετά την έναρξη του καταστροφικού πολέμου, όμως, γίνεται κατανοητό ότι οι Τούρκοι επέτρεψαν σε χιλιάδες εξτρεμιστές ισλαμιστές να μπουν στη Συρία και να δημιουργήσουν βάσεις από τις οποίες απειλούν την Ευρώπη και τις ΗΠΑ. Αυτοί οι τρομοκράτες θα ήταν ακόμη στη Ράκα και θα σχεδίαζαν επιθέσεις, αν οι ΗΠΑ δεν δρούσαν από κοινού με τους Κούρδους τους οποίους μισεί η Τουρκία».
Και για τους Αμερικανούς, βέβαια, ο δρόμος είναι δύσκολος. «Η ικανότητα της Ουάσινγκτον να διαμορφώνει τις εξελίξεις στη Συρία είναι περιορισμένη», τονίζει η Μόνα Γιακουμπιάν από το United States Institute of Peace. «Οσο ο Ασαντ παραμένει στην εξουσία, το μόνο που μπορεί να κάνει η Ουάσινγκτον είναι να περιορίζει τη σκανδαλώδη συμπεριφορά του καθεστώτος χωρίς να ρίχνει λάδι στη φωτιά».
Αυτό σημαίνει όμως ανοχή σε ένα καθεστώς που είναι ένοχο για σφαγή του λαού του. «Καμιά λέξη δεν θα αποδώσει δικαιοσύνη για τα παιδιά που σκοτώθηκαν», ανακοίνωσε η UNICEF αναφορικά με το πολύνεκρο σφυροκόπημα της Γκούτα από τις κυβερνητικές δυνάμεις της Συρίας. Ήταν άλλη μια κραυγή απελπισίας για έναν πόλεμο που γίνεται όλο και πιο ωμός.
Του Ishaan Tharoor
(*) Ο Ισαάν Ταρούρ είναι αρθρογράφος της Washington Post
(Πηγή: Washington Post)