Τα λιγόστεψε το λουκέτο των καταστημάτων, οι περικοπές, οι φοροαυξήσεις, η ανεργία, η φτώχεια και η αδυναμία, για πολλούς, της εξασφάλισης και αυτού ακόμα του επιούσιου άρτου. Κι’ αυτό το βλέπει κανείς παντού. Στο δρόμο, στην αγορά, στην πλατεία, στους χώρους αναψυχής… Πρόσωπα βουβά, μελαγχολικά, απογοητευμένα. Ψυχολογικά μόνα. Κινούμενα, όταν νυχτώνει, σαν σκιές σε δρόμους πλέον σκοτεινούς. Αφού το φως χάθηκε κι’ αυτό με το κλείσιμο των επιχειρήσεων. Έτσι σήμερα το περιβάλλον της Ελλάδας έχει γίνει ίδιο με την κατάμαυρη ζωή του λαού της.
Κι’ όλα αυτά συμβαίνουν, γιατί οι Έλληνες τάχουν χάσει όλα. Και το σημαντικότερο τη ελπίδα. Την προσμονή της πολυπόθητης άσπρης μέρας. Που δεν έρχεται. Γιατί δεν το επιδιώκουμε. Γιατί ψάχνουμε τους εύκολους δρόμους. Αυτούς που μας «επιβάλλει» κάθε φορά ο πολιτικός λαϊκισμός. Σον οποίο, παρά τα παθήματά μας, εξακολουθούμε να πιστεύουμε…
Έτσι φτάσαμε, σήμερα, στο αποκορύφωμα αυτής της απελπισίας. Που εκδηλώνεται με σκυθρωπά κι’ ανόρεχτα πρόσωπα. Που πάνω τους μονίμως είναι ζωγραφισμένη η απογοήτευση. Και κυρίως η έλλειψη αγωνιστικής διάθεσης εξόδου από την τυραννία των καταστροφικών καταστάσεων στις οποίες έχουμε περιέλθει.
Είναι λυπηρό, αλλά αυτό βλέπει κανείς να έχει κατακαθίσει για τα καλά σ’ όλη την έκταση της ελληνικής κοινωνίας. Ένας πέπλος απαισιοδοξίας. Σ’ όλη την πυραμίδα των ηλικιών και της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Ακόμα και στην απαντοχή της πατρίδας μας. Τη νεολαία μας. Τη μοναδική ελπίδα ανατροπής της σημερινής βασάνου. Η οποία επιλέγει το δρόμο της φυγής, αντί της παραμονής της στα χώματα των πατέρων της. Για να δώσει τη μάχη της λευτεριάς από τον ζυγό της οικονομικής δουλείας. Που μας επέβαλαν οι δανειστές μας με την απόλυτη συνδρομή του διεφθαρμένου και προδοτικού πολιτικού μας συστήματος.
Όλα αυτά δείχνουν ότι η απελπισία και η απαισιοδοξία έχουν υπερκεράσει την ελπίδα και την αισιοδοξία. Γιατί η ανεργία και η φτώχεια τις έχουν καταστήσει ανίκητες. Με αποτέλεσμα ο κόσμος της Ελλάδας να νιώθει μόνος κι έρημος… Αφού έχει εκλείψει κάθε έννοια στοιχειώδους κρατικής φροντίδας. Γιατί όλα είναι παραδομένα στο έλεος του Θεού και στη φιλανθρωπία κάποιων να προσφέρουν. Επιμένοντας στο δικαίωμα των συνανθρώπων τους για ζωή. Κι’ αυτό τους υποχρεώνει ν’ αγωνίζονται για το σήκωμα των δυστυχισμένων. Για το κράτημά τους στα πόδια τους. Κι’ αυτό το στήριγμα εκδηλώνεται ατομικά και κυρίως συλλογικά. Με την κοινωνική δράση της εκκλησίας, των δήμων και άλλων κοινωνικών φορέων και οργανώσεων.
Δυστυχώς, αυτός είναι ο σημερινός κόσμος. Ένας κόσμος μόνος. Σχεδόν εγκαταλειμμένος από το κράτος. Χωρίς ελπίδα ανατάξεώς του από το δράμα της μιζέριας και της μοναξιάς. Μια κοινωνία μονότονη. Μια ανθρώπινη μάζα που κινείται ομοιόμορφα. Δίχως ελπίδα και προσμονή. Γιατί δεν υπάρχουν οι προοπτικές. Οι βάσεις εξορμήσεως για την κατάκτηση του καλού. Της πολυθρύλητης ανάπτυξης που θα γίνει ο φορέας της μεγάλης αλλαγής. Αυτή που θα φέρει τη χαρά και αισιοδοξία στον πονεμένο έλληνα. Για να γίνει η κοινωνία μας ευλογημένη και ευημερούσα.
Από τα παραπάνω γίνεται σαφές, ότι για να πάψει ο έλληνας να ζει έρημος και μόνος, πρέπει να υπάρξει κρατική φροντίδα. Κι’ αυτό απαιτεί δημιουργικότητα κι’ ανάπτυξη. Που θα φέρει τη δουλειά και τον πλούτο στη χώρα. Και θα δώσει τη δυνατότητα στο κράτος να είναι κοντά στον πολίτη. Με την προοπτική εκτέλεσης έργων κοινωνικής μέριμνας και φροντίδας. Κι’ αυτό θα γίνει γρηγορότερα, αν κινηθούμε ομόθυμα και ομόψυχα προς την κατεύθυνση των πράξεων και όχι στις εύκολες και καταστροφικές λύσεις του ψευδολόγου και ανέντιμου πολιτικού μας συστήματος.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο θα τσακίσουμε τη μοναξιά και την εγκατάλειψη του κόσμου και θα φέρουμε τη χαρά και την ελπίδα στον τόπο μας. Ας το επιχειρήσουμε λοιπόν.
* Του Κων/νου Τσιρονίκου