Απόλυτα βρισκόταν λοιπόν ο μικρός ένοικος του πλανήτη σε μια κατάσταση σιωπής, βουβής απορίας και αμηχανίας. Προϊούσης της εξέλιξης του όλο και δυνάμωνε η προσήλωσή του στα παράδοξα αυτά φαινόμενα, που πάρα πολύ την υπερέβαιναν σε μέγεθος, ισχύ και στο απρόοπτο της εμφάνισής των. Συνάμα ένας θαυμασμός τον πλημύριζε για την γοητευτική των παραστάσεων εικόνα των συμβαινόντων, που τον τραβούσε σαν μαγνήτης, γεννώντας την περιέργεια στο μόλις διακρινόμενο από μια νοητικότητα ανθρώπινο είδος, ευρισκόμενη στα σπάργανά της. Μόνον αυτός μετά το κρύψιμό του στις σπηλιές λόγω του φόβου του, άρχισε να βγάζει το κεφάλι του από το άνοιγμά τους και να παρατηρεί πλέον τα φαινόμενα. Λίγο αργότερα το βλέμμα του μάκρυνε περισσότερο και έφτανε μέχρι τον ζωοδότη ήλιο που τόσο ένοιωθε την ανάγκη του, μετά το αχνοφέγγισμα των άστρων. Μεγάλος ο σεβασμός του βέβαια για τον κόσμο, αλλά τώρα την βουβή απορία την διαδέχτηκε η ενεργητική αντίστοιχη, που διψούσε τόσο για απαντήσεις! Αυξήθηκαν λοιπόν οι στροφές της νοητικής του λειτουργίας, και μη έχοντας ανακαλύψει ακόμη μια κάποια οργανωμένη επιστήμη να τον συνδράμει, αφέθηκε σε μια προσπάθεια, ονειροπόλα εν μέρει, για να δώσει κάποιες εξηγήσεις στον εαυτό του και να πάρει τις όποιες απαντήσεις του. Έτσι ξεκίνησε η αγάπη του για γνώση, να φιλεί πια την σοφία, με άλλα λόγια να φιλοσοφεί.
Από τα ανωτέρω συνεπάγεται θαρρώ το συμπέρασμα ότι το ουσιαστικό στοιχείο του «φιλοσοφείν» αποτελεί μία κατάσταση σιωπής, απορίας και αμηχανίας, που μπορεί να αποδοθεί με την λέξη αρχικός θαυμασμός του παραδόξου. Προχωρώντας βέβαια στις όποιες εξηγήσεις του άρχισε να πλάθει τον δικό του κόσμο, μόνος αυτός από όλα τα είδη, με έναν εγωιστικό τρόπο, μια και υπήρχε μόνο το υποκειμενικό του Εγώ και να τον προβάλλει ως αληθινό. Η αλήθεια των φιλοσοφικών του προτάσεων έμοιαζε με την αντίστοιχη της ποίησης, που μας προκαλεί έκπληξη και είναι ιδιόμορφη, μας γοητεύει και μας συνεπαίρνει. Πριν η επιστήμη στοιχειοθετήσει αποδεικτικά και μας καθησυχάσει με τις «στέρεες αλήθειες της» αλλά και μας στείλει πίσω σε δογματικό ύπνο, η φιλοσοφία έτεινε αλλά και συνεχίζει να φέρνει μάλλον ταραχή και ανησυχία στους εργάτες της και στους άλλους ανθρώπους. Αυτό γιατί αυτή δεν είναι επιστήμη για να έχει ανάγκη και υποχρέωση απόλυτων κανόνων και σταθερών για να εξελίσσεται ούτε και τέχνη για να ταυτίζεται ή να αιχμαλωτίζεται σε εικόνες και παραστάσεις, έστω με αρμονικές αναλογίες, αλλά είναι ανοιχτή και προς τις δύο πλευρές. Δημιουργεί με τη δύναμη του νου τους δικούς της κόσμους όπως η λογοτεχνία, συνοδεύει όμως τα πλάσματά της με αξιώσεις αλήθειας σαν να ήταν επιστήμη. Έχει όμως τέτοια μορφή και δυναμική η ροή ανάμεσα στις δύο αυτές, που η συνεχή μεταβολή κατεύθυνσης και ορμής ζαλίζουν τους ακροατές της, και τους αφήνουν έκπληκτους, ενεούς, εκστατικούς!
Είναι η συνεχής αλλαγή των φιλοσοφικών απόψεων και θεωριών τόσο γρήγορη που η συνολική εικόνα που σχηματίζεται έχει ένα απαισιόδοξο τόνο, ωστόσο οι σκιές της και οι σταχτιές θαμπές αποχρώσεις της σχηματίζονται μόνο στο φως της ελπίδας πως η φιλοσοφική εργασία δεν είναι χωρίς νόημα.
Δεν είναι τυχαίο, ούτε χωρίς νόημα ότι ο φιλόσοφος πλάθοντας τον δικό του κόσμο αισθάνεται σαν ένας μικρός θεός. Η ειρωνεία είναι ότι και τον θεό τον αποδίδει παντοδύναμο, παντογνώστη, άπειρο, δημιουργό, σε ένα παιχνίδι όπου κυριαρχεί απόλυτα.
Μπορούμε εν τέλει να σημειώσουμε ότι μιλώντας για έναν κόσμο ανθρώπινο, αμέσως διακρίνουμε ένα εγωισμό να απορρέει από τον άνθρωπο φιλόσοφο, έναν εγωισμό που δεν μπορεί να τον αποφύγει, διότι το έσχατο και πρωταρχικό βάθρο του φιλοσοφείν, αλλά και αδήριτη ανάγκη συγχρόνως αποτελεί η εμπειρία των αισθήσεων. Μια εμπειρία στενά δεμένη με το συνεχές γίγνεσθαι. Γάντι ταιριάζουν εξάλλου οι δύο σημαντικότερες ρήσεις κατά τη γνώμη μου. Του Ηράκλειου «τα πάντα ρει» και του Πρωταγόρα «πάντων χρημάτων, μέτρου άνθρωπος».
Αυτός λοιπόν είναι και θα είναι ο άνθρωπος και δη ο φιλόσοφος, με όλα τα χαρακτηριστικά που τον διακρίνουν, δηλαδή του κυρίαρχου, του εγωιστή, αλλά και του ταξιδευτή – ερευνητή που πάντα με την δύναμη του νου του θα ταξιδεύει ατελεύτητα όσο διαρκεί το είδος του, σε μια αέναη προσπάθεια να κατακτήσει τη γνώση της μοναδικής Αλήθειας, όσο και να αντιλαμβάνεται το μάταιο των προσπαθειών του. Μήπως ο κάθε ανθρώπινος νους δεν είναι ένας άλλος κόσμος σύλληψης αντιληπτικής και ως εκ τούτου οι απαντήσεις και οι αλήθειες που κυνηγά αναρίθμητες.
Από τον Παύλο Γιατσάκη