«Τα γεγονότα απλά διαστρεβλώνουν την αλήθεια» - τολμώ να μεταφράσω τον David Byrne στην επιτυχία του 1980 "Crosseyed and Painless". Αυτά τα λόγια φαίνεται να περιγράφουν πολλά από όσα ζούμε τον τελευταίο καιρό. Εν προκειμένω, η διακοπή της δωρεάν διάθεσης της πλαστικής σακούλας μεταφράζεται σε έναν ακόμη μηχανισμό απομύζησης χρημάτων ή -κατ’ άλλους- σε μια τιμωρία για «την αλόγιστη χρήση της». Σε κάθε περίπτωση διαφαίνεται ότι το μοντέλο της κυκλικής οικονομίας ή της βιοοικονομίας παίρνει κι αυτό μάλλον λάθος δρόμο, όπως και πολλά άλλα στην Ελλάδα (βλέπε Κοινωνική Οικονομία, Οικονομία της Γνώσης κ.ο.κ). Είτε κανείς πιστεύει ότι ζούμε σε έναν «πέραν της αλήθειας» κόσμο -επιτρέψτε μου να χρησιμοποιήσω το διάσημο πλέον όρο– είτε όχι, η επιτυχία κάθε αλλαγής και νέου κινήματος απαιτεί την ενεργό ανάμειξη της κοινωνίας. Αυτό όμως προϋποθέτει ότι τα μέλη της κοινωνίας θα κατανοήσουν και θα ασπασθούν τα μηνύματα που εκπέμπονται, θα παρακινηθούν, θα πεισθούν, θα δεσμευθούν στο νέο κίνημα.
Τον τελευταίο καιρό βομβαρδιζόμαστε με τις έννοιες της Κυκλικής Οικονομίας και της Βιοοικονομίας. Οι δύο όροι χρησιμοποιούνται συνήθως εναλλακτικά. Στην πραγματικότητα όμως δεν ταυτίζονται. Η Κυκλική Οικονομία στοχεύει στη μεγαλύτερη δυνατή επαναχρησιμοποίηση και ανακύκλωση υλικών, περιορίζοντας την παραγωγή υλικών που δεν επαναχρησιμοποιούνται. Η Βιοοικονομία σχετίζεται με προϊόντα οργανικής βιολογικής προέλευσης που είτε έχουν ανακτηθεί μέσω των διαδικασιών της Κυκλικής Οικονομίας ή αποτελούν αγροτικές πρώτες ύλες (π.χ. βιοπλαστικά, βιοϋλικά για κατασκευές, χημικές ή φαρμακευτικές χρήσεις κ.α.). Ο συγκερασμός των δύο εννοιών οδήγησε στο οικονομικό μοντέλο της «Κυκλικής Βιοοικονομίας» που υπόσχεται σημαντικές θετικές συστημικές επιπτώσεις και ευκαιρίες για την οικονομία, την κοινωνία και το περιβάλλον. Η κυκλική βιοοικονομία εστιάζει στην βιώσιμη παραγωγή με την χρήση ανανεώσιμων πόρων και πρακτικά άχρηστων προϊόντων ως πρώτες ύλες. Ενδεικτικό παράδειγμα στον τομέα του ξύλου, η αξία της αλυσιδωτής χρήσης της βιομάζας: όταν χρησιμοποιείται αρχικά για την κατασκευή υλικών προϊόντων και στη συνέχεια για την ανάκτηση της ενέργειας από τα προϊόντα στο τέλος του κύκλου ζωής τους, τείνει να αποφέρει μεγαλύτερο περιβαλλοντικό όφελος από ό,τι η πρωτογενής χρήση της ως καυσίμου. Εφαρμόζεται δηλαδή η ανακύκλωση και επανάχρηση με ιεράρχηση των άχρηστων υλικών δίνοντας προτεραιότητα στην παραγωγή προϊόντων υψηλότερης αξίας (π.χ. βιο-υλικά) πριν την παραγωγή ενέργειας.
Αυτό όμως δεν είναι τόσο εύκολο να επιτευχθεί όσο ακούγεται: ο αστικός πληθυσμός, που πιθανά δεν συνειδητοποιεί άμεσα τον πολυδιάστατο ρόλο του δάσους και του ξύλου στην καθημερινή ζωή του, συχνά δεν μπορεί να δει το νόημα της κυκλικής βιοοικονομίας αλλά και του δικού του κρίσιμου ρόλου. Παρά τις εξαγγελίες, τις πολιτικές και στρατηγικές της ΕΕ (και τις αντίστοιχες εθνικές) αλλά και την έντονη δραστηριότητα στο χώρο της έρευνας, ο μέσος πολίτης παραμένει αμέτοχος ενώ ο επιχειρηματικός κόσμος παρουσιάζεται διστακτικός στις πολυδιαφημιζόμενες ευκαιρίες της νέας στρατηγικής. Ιδιαίτερα για τον επιχειρηματία, το πρόβλημα μπορεί να είναι ακριβώς η εξεύρεση πελατών που θα εκτιμήσουν τα προϊόντα του (χωρίς να υποτιμώνται και οι υπόλοιπες παράμετροι όπως το ύψος της απαιτούμενης επένδυσης, για παράδειγμα). Αντίστοιχα, η κεντρική και τοπική εξουσία εμφανίζεται αδύναμη να παρέχει ολοκληρωμένη και ανταγωνιστική στήριξη του συνόλου των απαιτήσεων εφαρμογής του μοντέλου (καλά τα πακέτα ΕΣΠΑ, αλλά μόνον η χρηματοδότηση δεν αρκεί) καθώς οι επιλογές που πραγματοποιούνται από τους καταναλωτές μπορούν να υποστηρίξουν ή να παρεμποδίσουν την κυκλική βιοοικονομία.
Επομένως, μεγάλο μέρος της ευθύνης αποτυχίας των όποιων μοντέλων οικονομίας αναλογεί στον τρόπο μετάδοσης των μηνυμάτων από τους φορείς πληροφόρησης αλλά και τις επίσημες εξαγγελίες, οι οποίες τα συνδέουν είτε με περιορισμούς που επιβάλλονται από την ΕΕ, είτε με συγκεκριμένες ομάδες που ευνοούνται. Πρόσφατα, υπήρξε έντονη πολιτική ρητορική της εφαρμογής της κυκλικής οικονομίας πρώτιστα στον αγροδιατροφικό τομέα. Απευθύνθηκε όμως αποκλειστικά στον αγροτικό πληθυσμό μιλώντας κύρια για χρηματοδοτικά εργαλεία και μάλλον ενισχύοντας την αρνητική εικόνα των αγροτών για όσους δεν έχουν άμεση σχέση με την ύπαιθρο (τουλάχιστον). Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), ήδη αυτή τη στιγμή, αποτελεί πρόκληση για τους κατοίκους των πόλεων, πολλοί εκ των οποίων παραπονιούνται ότι η υποστήριξη των αγροτών μεταφράζεται σε αφαίρεση χρημάτων (μέσω φόρων) από τις τσέπες όλων μας! Συμφωνούμε όλοι ότι η ενίσχυση και υποστήριξη του πρωτογενούς τομέα και της υπαίθρου μας είναι βασικός πυλώνας ανάπτυξης για τη χώρα μας. Η επιτυχία όμως των νέων – και ομολογουμένως πολλά υποσχόμενων – μοντέλων βιοοικονομίας και η ομαλή ενσωμάτωσή τους στην Ελληνική και Ευρωπαϊκή αγορά και κοινωνία είναι μάλλον δύσκολη έως και αμφίβολη εάν αυτά δεν τύχουν της αποδοχής και υποστήριξης από την πλειοψηφία και επομένως και από τους κατοίκους των αστικών περιοχών.
Τίθεται επομένως μια σημαντική πρόκληση: η εξασφάλιση της συμμετοχής της τοπικής κοινωνίας κατ’ ελάχιστον. Ειδικοί από ποικίλους χώρους (βλέπε ψυχολογία, κοινωνιολογία, επικοινωνιολογία) υποδεικνύουν πως ο μέσος άνθρωπος και πολίτης δεν χρησιμοποιεί μια καθαρά λογική διαδικασία για να λάβει αποφάσεις. Αντίθετα, το συναίσθημα και μια σειρά γνωστικών προκαταλήψεων παίζουν καθοριστικό ρόλο. Επομένως, είναι σημαντική η συμβολή των δημόσιων φορέων προς αυτή την κατεύθυνση: τα καλά νέα πρέπει να μεταδίδονται συχνότερα και ταχύτερα από τις δεσμεύσεις και τις απαγορεύσεις, τα οφέλη σχετικών επιχειρηματικών κινήσεων οφείλουν να παρουσιάζονται μαζί με τα γενικότερα οφέλη για την κοινωνία και να επικοινωνούνται μαζί με τους παράγοντες επιτυχίας τους. Πέραν των ημερίδων, των σεμιναρίων και των σχετικών ανακοινώσεων, οι καλές ιστορίες αποτελούν σημαντικότατο εργαλείο διαμόρφωσης πρόσφορου εδάφους αποδοχής αλλαγών.
Σε καμία χώρα η μετάβαση δεν γίνεται αυτόματα και ανώδυνα. Για παράδειγμα, σήμερα η πόλη Pfaffenhofen (22.000 κάτοικοι, Γερμανία) διαθέτει μια μονάδα παραγωγής βιομάζας από δασικά υπολείμματα και (κατάλληλα) απόβλητα μονάδων επεξεργασίας ξύλου και καλύπτει ανάγκες ενέργειας, θέρμανσης και ζεστού νερού στο τοπικό νοσοκομείο, στα σχολεία και άλλα δημόσια και ιδιωτικά κτίρια (μια ολόκληρη συνοικία). Στα οφέλη συγκαταλέγονται η μείωση εκπομπών του CO2, η αξιοποίηση της στάχτης στον αγροτικό και δασικό τομέα και αύξηση των θέσεων εργασίας στην τοπική κοινωνία. Στις απαιτήσεις (ή παράγοντες επιτυχίας ανάλογα από την οπτική γωνία που το βλέπει κανείς) θα μπορούσαν να αναφερθούν η στήριξη από το αντίστοιχο Υπουργείο Περιβάλλοντος για την επένδυση, η διαρκής πολιτική δέσμευση και υποστήριξη από τις τοπικές και περιφερειακές αρχές και η μεγάλη συμμετοχή προμηθευτών πρώτων υλών. Αρχικά η ιδέα είχε πολύ μικρή αποδοχή από την τοπική κοινωνία. Οι υποστηρικτές του έργου επιδίωξαν (και έλαβαν) την στήριξη όλων των παρατάξεων στα δημοτικά συμβούλια και συνεργάστηκαν στενά με τις τοπικές αρχές. Η οργανωμένη ενημέρωση και εκπαίδευση εξοικείωσε τους πολίτες με τις νέες ιδέες της βιοοικονομίας, έπεισε για τα οφέλη και τους έκανε μετόχους της προσπάθειας.
Η Ελλάδα έχει ήδη βιοοικονομία: το εύκρατο κλίμα, η γη και το νερό, ο σημαντικότατος πρωτογενής τομέας και οι εξελίξεις στο χώρο των επιστημών μπορούν να τροφοδοτήσουν και να στηρίξουν αυτό το μοντέλο οικονομίας που κατά γενικότερη ομολογία παρουσιάζει κοινωνικό, επιχειρηματικό και οικολογικό ενδιαφέρον. Οι βασικοί πυλώνες της επιτυχίας του όμως είναι ο διάλογος, η συνεργασία και η συμμετοχή. «Δεν είναι δυνατό να επιβάλεις την αλλαγή σε ανθρώπους που δεν αντιλαμβάνονται πλήρως τα οφέλη της και δεν θα εργαστούν από κοινού για να την υλοποιήσουν» (Jan Peter Balkenende, πρώην πρωθυπουργός της Ολλανδίας).
Της Γλυκερίας Καραγκούνη
*Η κ. Γλυκερία Καραγκούνη είναι Επίκουρος Καθηγήτρια στο Τμήμα Σχεδιασμού και Τεχνολογίας Ξύλου και Επίπλου του ΤΕΙ Θεσσαλίας