Καταλαβαινόμαστε τώρα, / δε χρειάζονται περισσότερα. / Και αύριο θα γίνουμε πιο απλοί / θα βρούμε αυτά τα λόγια / που παίρνουνε το ίδιο βάρος / σ` όλες τις καρδιές, / σ` όλα τα χείλη / έτσι, να λέμε πια / τα σύκα σύκα και τη σκάφη σκάφη. / (…) Εμείς δεν τραγουδάμε / για να ξεχωρίσουμε, αδελφοί μου / απ` τον κόσμο, / εμείς τραγουδάμε για να σμίξουμε τον κόσμο… (Γιάννης Ρίτσος, Το καπνισμένο τσουκάλι). Να, που δεν καταλάβαμε τίποτα, ποιητή μου, όσο εσύ να λες και να ξαναλές, όσο κι αν άλλαξε ο κόσμος κι αν αλλάξαν οι καιροί… Η σκόνη του χρόνου που πέφτει πάνω στα «πράγματα», μπορεί να τα αποχρωματίζει, να τα ξεθωριάζει ή να εξωραΐζει πρόσωπα και καταστάσεις, η Ιστορία όμως, η αμείλικτη Ιστορία, ως μοναδική Αλήθεια, πλέον, αφαιρεί τη σκόνη της σκοπιμότητας, στέκεται μπροστά σιωπηλή, παρατηρεί, καταγράφει ως δίκαιος κριτής και μοιράζει ευθύνες σ` εκείνους ή επιβραβεύει τους άλλους…
«Η Αλήθεια όταν αντικαθίσταται από τη σιωπή, τότε η σιωπή είναι ψέμα», λέει ο Γιεφτουσένκο, το 1961, όταν γράφει, με δάκρυα στα μάτια, το ποιητικό αριστούργημα, «Μπάμπι Γιαρ».
Όταν το 1960, ο Γιεφτουσένκο επισκέπτεται τη χαράδρα του Μπάμπι Γιαρ, λίγο έξω από το Κίεβο της Ουκρανίας, όπου το 1941, οι Ναζί, επί δύο μερόνυχτα, εκτελούν και θάβουν 33.000 Εβραίους, Τσιγγάνους, ομοφυλόφιλους, μένει έκπληκτος από την έλλειψη κάποιου μνημείου, που να θυμίζει στους νεότερους το αποτρόπαιο αυτό έγκλημα. Κάθεται και γράφει το συγκλονιστικό αυτό ποίημα-κατηγορώ, από τα σημαντικότερα του περασμένου αιώνα. Ο Γιεφτουσένκο ήθελε να μάθει, γιατί οι Αρχές δεν είχαν αφιερώσει ένα μνημείο, για το ανοσιούργημα αυτό, και αφήνει αιχμές κατά του καθεστώτος…
Το 1961 διαβάζει τους στίχους αυτούς, στο Πολυτεχνικό Ινστιτούτο της Μόσχας και το ακροατήριο χειροκροτεί επί είκοσι λεπτά…
Στο Μπάμπι Γιαρ μνημείο δεν θα βρεις
βαρειά ταφόπετρα η πλαγιά του λόφου
Φοβάμαι. Η ζωή μου είναι θαρρείς
τόσο παλιά όσο η γενιά του Εβραίου.
………………………………………………………..
Εβραίικο αίμα μέσα μου δε ρέει
Εμένα όμως όλ` οι αντισημίτες
σα να `μαι Εβραίος με μισούν βαθιά
Και ακριβώς γι` αυτό είμαι γνήσιος Ρώσος! (απόσπασμα)(1)
Το ίδιο έτος, ο μεγάλος Ρώσος μουσικοσυνθέτης Ντμίτρι Σοστακόβιτς (1906-1975), γράφει τη 13η Συμφωνία του(2), πάνω στους στίχους του Μπάμπι Γιαρ και η φωνή του Γιεφτουσένκο απλώνεται σε όλο τον ελεύθερο κόσμο.
Ο Γεβγκένι Γιεφτουσένκο γεννήθηκε στο Ιρκούτσκ της Σιβηρίας το 1933 και πέθανε ακριβώς πριν από πέντε μήνες (2 Απριλίου 2017), σχεδόν λησμονημένος, στις ΗΠΑ, όπου ζούσε από το 1991. Ανήσυχο πνεύμα κι ατίθασος από παιδί, τσακώνεται με τη μητέρα του στα 15 του χρόνια, εγκαταλείπει το σπίτι του και πάει στο Καζακστάν να δουλέψει, ταξιδεύοντας πάνω στη στέγη ενός τρένου… Δουλεύει σκληρά ως εργάτης, διαβάζει ακατάπαυστα Ρώσους (Τολστόι, Ντοστογιέφσκι, Τσέχωφ, Πούσκιν), Χεμινγουέι, Φρόυντ και στα 20 του χρόνια, με ένα βαλιτσάκι γραφομηχανής στο χέρι, φτάνει στη Μόσχα, όπου αρχίζει να γράφει ποιήματα, ελεύθερα, έτσι όπως του `ρχεται, κι ας είναι αντιμέτωπος με την επίσημη κομματική γραμμή.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1960, ο αντιφρονών, ο ασυμβίβαστος επαναστάτης Γιεφτουσένκο, γίνεται το σύμβολο της προοδευτικής νεολαίας, σε όλη την Ευρώπη, κατηγορεί τη λογική και την τακτική των «εκκαθαρίσεων», - ας μη ξεχνάμε πως βρισκόμαστε στην εποχή Χρουστσώφ, «της απόψυξης», της «αποσταλινοποίησης» - ενώ παραδέχεται τη συμβολή του Ιωσήφ Στάλιν στην εδραίωση της ειρήνης και στην απελευθέρωση της Ευρώπης από το Ναζισμό.
Παράλληλα όμως, ο Γιεφτουσάνκο, «παρακαλεί να διπλασιαστεί ή τριπλασιαστεί η φρουρά στον τάφο του, για να μην αναστηθεί και μαζί μ` αυτόν και η εποχή του…» Ύστερα από προσωπική παρέμβαση του Γ.Γ. του ΚΚΣΕ και Προέδρου των Σοβιέτ, Νικήτα Χρουστσώφ, δημοσιεύεται στην «Πράβντα», το επίσημο κομματικό έντυπο, το έργο του, «Οι κληρονόμοι του Στάλιν», όπου επικρίνει τις πρακτικές και την απληστία των κομματικών οργάνων: «(…) Ήταν παράξενο και αδιανόητο για μένα, ότι άτομα με κομματικές ταυτότητες στις τσέπες τους, αγαπούσαν τόσο πολύ το χρήμα» και προβάλλει την Ευπρέπεια, στο έργο του: (…) Το κυριότερο να δέχεσαι με ευπρέπεια / όποιους καιρούς και να `ρθουν. / Αν γύρω σου η καταστροφή είν` ακραία, / τόσο ακραία, που δεν μπορείς να προβλέψεις, / θυμήσου εκείνο που μουρμούρισες μια μέρα. / - Κι αυτό ακόμα, πρέπει να τ` αντέξεις».
Το 2007, σεσυνέντευξή του στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Associated Press, δηλώνει: «Δεν αποκαλώ πολιτική την ποίησή μου, την αποκαλώ ποίηση των πολιτικών δικαιωμάτων του ανθρώπου, ποίηση που υπερασπίζεται την ανθρώπινη συνείδηση, ως τη μεγαλύτερη πνευματική αξία…»
Τέλος, στο ποίημά του, «Το θάρρος», γράφει: (…) Πάντα νόμιζα, πως θα ήταν δυσανάλογο, τόσο να αυτοεξευτελίζομαι, όπως τόσοι άλλοι…
(1) Απόδοση από τα ρωσικά: Αμαλία Παπαδοπούλου-Συμεωνίδου
(2) Η ανδρική χορωδία του Μουσικού Συλλόγου της Λάρισας, την 6/12/1996, συμμετείχε στην παρουσίαση της 13ης φωνητικής (Unisono) Συμφωνίας του Σοστακόβιτς, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, με την 120μελή ΚΟΑ, υπό την διεύθυνση του γιου του, Μαξίμ. O γράφων, θεωρεί μεγάλη τιμή τη συμμετοχή-συμβολή του -ως χορωδού- στην εκτέλεση του μνημειώδους αυτού μουσικού έργου.
Βοηθήματα
WILLDURAN. Οι εκφραστές της ζωής Β` Μπεργαδής
Πρόγραμμα της Συναυλίας στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών Αίθ. Φίλων της Μουσικής, Παρασκευή 6/12/1996.
Τάσου Πουλτσάκη. ΝτμίτριΣοστακόβιτς 40 χρόνια απ` τον θάνατό του 1 Απριλίου 2017, εφ. ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ 12/12/2015
Του Τάσου Πουλτσάκη