«Τι γαρ ωφελείται άνθρωπος, αν τον κόσμον όλον κερδίσει, την δε ψυχήν αυτού ζημιωθεί». Λένε οι γραφές. - Αν δεν το λέω σωστά το τελευταίο, ας με διορθώσουν οι ειδικότεροι από μένα. - Τι ωραία λόγια φίλοι μου, αλλά ποιος τ’ ακούει!
Ποιος δίνει σημασία στα παραπάνω! Όλοι έχουμε επιδοθεί στο ... κυνήγι του θησαυρού.
Άλλοι λιγότερο κι άλλοι περισσότερο. Κι άλλοι το έχουν κάνει σκοπό στη ζωή τους, δυστυχώς.
Δε διστάζουν να αδικήσουν, να αισχροκερδήσουν, να πατήσουν επί πτωμάτων, κατά τη γνωστή έκφραση.
Τόση δύναμη έχει λοιπόν, αυτό το άψυχο κρύο μέταλλο που λέγεται «ευρώ!»
Φαίνεται πως έχει. Αλλιώς δεν εξηγούνται τα παραπάνω.
Ηρέμησε καλέ μου άνθρωπε, μαλάκωσε, μην τρέχεις απ’ το χάραμα ως τα άγρια μεσάνυχτα για να αυξήσεις το «έχει» σου.
Δεν κάνεις τίποτα, πίστεψέ με, δεν πας πουθενά.
Μην αδικείς το φίλο σου, το διπλανό σου, το συγγενή σου, το συνάνθρωπό σου, τέλος πάντων.
Άντε και κέρδισες λίγα ευρώ παραπάνω ή μερικά μέτρα γη, τι έγινε καημένε μου!
Τίποτα, κανένας δεν τα παίρνει μαζί του, το σάβανο δεν έχει... τσέπες.
Και να θυμάσαι, πως τους αδικημένους τους φροντίζει Κάποιος Άλλος ...
Χαλάρωσε λοιπόν συνάνθρωπε, είναι πολύ όμορφο να σηκώνεσαι το πρωί και ν’ ακούς την καλοσυνάτη «καλημέρα» του γείτονα, απ’ το να κατεβάζεις το κεφάλι για ν’ αποφύγεις το χαιρετισμό κι εκείνος το δικό σου.
Είναι υπέροχο να κουδουνίζει το τηλέφωνο και στην άλλη άκρη του σύρματος ν’ ακούγεται η φωνή του συγγενή σου, γεμάτη αγάπη και λαχτάρα, γιατί έχετε μέρες να τηλεφωνηθείτε και ανησυχεί για σένα.
Όλα τα παραπάνω δεν ανταλλάσσονται με όλο το χρυσάφι της γης.
Η πείρα μου των τόσων χρόνων που κουβαλάω στην πλάτη μου, μ’ έχει διδάξει, πως τίποτα δεν αξίζει σ’ αυτή τη ζωή, απ’ την καλή μας υγεία, την ανιδιοτελή αγάπη και την επικοινωνία με το συνάνθρωπό μας.
Ένα καθαρό βλέμμα, μια θερμή χειραψία δεν πληρώνονται με τίποτα. Ο Λέο Μπουσκάλια, ένας καθηγητής πανεπιστημίου στην Καλιφόρνια, Ιταλός στην καταγωγή, κάπου γράφει στο ωραίο του βιβλίο, «να ζεις, ν’ αγαπάς και να μαθαίνεις».
Κάποτε ανέβηκε στο βήμα να κάνει μια διάλεξη, στο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου.
Είχε προετοιμαστεί κατάλληλα και στα χέρια του κρατούσε ένα μάτσο χειρόγραφα.
Μόλις αντίκρισε τα μάτια των φοιτητών να είναι καρφωμένα επάνω του, συγκινήθηκε. Άφησε τα χειρόγραφα και φώναξε. «Αγάπη, αγάπη, αγάπη ... χίλιες φορές».
Και σείστηκε η αίθουσα απ’ τα χειροκροτήματα κι απ’ τα μάτια των φοιτητών έτρεχαν δάκρυα και τελείωσε η διάλεξη έτσι όπως είχε αρχίσει, με ΑΓΑΠΗ.
«Παραμύθια» θα πούνε κάποιοι υλιστές, «αν ο περιβόητος Μπουσκάλια σου, που μας τον αναφέρεις συχνά - πυκνά, είχε μερικές καταθέσεις στην τράπεζα, θα μιλούσε αλλιώς. Όλοι οι αποτυχημένοι επενδύουν τάχα στο πνεύμα και δεν τους ενδιαφέρει το χρήμα».
Δεκτή η άποψη όλων, όσων σκέπτονται έτσι. Εγώ απλά εκθέτω τη δική μου θεώρηση για τη ζωή.
Δεν αντιπροσωπεύω κανέναν εδώ, παρά μόνο τον εαυτό μου. Και τα «πιστεύω» μου υπερασπίζομαι. Σκεφτήκατε ποτέ φίλοι μου, πόσο αλλιώτικος θα ήταν αυτός ο κόσμος, αν κυριαρχούσε η αγάπη, αυτή η αγάπη που δίδαξε ο Χριστός! Αν όλοι γινόμασταν μια αγκαλιά για τους πονεμένους και τους δυστυχείς;
Αν φρόντιζε ο καθένας να φτιάξει τον εαυτό του, να είναι δίκαιος και σωστός;
Δεν το συζητώ, καθόλου, κοινωνίες αγγέλων και ύστερα, ξύπνησα, που λένε και οι νέοι.
Υπήρχε κάποτε μια οικογένεια, που είχε όλα τα καλά της γης. Αλλά δεν είχε αγάπη.
Τ’ αδέρφια φαγώθηκαν, για τη μεγάλη περιουσία, για το ποιος θα πάρει τα περισσότερα.
Ξέχασαν εκείνη την αγάπη που κήρυξε ο Χριστός και ακολούθησαν τη θεωρία του Νίτσε. Τη θεωρία του δυνατού και του ισχυρού.
Ο αδύναμος και ο ανήμπορος καταδικάζεται και επιπλέουν οι δυνατοί...
Απίστευτο; Και όμως αληθινό πέρα για πέρα.
- Άλλωστε ότι γράφω το αντλώ μέσα απ’ τη ζωή, απ’ τις διάφορες συμπεριφορές των ανθρώπων.
Κάποια στιγμή τα πιο πολλά απ’ τ’ αδέρφια πέθαναν και μαυροφορέθηκαν οι εναπομείναντες κι έκλαψαν μα δεν άλλαξαν ...τακτική, εξακολούθησαν να κονταροχτυπιούνται για μια πιθαμή τόπο.
Δε διδάχτηκαν τίποτα δυστυχώς ...
ΚΑΛΛΙΤΣΑ ΓΚΟΥΡΑΒΑ-ΔΙΚΤΑ
* Η Καλλίτσα Γκουράβα-Δικτά είναι λογοτέχνις