Στις μέρες μας εκδηλώνονται είτε ως βία και τρομοκρατία, είτε ως οργανωμένο έγκλημα, που πληρώνει δολοφόνους, για να αφαιρεί ζωές πολιτών, αλλά και ως καθημερινή πρακτική, που συνοδεύεται, συνήθως, από αναρχικές συμπεριφορές και βόμβες μολότωφ εκ μέρους των μπαχαλάκηδων και φασιστοειδών παντός είδους, από χουλιγκανισμό στα γήπεδα, λαθρεμπόριο παντός είδους και διακίνηση ναρκωτικών, από κλοπές, διαρρήξεις σπιτιών και καταστημάτων, από απαγωγές, ξυλοδαρμούς και φόνους ηλικιωμένων, από μπούλινγκ πολλές φορές και από άρνηση γενικότερα σεβασμού και εφαρμογής των νόμων, με αποτέλεσμα στα αστικά κέντρα κυρίως και προπάντων στην Αθήνα να γίνεται δύσκολη έως αφόρητη η ζωή των κατοίκων. Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, αναρωτιέται κανείς, γιατί τόση και τέτοια παραβατικότητα και ανομία σε μια χώρα, στην οποία γεννήθηκε η Δημοκρατία και εδραιώθηκε η Ορθοδοξία, οπότε οι πολίτες της γνωρίζουν καλά, τί θα πει διάλογος, δικαιοσύνη και ατομικά δικαιώματα, αλλά και ανοχή, αγάπη και σεβασμός στο συνάνθρωπο.
Επιχειρώντας να δώσει κανείς απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, θα έλεγε, προκαταβολικά, ότι η γεννεσιουργός αιτία, που τις εμφανίζει και τις ενισχύει σημαντικά, εδράζεται, προπάντων, στην ανισότητα και αδικία, στη λατρεία του χρήματος και της ηδονής, αλλά και στην προσπάθεια των δυνατών να μονοπωλούν την εξουσία ευλογώντας τα γένια τους και να επιβάλουν τις θελήσεις και επιδιώξεις τους, κατά το δοκούν, εκμεταλλευόμενοι ανθρώπους χωρίς φόβο Θεού.
Και για να γίνω πιο συγκεκριμένος. Όλοι οι συνέλληνες δεν έχουμε την ίδια αφετηρία στη ζωή μας. Άλλοι γεννιούνται πλούσιοι κι άλλοι φτωχοί• άλλοι είναι εργαζόμενοι και άλλοι άνεργοι με ό,τι αυτό συνεπάγεται• άλλοι είναι επαρχιώτες κι άλλοι αστοί με περισσότερες ευκαιρίες• άλλοι παιδευμένοι κι άλλοι απαίδευτοι ανάλογα και με το οικογενειακό περιβάλλον, στο οποίο ανατρέφονται και πάει λέγοντας. Και επειδή οι εκάστοτε κυβερνήσεις δεν δείχνουν το ίδιο ενδιαφέρον προς όλους τους πολίτες είτε γιατί δεν μπορούν, είτε γιατί δεν τις αφήνουν να θέλουν και να μπορούν, είτε γιατί τα συμφέροντα των πολιτών είναι αλληλοσυγκρουόμενα μεταξύ τους, οπότε και αλληλοαναιρούμενα από μόνα τους, εκδηλώνονται πολλά φαινόμενα παραβατικότητας και ανομίας από ανθρώπους, που νιώθουν αδικημένοι και κοινωνικά αποκλεισμένοι.
Πέραν τούτου συμβάλλει σ’ αυτή την κατάσταση και το γεγονός ότι οι κομματικές ηγεσίες στην προσπάθειά τους να εξασφαλίσουν κομματική πελατεία ορθώνουν, συνήθως, διαχωριστικές γραμμές μεταξύ των πολιτών, τους τάζουν χωρίς, όμως, να δίνουν ή δίνουν μόνο σ’ αυτούς, που έχουν τη δύναμη να εκβιάζουν ή που τους θεωρούν δικούς τους, ενώ απευθυνόμενες προς τους αντιπάλους τους χρησιμοποιούν τόσο επιθετικό και προκλητικό λόγο με στόχο το θυμοειδές του λαού, ώστε φανατίζουν τις μάζες και τις οδηγούν, ενίοτε, στον κοινωνικό αυτοματισμό στρέφοντάς τους μεν εναντίον των δε όχι μόνο με λόγια αλλά και με πράξεις. Κάποιες, μάλιστα, από αυτές τις ηγεσίες έφτασαν, λαϊκίζοντας, προσφάτως, να διδάσκουν με το παράδειγμά τους και τις συστάσεις τους την παραβατικότητα και την ανομία προτρέποντας, εκτός των άλλων, τους πολίτες να μην πληρώνουν διόδια, ΕΝΦΙΑ και φόρους γενικότερα, αλλά και να στηρίζουν με τη στάση τους τους μπαχαλάκηδες και καταληψίες, όταν τα σπάνε και αφήνουν πίσω τους συντρίμμια.
Κοντά σ’ όλα αυτά και μιλώντας για την Ελλάδα του σήμερα, δεν πρέπει να ξεχνάμε την μακροχρόνια πολύπλευρη κρίση που μαστίζει τη χώρα και ότι εξαιτίας της γεωπολιτικής της θέσης αλλά και της γεμάτης από ιδεοληψίες ακολουθούμενης πολιτικής εκ μέρους των συγκυβερνώντων, έχει καταντήσει η χώρα ένα ξέφραγο αμπέλι, οπότε δεν έχει ν’ αντιμετωπίσει μόνο την ντόπια παραβατικότητα και ανομία αλλά και την εισαγόμενη, μια που μεταξύ των προσφύγων και μεταναστών υπάρχουν, όπως διαπιστώνεται καθημερινά, και ορισμένοι, που μέσα στα αδιέξοδα τους δείχνουν αντικοινωνική συμπεριφορά και δημιουργούν προβλήματα είτε κλέβοντας, είτε δέρνοντας, είτε σκοτώνοντας, με αποτέλεσμα κάποιοι ντόπιοι να παίρνουν το νόμο στα χέρια τους, να τροφοδοτούν και να ενισχύουν με τις πράξεις τους το ρατσισμό, την ξενοφοβία, ακόμα και τη βία σε βάρος τους ανατροφοδοτώντας, κατ’ αυτόν τον τρόπο, την παραβατικότητα και την ανομία.
Απ’ την άλλη, πάλι, η Ορθόδοξη Χριστιανική Εκκλησία, που δια του Ευαγγελίου και του κηρύγματός της διδάσκει την ανοχή, το σεβασμό και την αγάπη προς πάσα κατεύθυνση αλλά και την αρμονική συνύπαρξη των ανθρώπων μεταξύ τους, αν δεν τελεί ακόμα υπό διωγμό, όχι μόνο αμφισβητείται από ορισμένους πολιτικούς κύκλους αλλά και παρουσιάζεται ως συντηρητική, πισωδρομική και ξεπερασμένη απ’τις εξελίξεις, ενώ, αντίθετα, προβάλλεται ως προοδευτικός, ξεχωριστός και σπουδαίος και αντιμετωπίζεται ανάλογα αυτός, που δηλώνει οτιδήποτε άλλο εκτός από Χριστιανός Ορθόδοξος. Έτσι, αποδυναμώνεται και περιορίζεται η απήχηση μιας φωνής, που θα μπορούσε να μετριάσει το κακό.
Θα ήταν, τέλος, παράλειψη μεγάλη, αν δεν επισημαίνονταν, ότι συμβάλλει σημαντικά στη διόγκωση του προβλήματος και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζονται απ’ την πολιτεία οι αποφάσεις των δικαστηρίων, αλλά και οι μεγάλες καθυστερήσεις στην απονομή της δικαιοσύνης, καθώς και το πώς λειτουργούν οι φυλακές και το πώς αντιμετωπίζονται οι έγκλειστοι σ’ αυτές. Γι’ αυτό, χρειάζεται να αφυπνισθεί ο λαός και να επαναφέρει αξίες και ιδανικά, που τελούν εν υπνώσει. Διαφορετικά το μέλλον του δε διαγράφεται ευοίωνο στον ορίζοντα.
* Από τον Κώστα Γιαννούλα