Η Ελλάδα θα είχε ανάλογες οικονομικές επιδόσεις εάν δεν είχαν μεσολαβήσει οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές του Ιανουαρίου 2015, το κυβερνητικό πείραμα Τσίπρα-Βαρουφάκη και η μεγάλη καθυστέρηση στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος-μνημονίου, η οποία συνδυάστηκε με τη λήψη πρόσθετων μέτρων που φτάνουν μέχρι το 2020.
Το 2014 η οικονομία είχε σημειώσει μικρή ανάκαμψη και όλοι -συμπεριλαμβανομένης της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- εκτιμούσαν ότι το 2015 και το 2016 θα ήταν χρονιές δυναμικής οικονομικής ανάπτυξης. Τελικά είχαμε επιστροφή στην οικονομική στασιμότητα και μόλις από το πρώτο τρίμηνο του 2017 άρχισε η ελληνική οικονομία να ακολουθεί τη θετική πορεία της Ευρωζώνης.
Βασικές διαφορές
Η χαμένη διετία και οι αντιφάσεις της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης Τσίπρα δημιουργούν ορισμένες βασικές διαφορές στην πορεία οικονομικών μεγεθών και δεικτών.
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης δηλώνει εξαιρετικά ικανοποιημένο επειδή κατάφερε να διαθέσει στη διεθνή αγορά το πενταετές ομόλογο του ελληνικού Δημοσίου με ένα επιτόκιο της τάξης του 4,9%, εάν συνυπολογίσουμε τις ειδικές ρυθμίσεις με τη μορφή μπόνους προς τους επενδυτές, που κρίθηκαν αναγκαίες. Κι ενώ η επιστροφή στις διεθνείς αγορές ύστερα από τρία χρόνια απουσίας είναι μια θετική εξέλιξη, η σύγκριση του επιτοκίου με τα πενταετή ομόλογα της Πορτογαλίας και της Κύπρου -1,2% για την Πορτογαλία και 1,8% για την Κύπρο- δείχνουν πόσο πίσω μείναμε τα τελευταία χρόνια σε σχέση με τις πρώην μνημονιακές χώρες.
Δικαιολογημένο προβληματισμό προκαλεί και η σύγκριση με τις επιδόσεις της Ισπανίας, η οποία αναπτύσσεται τα τελευταία χρόνια με ετήσιο ρυθμό 3% και κάλυψε ήδη όλες τις απώλειες σε ΑΕΠ που είχε εξαιτίας της χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008 και των συνεπειών της. Η κεντροδεξιά κυβέρνηση της Ισπανίας βρήκε τη λύση και έχει δημιουργήσει μια εξαιρετική αναπτυξιακή δυναμική, ακολουθώντας το εντυπωσιακό παράδειγμα της κεντροδεξιάς κυβέρνησης της Ιρλανδίας. Αντίθετα, εμείς θα πρέπει να περιμένουμε, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, 15-20 χρόνια για να επιστρέψουμε στα προ κρίσης επίπεδα ανάπτυξης.
Το ζήτημα της ανεργίας
Η ελληνική υστέρηση έχει αποκτήσει μία δραματική διάσταση σε ό,τι αφορά την ανεργία. Η σταθερή και ικανοποιητική ανάπτυξη της Ευρωζώνης συνοδεύτηκε από τη μείωση της ανεργίας στα επίπεδα του 2008. Αυτό σημαίνει ότι απορροφήθηκε πλήρως η πρόσθετη ανεργία που δημιουργήθηκε εξαιτίας της κρίσης του 2008 και των συνεπειών της, ενώ η απασχόληση στην Ευρωζώνη βρίσκεται ήδη στο ανώτατο επίπεδο.
Αντίθετα, στην Ελλάδα παρατηρείται μικρή μόνο υποχώρηση της ανεργίας, η οποία κινείται στα επίπεδα του 2011-’12, με βασικό χαρακτηριστικό τη μεγάλη πτώση των αποδοχών των εργαζομένων και τη μεγάλη αύξηση της μερικής απασχόλησης, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για το εισόδημα των εργαζομένων και το ύψος των ασφαλιστικών εισφορών που καταβάλλονται.
Μέσα από τα παραπάνω παραδείγματα αναδεικνύεται το οικονομικό και κοινωνικό κόστος των πειραματισμών της διετίας 2015-2016. Μείναμε πολύ πίσω στην αναγκαία προσαρμογή και στις οικονομικές επιδόσεις. Η κυβερνητική ηγεσία εμφανίζεται εξαιρετικά ικανοποιημένη με τις οικονομικές επιδόσεις συγκρίνοντας τη βελτίωση του 2017 με την επιδείνωση του 2015 αλλά η σύγκριση της ελληνικής οικονομίας με την οικονομία της Ευρωζώνης θέτει την κυβέρνηση Τσίπρα προ των ευθυνών της, με την έννοια ότι χάθηκαν πολύτιμος χρόνος και μεγάλες ευκαιρίες.
Από τον Γιώργο Κύρτσο
* Ο Γιώργος Κύρτσος είναι ευρωβουλευτής της ΝΔ