Στο πολιτικό πεδίο λειτούργησαν επίσης «προπαρασκευαστικά». Οι αγρότες μετείχαν στο σύστημα διά μέσου των συνεταιρισμών τους και διαπραγματεύονταν με την Αγροτική Τράπεζα και τους μηχανισμούς συγκέντρωσης. Η κοινή αυτή πρακτική ενοποίησε τα συμφέροντα και ενθάρρυνε τον συλλογικό τρόπο διεκδίκησής τους. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι οι μηχανισμοί ήταν κρατικοί και απόλυτα ελεγχόμενοι από το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, η αίσθηση του κοινού «χονδρεμπόρου», του κοινού «τοκογλύφου», αλλά και του κοινού προμηθευτή, συνένωνε ιδιαίτερα τους αγρότες της Θεσσαλίας καθώς στην εδώ περίπτωση οι παραγωγικές ζώνες ήταν ενιαίες και η μεταξύ τους επικοινωνία σχετικά εύκολη.
Η επιστράτευση και ο πόλεμος αποτέλεσαν το επόμενο βήμα. Οι στρατιωτικές μονάδες της περιφέρειας, που απάρτιζαν την 1η Μεραρχία, επιστρατεύθηκαν κατά περιοχές και ζώνες στα στρατολογικά γραφεία κάθε μεγάλης πόλης: το 4ο Σύνταγμα στα Τρίκαλα, το 5ο στη Λάρισα, το 1/38 στην Καρδίτσα και το 54ο στον Βόλο. Η μετάβασή τους στο μέτωπο της Αλβανίας δεν διατάραξε την εθνικοτοπική τους σύνδεση. Σχεδόν το σύνολο των μονάδων της περιοχής ανήκαν στις πλέον δραστήριες του μετώπου και πήραν μέρος σε πολλές μάχες και επιχειρήσεις. Θεσσαλικές μονάδες, η 1η Μεραρχία, δέχθηκαν το βάρος της ιταλικής αντεπίθεσης τον Μάρτιο του 1941 και προάσπισαν με επιτυχία το στρατηγικό ύψωμα 731, κλειδί για την τύχη της μάχης. Η Θεσσαλία βρισκόταν σε στρατηγική θέση ως προς το μέτωπο της Αλβανίας. Ο Βόλος ήταν σημαντικό λιμάνι και η μεταφορά εκεί εφοδίων και υλικών από τη νότια Ελλάδα ή το εξωτερικό συντόμευε κατά πολύ τη διαδικασία προώθησής τους στην πρώτη γραμμή. Οι Θεσσαλικοί Σιδηρόδρομοι, από το λιμάνι του Βόλου προς την Καρδίτσα, τα Τρίκαλα και την Καλαμπάκα βοηθούσαν ακόμα περισσότερο τις μεταφορές προς το μέτωπο. Ας σημειωθεί ότι η Καλαμπάκα ήταν ο πλησιέστερος προς το μέτωπο σιδηροδρομικός σταθμός και ότι διά μέσου του Μετσόβου μπορούσε να τροφοδοτήσει τον κεντρικό και τον δυτικό τομέα του μετώπου. Η Λάρισα αποτελούσε σημαντικό κέντρο διαλογής στα μετόπισθεν, πιο σημαντικό ίσως και από τη Θεσσαλονίκη. Από τον Φεβρουάριο του 1941 η μεταφορά στη ζώνη του Αλιάκμονα του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος κατέστησε ακόμα πιο σημαντικές τις υποδομές της Θεσσαλίας.
Παρά τη στρατηγική σημασία της περιοχής, η ζωή στη Θεσσαλία δεν διαταράχθηκε ιδιαίτερα στην εξάμηνη διάρκεια του πολέμου. Η ιταλική αεροπορία πραγματοποίησε σποραδικές αεροπορικές επιδρομές, τόσο στη Λάρισα όσο και στον Βόλο, χωρίς όμως την ένταση και τις καταστροφικές επιπτώσεις που είχαν αντίστοιχοι βομβαρδισμοί σε άλλες ζώνες του πολέμου. Ο καταστροφικός σεισμός που εκδηλώθηκε την 1η Μαρτίου 1941 στην πόλη της Λάρισας προκάλεσε ίσως μεγαλύτερες καταστροφές και θύματα απ’ όσα όλοι οι ως τότε ιταλικοί βομβαρδισμοί.
Τον καιρό της υποχώρησης και της συνθηκολόγησης, τον Απρίλιο του 1941, ένας σημαντικός αριθμός μονάδων του ελληνικού στρατού διαλύθηκε στην περιοχή της Θεσσαλίας. Οι μονάδες του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος, Νεοζηλανδοί στα ανατολικά και Αυστραλοί στα δυτικά υποχώρησαν περίπου συγκροτημένα προς τον νότο. Και στις δύο περιπτώσεις οι υποχωρούντες στρατοί άφησαν πίσω τους σημαντικές ποσότητες όπλων και στρατιωτικών υλικών σε καλή ή σε κακή κατάσταση. Μερικά από τα υλικά αυτά ήταν εξαιρετικά χρήσιμα για την αγροτική δραστηριότητα ή για παρεμφερείς λειτουργίες. Τα ζώα του στρατού, άλογα και μουλάρια που πωλήθηκαν από τους υποχωρούντες στρατιώτες έναντι τροφής ή πολιτικών ρούχων, αποτέλεσαν σημαντική προσθήκη σε μια αγροτική οικονομία που είχε στερηθεί από τη μαζική επίταξη των ζώων στην αρχή του πολέμου, τη ζωική δύναμη. Από ετούτη την εξέλιξη ωφελήθηκαν οι δυτικές κυρίως πλευρές της περιοχής και τα υπερκείμενα ορεινά. Επιπλέον, οι Θεσσαλοί φαντάροι βρίσκονταν σχετικά κοντά στους τόπους καταγωγής τους και συχνά επέστρεφαν σε αυτούς μεταφέροντας μαζί τους στρατιωτικά εφόδια και υλικά – μεταγωγικά ζώα κυρίως. Αργότερα, στις ιταλικές επιχειρήσεις περισυλλογής των στρατιωτικών ειδών, ανακαλύπτονταν πολύ εύκολα σημαντικές ποσότητες κάθε είδους υλικών και όπλων, ειδικά στα γύρω από τη Θεσσαλία ορεινά. Οι κάτοικοι των ζωνών αυτών παρουσιάζονταν ιδιαίτερα απρόθυμοι να παραδώσουν στις Αρχές τα αποκτήματά τους και οι καταδίκες –για παράνομη κατοχή στρατιωτικών ειδών– θα ήταν μαζικές εάν η ιταλική διοίκηση δεν έδειχνε μεγάλη ανοχή, στο πλαίσιο των προσπαθειών της για προσεταιρισμό των βλάχικων πληθυσμών.
Δεν είναι σαφές πότε «πιστοποιήθηκε» η δυνατότητα χρήσης των εκρηκτικών που περιείχαν τα πυρομαχικά του στρατού ως λιπασμάτων. Γεγονός είναι ότι η περιεκτικότητά τους σε άζωτο επέλυε πολλά προβλήματα λίπανσης των αγρών, των περιβολιών κυρίως πλησίον των κατοικημένων τόπων. Η σχετική τεχνογνωσία –που προϋπέθετε την απενεργοποίηση των πυρομαχικών με την αφαίρεση του πυροσωλήνα– δεν ήταν οπωσδήποτε άγνωστη σε ανθρώπους που πολέμησαν έξι μήνες στο πολύ ενεργό μέτωπο της Αλβανίας. Η χρήση των ίδιων εκρηκτικών στα παράλια ως αλιευτική μέθοδος ήταν μια πρακτική από καιρό γνωστή και δεν χρειαζόταν ουδεμία νέα τεχνογνωσία… Δεν ήταν μόνο αρνητικές οι συνέπειες του πολέμου στην αγροτική οικονομία.*Ο Γιώργος Μαργαρίτης είναι καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής και Κοινωνικής Ιστορίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και συγγραφέας. Το παρόν άρθρο είναι απόσπασμα από το βιβλίο «Πόλεμος και Αντίσταση στη Θεσσαλία: Όψεις της ιστορίας της κατά τη δεκαετία του ‘40», Νίκος Χριστοφής (επ.).