Η καταλανική αστυνομία υπήρξε εντυπωσιακά αποτελεσματική, σκοτώνοντας ή συλλαμβάνοντας μέσα σε λίγες ώρες 11 από τους τρομοκράτες. Οι τελευταίοι, μερικοί από τους οποίους ήταν έφηβοι, είχαν προσπαθήσει νωρίτερα να κατασκευάσουν μια βόμβα, με αποτέλεσμα δύο από αυτούς να χάσουν τη ζωή τους. Οι ζώνες με εκρηκτικά που υποτίθεται ότι φορούσαν ήταν ψεύτικες. Και η επίθεσή τους δεν έκανε τους Βαρκελωνέζους να κλειστούν στα σπίτια τους. Ύστερα από μια στιγμή σιωπής την Παρασκευή, τα πλήθη βγήκαν ξανά στους δρόμους τραγουδώντας: «Δεν φοβάμαι… Δεν φοβόμαστε».
Το ίδιο τραγούδι έλεγαν και οι κάτοικοι του Λονδίνου λίγους μήνες νωρίτερα, όταν ερασιτέχνες τρομοκράτες πραγματοποίησαν μια άλλη επίθεση. Στο Λονδίνο, όπως και στη Βαρκελώνη, η καλά προετοιμασμένη αστυνομία αντέδρασε γρήγορα, περιορίζοντας το κακό. Μετά την επίθεση εκείνη, ο δήμαρχος της πόλης Σαντίκ Καν έστειλε το ίδιο ακριβώς μήνυμα με το ισπανικό πλήθος. Απευθυνόμενος στους «άρρωστους και διεστραμμένους εξτρεμιστές που πραγματοποιούν αυτά τα επαχθή εγκλήματα», είπε: «Θα σας συντρίψουμε. Δεν θα νικήσετε».
Η ατμόσφαιρα στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα στις πιο ετερογενείς και κοσμοπολίτικες πόλεις της, έχει αλλάξει τους τελευταίους μήνες. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι καταλαβαίνουν ότι ο στόχος της τζιχαντιστικής τρομοκρατίας δεν είναι μόνο ο θάνατος, αλλά και το χάος. Όλο και περισσότεροι συνειδητοποιούν ότι αυτές οι επιθέσεις είναι συχνά ερασιτεχνικές: αν οι τρομοκράτες είχαν όπλα, δεν θα χρησιμοποιούσαν αυτοκίνητα. Όλο και περισσότεροι φοβούνται όχι την τρομοκρατία, αλλά τα πιθανά πολιτικά επακόλουθα της τρομοκρατίας, την οργή και υστερία που εκμεταλλεύονται οι λαϊκιστές πολιτικοί, αναζητώντας υποστήριξη, ή τα ταμπλόιντ, προσπαθώντας να πουλήσουν φύλλα. Και όλο και περισσότεροι βλέπουν ότι, από ιστορική άποψη, το επίπεδο της τρομοκρατίας στην Ευρώπη εξακολουθεί να είναι χαμηλό. Ακόμη κι αν συμπεριληφθούν οι φονικές επιθέσεις στο Παρίσι και τις Βρυξέλλες, ο συνολικός αριθμός των θυμάτων είναι μικρότερος σε σχέση με τη δεκαετία του ’70, όταν δρούσαν διάφορα ακροαριστερά και αυτονομιστικά κινήματα, περιλαμβανομένων της ΕΤΑ και του IRA.
Η στάση αυτή όμως διαφέρει όλο και περισσότερο από τις αντιδράσεις διαφόρων εξωτερικών παρατηρητών. Η αντίδραση του προέδρου Τραμπ στην επίθεση του Λονδίνου – επιτέθηκε μέσω Twitter στον Καν, κατηγορώντας τον ότι προσπάθησε να υποβαθμίσει την επίθεση λέγοντας πως δεν χρειάζεται να αυξηθεί η αστυνομική παρουσία στους δρόμους – ήταν κακόγουστη, αλλά είχε συνέπειες. Μια αμερικανίδα φίλη μού είπε ότι η κόρη της, που επρόκειτο να λάβει μέρος το καλοκαίρι σε ένα πρόγραμμα στην Οξφόρδη, δεν μπόρεσε να πάει τελικά στο Λονδίνο: το ταξίδι ακυρώθηκε επειδή άλλοι Αμερικανοί φοβήθηκαν την τρομοκρατία. Για όποιον ζει στο Λονδίνο, αυτό το είδος φόβου – που υποθάλπει ο Τραμπ και διογκώνει το Fox News – δεν είναι μόνο δειλό, αλλά και γελοίο. Είναι σαν να αρνούνται οι Ευρωπαίοι να επισκεφθούν τη Νέα Υόρκη επειδή είδαν στην τηλεόραση λευκούς ακροδεξιούς.
Στην Ευρώπη, οι πολιτικοί που έχουν τη μικρότερη σχέση με αυτά τα γεγονότα, είναι ακριβώς εκείνοι που τα εκμεταλλεύονται περισσότερο. Ο Ούγγρος υπουργός Εξωτερικών, για παράδειγμα, προέβη σε ευθεία σύνδεση της μετανάστευσης με την τρομοκρατία, παρόλο που ορισμένοι τουλάχιστον από τους τρομοκράτες ζούσαν εδώ και χρόνια στην Ισπανία, ενώ άλλοι έφτασαν στην Ευρώπη με τουριστική βίζα. Αυτά τα γεγονότα όμως δεν μετρούν, γιατί η δήλωση έγινε προκειμένου να ενισχυθεί η εικόνα της ουγγρικής κυβέρνησης ως θεματοφύλακα των εθνικών και χριστιανικών αξιών.
Ό,τι απήχηση όμως κι αν έχουν στις χώρες τους οι αναρτήσεις του Τραμπ ή οι δηλώσεις των Ούγγρων, στο Λονδίνο, το Παρίσι, τη Βαρκελώνη ή τις Βρυξέλλες έχουν το αντίθετο αποτέλεσμα. Πρέπει να αντισταθούμε στο φόβο, λένε οι πολίτες, όπως και στους πολιτικούς που εμπορεύονται τον φόβο. Πρέπει να υποστηρίξουμε την αστυνομία μας και τα σύνορά μας, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υποστηρίζουμε εκείνους που σπέρνουν τον πανικό.
Και δεν θα αφήσουμε την τρομοκρατία να αλλάξει την κοινωνία μας ή την πολιτική μας, γιατί αυτό θα σημαίνει ότι οι τρομοκράτες νίκησαν.
Της Anne Applebaum (*)
(*) Η Αν Απλμπομ είναι Αμερικανίδα ιστορικός και αρθρογράφος
(Πηγή: Washington Post)