και να κατεβαίνουν μέχρι τη θάλασσα, το μεσημέρι η ατμόσφαιρα ξεκαθάριζε και λαμπύριζε καταγάλανη. Ένα χέρι μαγικό και γιγάντιο, έδιωχνε τα νεφελώματα και τη μαυρίλα τους και ο ήλιος ζέσταινε πάλι για τα καλά.
Οι ψαράδες ξεφορτώνονταν τις νιτσεράδες που από τα χαράματα τους βάραιναν τις πλάτες και άδειαζαν στους υπαίθριους πάγκους την καθημερινή πραμάτεια τους, κυρίως σουπιές και καλαμάρια λόγω εποχής. Οι νοικοκυρές, χάζευαν αυτούς τους πάγκους αναποφάσιστες, εωσότου τελικά να καταλήξουν και να διαλέξουν τα θαλασσινά της αρεσκείας τους. Τραπεζάκια ξεπρόβαλαν επιφυλακτικά στην αρχή και θριαμβευτικά αργότερα, έξω από τα ουζερί και τα καφενεία.
Ο Διονύσης, ξεμύτιζε κι αυτός με τις πρώτες ηλιαχτίδες που του χαμογελούσαν δειλά από το παράθυρο του δωματίου του. Για ένα ακόμη πρωινό, δεν θα τα κατάφερνε να μείνει στο κρεβάτι του. Κάθε φορά επέμενε στον εαυτό του να απολαύσει παραπάνω τον ύπνο του, αλλά αυτή η λαχτάρα να ξυπνά νωρίς το πρωί, δεν του περνούσε με τίποτα. Η δύναμη της συνήθειας βλέπεις, τόσα χρόνια τέτοια εποχή, ήταν ο πρώτος που θα έφτανε στο σχολείο. Καθηγητής στο επάγγελμα και διευθυντής λυκείου τα τελευταία έντεκα χρόνια της σταδιοδρομίας του. Ήθελε να παραμείνει λίγο καιρό ακόμη στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση, αλλά κάποιες εσωτερικές κόντρες με τους συναδέλφους, για ανούσια πράγματα και μια συνέντευξη που αμφισβητούσε την ευθυκρισία του και τον έβγαζε σχεδόν ακατάλληλο για διευθυντή, τον οδήγησαν στην συνταξιοδότηση.
Νέα ήθη, νέες εποχές με παράξενες συνεντεύξεις από ανθρώπους που δεν δίδαξαν ποτέ. Αλλά δεν τον ένοιαζε, του έφτανε η αποδοχή των παιδιών, μια αποδοχή που φαινόταν στα μάτια τους όταν τα συναντούσε. Άλλωστε όλοι το γνώριζαν πως ήταν άμεπτος στα καθήκοντά του και πως πάνω απ’ όλα έβαζε τους μαθητές του. Ποτέ του δεν περιορίστηκε μόνο στην ύλη των σχολικών εγχειριδίων, προσπαθούσε πάντα να συμπληρώσει τη μόρφωση των μαθητών του και με εξωσχολικά βιβλία. Ίσως όμως τελικά όλη αυτή η σχολαστικότητα που επιδείκνυε και ο επαγγελματισμός του, να μην ταίριαζαν με τούτα τα χρόνια.
Καλύτερα που έφυγε, έτσι και αλλιώς δεν θα δεχόταν ποτέ του να κάνει τυχοδιωκτική παιδαγωγική, αλλά ήταν το πρώτο του φθινόπωρο μακριά από το σχολείο και αλλόκοτα συναισθήματα γεννιούνται συνεχώς μέσα του. Δεν έψαχνε να βρει την αιτία της μελαγχολίας του, δεν αναρωτιόταν από που προέρχεται η θλίψη του. Το ήξερε πως θα ήταν δύσκολα, το περίμενε. Πολλές φορές οι φωνές των παιδιών φτάνουν ως αυτόν καθώς αγναντεύει τη θάλασσα. Άλλοτε πάλι αναπολεί τα πρώτα του χρόνια, τότε που έκανε μαθήματα με τρεις μόνο μαθητές στην τάξη. Αναθυμάται τους δύσκολους χειμώνες στα δυσπρόσιτα ορεινά χωριά και χαμογελά. Και τότε πρόσφερε, ακόμη τον θυμούνται οι παλιοί μαθητές του, διακεκριμένοι επιστήμονες πια που δεν παραλείπουν με την κάθε ευκαιρία να τονίσουν τη συμβολή του, στην κατάρτισή τους και στην αφετηρία της ζωής τους. Ήταν ο αγαπημένος τους καθηγητής, έτσι έλεγαν. Αλλά τώρα; Συνέντευξη λέει! Αγάπη είναι η δουλειά του εκπαιδευτικού, έρωτας! Αν δεν αγαπάς αυτό που κάνεις, πώς να μεταδώσεις τις γνώσεις σου; Πώς να εκπαιδεύσεις κάποιον; Μια μεγάλη ψαρόβαρκα μόλις εκείνη την ώρα, έλυνε τους κάβους και ξεκινούσε για το ψάρεμα, τη χάζεψε για λίγο και μετά άρχισε το περπάτημα, επάνω κάτω στο μόλο. Αυτό που φοβάται περισσότερο απ’ όλα, είναι την εσωτερική του απραξία, αυτό ναι τον τρόμαζε. Κατευθύνθηκε πάλι προς το ατμόπλοιο. Ένα μεταποιημένο πολεμικό του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, βαρύ αργό, μαυρισμένο, αλλά κάποτε δυνατό και κυρίαρχο της θάλασσας. Σε αυτό το παροπλισμένο πλοίο κατέληγε πάντα η πρωινή του βόλτα. Παρατηρούσε καθημερινά αυτόν τον κανονικό σατράπη του υδάτινου χώρου, με τα υπαρκτά όμως ακόμη απομεινάρια της παρελθούσας χλιδής του. Ήταν ποτισμένο τώρα μέχρι τα ύφαλα του, από το καμένο λάδι της κάποτε εν λειτουργία κουζίνας του. Αυτό το πλοίο του έμοιαζε, έτσι πίστευε, ήταν κι αυτό παροπλισμένο και έβλεπε τις ίδιες συνεχώς παραστάσεις όπως και ο ίδιος. Κάποτε όμως στις μέρες του, θα ήταν σίγουρα ισχυρό για ναυμαχία εκ παρατάξεως. Αλλά τώρα ήταν ακίνητο, έρημο, σκοτεινό και θλιμμένο, με τα καφέ χρώματα της σκουριάς να ξεχωρίζουν πάνω του. Ακόμη και το όνομά του είχε σβηστεί και μόνο μερικοί λατινικοί χαρακτήρες διακρίνονταν.
Ο ήλιος ανέβηκε πάλι για τα καλά, αποφάσισε να φύγει, όταν μια παρέα παιδιών κόντευε σχεδόν να φτάσει προς το μέρος του. Μιλούσαν δυνατά και χειρονομούσαν γρήγορα. Τα γέλια τους, οι φωνές τους και η όλη φασαρία που σκορπούσαν, του ήταν γνώριμη. «Εσάς γυρεύαμε» του είπαν μόλις έφτασαν κοντά του. «Θα μας βοηθήσετε και φέτος; Χρειαζόμαστε τη βοήθειά σας, έστω και μερικές ώρες, έστω και για κάποια απογεύματα». Τον κυριεύεσαι μια ευτυχία που θα μπορούσε ξανά να προσφέρει τις γνώσεις του. «Ναι!» απάντησε γρήγορα, χωρίς να το πολυσκεφτεί και ένα πλατύ χαμόγελο σχηματίστηκε στα χείλη του. Τα παιδιά τον ήθελαν δίπλα τους, τα παιδιά είχαν άλλη γνώμη τελικά, δεν τον ήθελαν παροπλισμένο. Κοίταξε για τελευταία φορά προς το ατμόπλοιο, από αύριο θα είχε δουλειά να κάνει, από αύριο αυτός θα ανέσυρε την ποντισμένη του άγκυρα.
* Από τον Ευστάθιο Γαϊτανίδη
aetomahos@yahoo.gr