Λένε, μάλιστα, ότι εκείνο, που, πραγματικά, ενδιαφέρει τους πολιτικούς μας ταγούς, είναι η κατάληψη και διατήρηση, επί μακρόν, της εξουσίας δια του λαϊκισμού και της υποσχεσιολογίας και προς ίδιον όφελος. Προσωπικά έχω διαφορετική άποψη επί του θέματος αυτού και θα εξηγήσω το γιατί.
Πρώτα-πρώτα, οι πολιτικοί μας, και χθες και σήμερα, ήταν και παραμένουν κοινοί θνητοί, όπως όλοι μας, και, γι’ αυτό, κουβαλάνε πάνω τους προτερήματα αλλά και ελαττώματα του λαού μας, άλλοτε λιγότερα και άλλοτε περισσότερα κατά περίπτωση και αναλογία. Άλλωστε, η σταδιοδρομία στην πολιτική σκηνή μιας δημοκρατικής χώρας, σαν τη δική μας, εξαρτάται, αρχικά και κατά βάση, απ’ την ψήφο του λαού και των ψηφοφόρων τους, οι οποίοι, κάθε φορά που διεξάγονται εκλογικές αναμετρήσεις, βλέπουν μόνο τα προσόντα, που διαθέτουν, και παραβλέπουν, τυχόν, αδυναμίες τους, για λόγους, που δεν είναι του παρόντος, χωρίς αυτό να σημαίνει, ότι δεν έχουν τέτοιες. Και όλα αυτά, γιατί ουδείς επί γης αναμάρτητος.
Τίθεται, ωστόσο, το ερώτημα• τί είναι αυτό, που αναδεικνύει τους μεγάλους ηγέτες; τα προσόντα, οι συγκυρίες και οι συνθήκες ή και κάτι άλλο; Για να είμαστε ειλικρινείς, τα προσόντα ενός πρωτοεμφανιζόμενου πολιτικού προσώπου, όσα πολλά κι αν είναι, δεν επαρκούν, συνήθως, για να σταδιοδρομήσει πολιτικά και επί μακρόν, πολύ, δε, περισσότερο, για να γίνει ηγέτης, αφού, σε τελική ανάλυση, δεν είναι και λίγοι οι προσοντούχοι, που ενδιαφέρονται για πολιτική σταδιοδρομία και ανάδειξη. Θα τολμούσα, μάλιστα, να πω, ότι, αρκετές φορές, οι, όντως, προσοντούχοι αντιμετωπίζονται στην πολιτική πιάτσα, αλλά και απ’ την ίδια την κοινωνία με τέτοια ζηλοφθονία και καχυποψία, ώστε να δυσκολεύονται να πείσουν, ότι αξίζουν τη στήριξή της. Και όχι μόνο αυτό• σε ορισμένους δε δίνεται καν η ευκαιρία, για ν’ αποδείξουν, ότι το αξίζουν.
Αν, παρόλα αυτά, καταφέρει κάποιος προσοντούχος να υπερπηδήσει τα εμπόδια, χωρίς να ενδώσει, και να ηγηθεί μιας προσπάθειας, για ν’ ανοίξει δρόμους και να δώσει λύσεις, βασική προϋπόθεση, προκειμένου να πετύχει και να γράψει τη δική του ιστορία, είναι να τον ευνοούν και οι συνθήκες και συγκυρίες, που συμβάλλουν σ’ αυτό. Θεωρώ, δε, τέτοιες, όχι τις εύκολες και προβλεπόμενες, αλλά αυτές, που χρειάζονται καλό τιμονιέρη, για ν’ αντιμετωπισθούν με επιτυχία. Τότε και μόνο τότε, μπορεί να ξεπηδήσει και να αναδειχθεί ένας ηγέτης. Κάτι τέτοιο είναι, όμως, ιδιαίτερα δύσκολο, έως ακατόρθωτο, αφού, επί πλέον, τα συμφέροντα του εκλογικού σώματος είναι, συνήθως, αντιφατικά και αλληλοσυγκρουόμενα μεταξύ τους λόγω της ποικιλίας στη διαστρωμάτωσή του και στον πολιτικό προσανατολισμό του.
Κρίνω περιττό να επισημάνω, ότι η ενασχόληση με την πολιτική, ιδίως από επιτελικό πόστο, προϋποθέτει να έχει κανείς οικονομική ανεξαρτησία, να κρατά, αν είναι δυνατόν, από τζάκι για ευνόητους λόγους και να μπορεί, ειδικά στις μέρες μας, να αγνοεί ή να αντιστέκεται με επιτυχία στην παντοδυναμία της εικόνας, που εκπέμπεται πανταχόθεν και επηρεάζει το πολιτικό γίγνεσθαι.
Γι΄ αυτό και είναι, τελικά, μικρή η λίστα με τα ονόματα αξιόλογων πολιτικών ηγετών και αυτών κάθε άλλο παρά αναμάρτητων. Για του λόγου το αληθές, θα σταθώ σε δύο, αποδεδειγμένα, μεγάλες ηγετικές φυσιογνωμίες της σύγχρονης Ελλάδας• σ’ αυτή του Ε. Βενιζέλου και σ’ αυτή του Κ. Καραμανλή. Και οι δυο τους σημάδεψαν την εποχή τους και άφησαν, έντονα, πίσω τους το αποτύπωμά τους ανοίγοντας νέους δρόμους για τη χώρα. Ο μεν πρώτος, χάρις στις διπλωματικές του ικανότητες, κυρίως, κατάφερε, σε γενικές γραμμές, να δημιουργήσει τη μεγάλη Ελλάδα των τριών ηπείρων και των πέντε θαλασσών, ενώ ο δεύτερος, απ’ την άλλη, χάρις στο λακωνίζειν του, στο κύρος του και στην επιμονή του, όχι μόνο αποκατέστησε, και μάλιστα αναίμακτα, τη Δημοκρατία στον τόπο μας, αλλά κατάφερε να εντάξει τη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στις αγορές της.
Βεβαίως, και δεν ήταν τέλειοι οι δυο τους, αν λάβουμε υπόψη μας, όσα τους καταμαρτυρεί η ιστορία και οι πολιτικοί τους αντίπαλοι. Στρατιωτικά κινήματα, εθνικός διχασμός, μερίδιο ευθύνης για τη μικρασιατική εκστρατεία και καταστροφή ο ένας, παρακράτος, εκλογική βία και νοθεία ο άλλος, για να αναφερθώ στις πιο σημαντικές κατηγορίες σε βάρος τους, γκριζάρουν και μειώνουν το μέγεθος της προσφοράς τους, αλλά δεν τους αποκαθηλώνουν απ’ το κάδρο των μεγάλων ηγετών. Ωστόσο, και τον ένα και τον άλλο κάποιος τους πήρε απ’ το χέρι και τους προώθησε• τον, μεν, Βενιζέλο ο στρατιωτικός σύνδεσμος, ενώ τον Καραμανλή το Παλάτι. Και όχι μόνο αυτό• οι συνθήκες, που επικρατούσαν στη χώρα στο ξεκίνημα της πολιτικής τους σταδιοδρομίας, προσφέρονταν για δράση και παραγωγή έργου, αφού το 1909 η διαφθορά και η πολιτική ανωμαλία χτυπούσε κόκκινο και βόρεια σύνορα της χώρας ήταν, ακόμη, η γραμμή Άρτα-Θεσσαλία και με την Ελασσόνα εκτός, ενώ το 1955 η χώρα προσπαθούσε να συνέλθει απ’ τα δεινά της κατοχής και του εμφυλίου, που συντάραξαν και ρήμαξαν τον τόπο. Κοντά σ’ όλα αυτά θα πρέπει να προσθέσει κανείς, ότι ο Βενιζέλος χρημάτισε εφτά φορές πρωθυπουργός, ενώ ο Καραμανλής τέσσερες και δύο φορές Πρόεδρος Δημοκρατίας, που σημαίνει, ότι η μακροημέρευση στο θώκο της εξουσίας συμβάλλει, και με το παραπάνω, για να ξεδιπλώσει κανείς το ταλέντο του και να αφήσει πίσω του πλούσιο έργο.
Ως εκ τούτου, θα μπορούσε να πει κανείς, συμπερασματικά, ότι ο μεγάλος ηγέτης είναι συνάρτηση πολλών παραγόντων και πάντα με ανθρώπινες αδυναμίες.
* Από τον Κώστα Γιαννούλα