Βεβαίως, και για να είμαστε ειλικρινείς, αυτό δε συνέβη φέτος για πρώτη φορά στα τριάντα και πλέον χρόνια, αφότου η συνέντευξη αποτελεί το βασικότερο κομμάτι στη διαδικασία επιλογής στελεχών της εκπαίδευσης. Φέτος, όμως, και ύστερα από την απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας, που έκρινε αντισυνταγματική την προ διετίας διαδικασία και παύθηκαν οι διευθυντές των σχολείων πριν από τη λήξη της τετραετούς θητείας τους, δόθηκε μεγαλύτερη προβολή στη συνέντευξη, από την οποία εξαρτάται, εν πολλοίς, η τύχη των υποψηφίων. Αξίζει, γι΄ αυτό, να σταθούμε στο ρόλο, που αυτή έπαιζε και παίζει στην επιλογή στελεχών της Εκπαίδευσης.
Η συνέντευξη, ως γνωστόν, εφαρμόζεται, χρόνια τώρα και μάλιστα με επιτυχία, ως μέσο και κριτήριο για προσλήψεις αλλά και επιλογή στελεχών στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος ενδιαφέρεται, όμως, πραγματικά και για ευνόητους λόγους, για προσοντούχους και ικανούς εργαζομένους και στελέχη. Στο χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης, όμως, που έχει άλλες προτεραιότητες, πρωτοκαθιερώθηκε κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του ΄80 ως λύση ανάγκης, δυστυχώς, μετά την απόφαση των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ να καταργηθεί η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας και ν΄ αντικατασταθεί η προαγωγή στο βαθμό του μόνιμου διευθυντή από την επιλογή του διευθυντή με τετραετή θητεία. Έκτοτε και μέχρι σήμερα, αποτελεί, συνάμα και σε μεγάλο βαθμό, το εργαλείο προώθησης ημετέρων της εκάστοτε κυβέρνησης. Και για να γίνω σαφής και πιο κατανοητός, ιδού πώς αυτό επιτυγχάνεται.
Με την κατάργηση της αξιολόγησης και στην αρχή τουλάχιστον, καθιερώθηκαν κριτήρια κάθε άλλο παρά αντικειμενικά και μετρήσιμα, όπως π.χ. το δημοκρατικόν ήθος και η κοινωνική προσφορά των υποψηφίων, γεγονός, που προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων για την υποκειμενικότητά τους και την πρόθεση των, τότε, κρατούντων να κομματικοποιήσουν μονομερώς τη διοίκηση. Γι΄ αυτό και πολύ γρήγορα αντικαταστάθηκαν με κριτήρια αντικειμενικότερα, όπως, το να διαθέτει ο υποψήφιος β΄ πτυχίο, μεταπτυχιακό, διδακτορικό, και άλλα, και καθιερώθηκε και η συνέντευξη ενώπιον του υπηρεσιακού συμβουλίου, που, ουσιαστικά, αναπλήρωνε, θα έλεγα, την αξιολόγηση και έκρινε τη γενική συγκρότηση των υποψηφίων.
Επί υπουργίας Σουφλιά (1991-1993) και μέχρι να ολοκληρωθεί η μεταρρυθμιστική του προσπάθεια, που προέβλεπε και την επαναφορά της αξιολόγησης και η οποία, σημειωτέον, δεν εφαρμόστηκε, γιατί την κατάργησε, μέσα σε μία νύχτα, ο διάδοχός του, ο ανεκδιήγητος εκείνος Φατούρος, καθιερώθηκε η μοριοδότηση των κριτηρίων, προκειμένου να περιορισθεί η αυθαιρεσία των οργάνων επιλογής στελεχών. Από τότε, η μοριοδότηση εφαρμόζεται, μεν, χωρίς διακοπή απ’ όλες τις κυβερνήσεις, αλλά η συνέντευξη είναι, κυρίως, αυτή, που με τα μόριά της, άλλοτε περισσότερα και άλλοτε λιγότερα, καθορίζει, σε μεγάλο βαθμό, τα επιδιωκόμενα απ’ τη Διοίκηση αποτελέσματα.
Και αυτό γιατί, αν εξαιρέσουμε τους ελάχιστους εκείνους υποψηφίους, κάθε φορά, που είναι ιδιαίτερα προσοντούχοι και συγκεντρώνουν πολλά μόρια από άλλα κριτήρια, και οι οποίοι, όπως είναι φυσικό, δύσκολα συναντούν κομματικά και άλλα εμπόδια στο δρόμο τους, γεγονός, που περισώζει, ως ένα βαθμό, την αντικειμενικότητα της διαδικασίας, όλοι οι άλλοι, εξαρτώνται, κυρίως, απ’ τα μόρια της συνέντευξης. Αρκεί, άλλωστε, γι’ αυτούς ένα παρασκηνιακό μαγείρεμα και μια μικρή, ελάχιστη θα έλεγα, διαφοροποίηση της βαθμολογίας στη συνέντευξη εκ μέρους των μελών της πλειοψηφίας του υπηρεσιακού συμβουλίου, για να επιτευχθεί το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα ειδικά στα σχολεία εκείνα, που για τη θέση του διευθυντή ενδιαφέρονται πολλοί.
Αν, μάλιστα, στα πλαίσια του μαγειρέματος υπάρξει και υπόδειξη σε ορισμένους προσοντούχους υποψηφίους, για το ποιά σχολεία πρέπει να δηλώσουν τις προτιμήσεις τους, αφού τα δεδομένα είναι γνωστά εκ των προτέρων στα μέλη του υπηρεσιακού συμβουλίου, τότε η συνέντευξη είναι πολύ περισσότερο ικανή να φέρει το επιθυμητό για τη Διοίκηση αποτέλεσμα.
Έτσι εξηγούνται τα πολλά άριστα και οι πολλές ενστάσεις για τα αποτελέσματα της συνέντευξης, καθώς επίσης και οι ελεγχόμενες αντιδράσεις και τα παράπονα για την όλη διαδικασία, η οποία, ομολογουμένως, δεν είναι η καλύτερη και αντικειμενικότερη, για την επιλογή των ικανότερων στελεχών της εκπαίδευσης. Γι’ αυτό και για να γλυτώσουμε από τη στασιμότητα και το τέλμα, στο οποίο έχει περιπέσει η Παιδεία, καλό είναι, εκτός των άλλων, να επανακαθιερωθεί η αξιολόγηση των Εκπαιδευτικών και ν’ αλλάξει η διαδικασία επιλογής στελεχών. Αλλά επ’ αυτών θα επανέλθουμε σε επόμενο δημοσίευμα.
Από τον Κώστα Γιαννούλα