Πολύ δε περισσότερο που το ΔΝΤ και η Ευρώπη, στο ελληνικό ζήτημα, επικεντρώθηκαν κυρίως στα συμπτώματα (δημοσιονομική εξισορρόπηση) κι όχι στις αιτίες: στην κακή διακυβέρνηση της Ελλάδας, στην αναποτελεσματική διοίκηση, στο πελατειακό κράτος, στους αδύναμους ή ανύπαρκτους θεσμούς, στην έλλειψη ανταγωνιστικότητας.
Η αλήθεια είναι ότι όχι μόνο οι «δανειστές» αλλά και οι πολιτικές μας δυνάμεις αρνήθηκαν και αρνούνται -πάση θυσία- να προχωρήσουν στην εκ βάθρων «επανίδρυση του κράτους». Ως εκ τούτου η προσπάθεια του πολιτικού κόσμου της χώρας να ανακτήσει το κύρος του και να αποκαταστήσει σχέσεις εμπιστοσύνης με τους πολίτες φαίνεται να συναντά σημαντικά εμπόδια.
Η δυσθυμία, μάλιστα, και η απογοήτευση των πολιτών αποτυπώνονται πλήρως σε πρόσφατη δημοσκόπηση όπου αναδεικνύεται η έλλειψη εμπιστοσύνης σε φορείς και προσωπικότητες της δημόσιας ζωής. Η οποία απογοήτευση δεν είναι άσχετη, βέβαια, με τα «είπα-ξείπα» των ταγών μας ούτε με την υποτιμητική για τους πολίτες πρακτική των κομμάτων να εξαντλούν τη δυναμική τους σε επικοινωνιακά τεχνάσματα,σε τηλεοπτικές «κοκορομαχίες» και σε τεχνητές πολώσεις αντί να προσπαθούνγια το «χτίσιμο»ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού κράτους.
Ο εκσυγχρονισμός, λοιπόν, της χώρας που ξεκίνησε από τον Καποδίστρια, τους αμφιλεγόμενους Βαυαρούς, τον Τρικούπη, τον Βενιζέλο έως και τον Σημίτη ποτέ δεν ολοκληρώθηκε. Διότι αν είχε ολοκληρωθεί θα καθιστούσε ικανότερη, μάλλον, τη χώρα μας στο να αντιμετωπίζει πολύ πιο αποτελεσματικά προβλήματα όπως είναι το προσφυγικό, οι σχέσεις με γειτονικές χώρες ή η οικονομική της ανάπτυξηκαι, ασφαλώς, θα είχε αποφύγει τη χρεοκοπία. Δεν προχώρησε, όμως, ο εκσυγχρονισμός, στο βαθμό που θα έπρεπε, ούτε στην περίοδο των μνημονίων.
Κι αυτό δεν συνέβη αν και η πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας -παρά τις ανατολικού τύπου πλευρές της- συντάσσεται καθαρά με το να αποκτήσει η πατρίδα μας χαρακτηριστικά σύγχρονης ευρωπαϊκής χώρας έστω κι αν απαιτούνται πολλές θυσίες ακόμη. Αυτό επιβεβαιώθηκε, επανειλημμένως, τόσο από την επίμονη -στον καιρό των μνημονίων- υπερψήφιση αμιγώς φιλοευρωπαϊκών κομμάτων (Ν.Δ. / ΠΑΣΟΚ) -κι ας τους καταλόγιζε μύριες ευθύνες για τη χρεοκοπία- όσο και από την υπερψήφιση του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 20ής Σεπτεμβρίου του 2015. Διότι, για το τελευταίο, η μετατροπή του ΟΧΙ του δημοψηφίσματος σε ΝΑΙ, σηματοδοτούσε -και οι πολίτες το γνώριζαν- την παραμονή μας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο που απαιτούσε νέες θυσίες με ένα τρίτο κατά σειρά μνημόνιο.
Σημαντικό εμπόδιο για τον αστικό εκσυγχρονισμό της κοινωνίας μας ήταν παλαιότερα ο «μαυρογιαλουρισμός» και εξακολουθεί να είναι η σύγχρονη εκδοχή του: ο «κομματισμός». Τόσο ο πρώτος όσο και ο δεύτερος ανέδειξαν τις πελατειακές σχέσεις ως εργαλείο διατήρησης της εξουσίας. Ο «κομματισμός» μάλιστα και η πιο λάιτ εκδοχή του, ο «συντεχνιασμός», εισέβαλαν, σχεδόν, παντού και επέβαλαν ασημαντότητες σε καίριες θέσεις ώστε να γίνουν -όπως και έγιναν- το γόνιμο έδαφος πάνω στο οποίο αναπτύχθηκαν οι δυνάμεις της διαπλοκής και η διαφθορά.
Ο «κομματισμός» που ταύτισε το κόμμα με το κράτος υπέσκαψε -και συνεχίζει, δυστυχώς, να το κάνει- την αυτόνομη λειτουργία των θεσμών και υπονομεύει την κοινωνία "μολύνοντας" κάθε κοινωνικό και επαγγελματικό χώρο με τις λογικές της παρεοκρατίας και της αναξιοκρατίας. Έτσι, σημαντικοί μεταρρυθμιστικοί στόχοι που έγινε προσπάθεια να υλοποιηθούν κατά το παρελθόν και οι οποίοι θα μπορούσαν να εξυπηρετήσουν το καθολικό συμφέρον σκόνταψαν στο λαϊκισμό των κομματικών αντιδράσεων όπως π.χ συνέβη με το εγχείρημα αλλαγών στο Ασφαλιστικό από τον Τ. Γιαννίτση.
Ένα άλλο εμπόδιο για τον αστικό μας εκσυγχρονισμό αποτελούν οι ισχυρές εκείνες δυνάμεις που θεωρούν ότι ο εξορθολογισμός θεσμών και δομών και οι γενικότερες συνθήκες διαφάνειας θα έπλητταν καίρια τα συμφέροντά τους. «Πρόκειται -κατά τον διευθυντή της Καθημερινής Α. Παπαχελά- για “μαφίες” ισχυρών συμφερόντων που χρηματοδοτούν κόμματα και πολιτικούς (διαπλοκή) για να νομοθετούν κατά παραγγελία και κατ’ εντολήν».
Τέτοιες δυνάμεις είναι που εμποδίζουν ακόμη και στοιχειώδεις μεταρρυθμίσεις οι οποίες θα επέτρεπαν εξοικονόμηση πόρων αλλά και αποτελεσματικότερη λειτουργία της κρατικής μηχανής. Διότι έργα όπως: η τηλεπικοινωνιακή σύνδεση όλων των φορέων του Δημοσίου (Σύζευξη ΙΙ), η Ηλεκτρονική Τιμολόγηση, η εφαρμογή ηλεκτρονικών προμηθειών στο Δημόσιο, η ολοκληρωτική εφαρμογή των εισροών/εκροών στα καύσιμα, η μηχανοργάνωση των αποθηκών των Νοσοκομείων και η καθολική εφαρμογή του πλαστικού χρήματος θα έπλητταν, ακριβώς,αυτά τα συμφέροντα.
Γίνεται, όμως, ολοένα και σαφέστερο, σε όλο και περισσότερους συμπατριώτες μας, ότι η Ελλάδα ή θα ολοκληρώσει -υπερβαίνοντας την απληστία των ως άνω δυνάμεων της ιδιοτέλειας και του αναχρονισμού- τις μεταρρυθμίσεις που απαιτούνται ή θα μετατραπεί σε θλιβερή βαλκάνια συνιστώσα παρά το ευρωπαϊκό της «φτιασίδωμα». Ή θα αναπτύξει ταχέως τους τομείς της οικονομίας όπου εμφανίζει συγκριτικά πλεονεκτήματα μειώνοντας τα δραματικά ποσοστά της ανεργίας ή θα λειτουργεί ως παρίας που θα διανέμει τη μιζέρια της. Ή θα προχωρήσει μέχρι τέλους στον θεσμικό της εκσυγχρονισμό «θανατώνοντας» το τέρας του «κομματισμού» ή θα σέρνεται στους σκοτεινούς λαβυρίνθους της διαπλοκής κάθε χρώματος.
Γι’ αυτό το λόγο θα ήταν “επαναστατική πράξη” και μεγάλη προσφορά στην ελληνική κοινωνία αν τα κόμματα, ως αναγκαίοι θεσμοί του πολιτεύματος, αποφάσιζαν να αποσύρουν τους «στρατούς» τους από τη Δημόσια Διοίκηση και τις άλλες κρατικές λειτουργίες, στο πλαίσιο ενός διακομματικού consensus, ώστε να αποκατασταθεί η νομιμότητα και οι εύρυθμες λειτουργίες τους.
Δυστυχώς, δεν έχουμε την προσδοκία πως θα το πράξουν επειδή το επιθυμούν και επειδή το κρίνουν αναγκαίο. Θα ψηφίσουν, όμως, με «βαριά καρδιά», τη σχετική πρόβλεψη στη Βουλή μόνο και μόνο διότι συμπεριλαμβάνεται στα υποχρεωτικά προαπαιτούμενα της επικείμενης αξιολόγησης. Κι αυτό είναι, όντως, απογοητευτικό.
Από τον Δημήτρη Νούλα
* Ο Δημήτρης Νούλας είναι χημικός