Το 1968, λοιπόν, απόφοιτος του κλασικού τμήματος του 1ου Λυκείου Λάρισας, πήρα και εγώ μέρος στις πανελλήνιες εξετάσεις της εποχής, που, τότε, πραγματοποιούνταν στις αρχές Σεπτεμβρίου και, όπως όλη η κεντρική και Βόρεια Ελλάδα, σε εξεταστικό κέντρο της Θεσσαλονίκης. Τα εξεταζόμενα μαθήματα για όσους προοριζόμασταν για φιλοσοφικές, νομικές και θεολογικές σχολές ήταν τέσσερα: Έκθεση, Αρχαία Ελληνικά, Λατινικά και Ιστορία και σε ύλη καθορισμένη γενικά και αόριστα όχι περιλαμβανόμενη σε συγκεκριμένα σχολικά εγχειρίδια, οπότε, όχι, απαραιτήτως διδαγμένη.
Συνηθιζόταν, τότε, στο μάθημα της Έκθεσης να δίνεται προς ανάπτυξη στους υποψήφιους της κατηγορίας μου είτε κάποιο γνωμικό, είτε κάποιο απόσπασμα κειμένου διατυπωμένου, όμως, στην αρχαία ελληνική γλώσσα. Το θέμα εκείνης της χρονιάς ζητούσε να αποδείξουμε ότι: “Ουκ έστιν ουδέν ανθρωπίνης ατυχίας μέγιστον παραμύθιον εν βίω Τέχνης”, δηλ ότι δεν ευπάρχει καμία μεγαλύτερη παρηγοριά στις ανρθώπινες αποτυχίες από την τέχνη. Το Βατερλώ, που σημειώθηκε, όπως ήταν αναμενόμενο, οφείλονταν, κυρίως, στην λέξη παραμύθιον, που σημαίνει παρηγοριά και όχι παραμύθι, που την εξέλαβαν πολλοί υποψήφιοι, οι οποίοι, γι' αυτό το λόγο, και δυσκολεύτηκαν στην ανάπτυξη.
Η αφεντιά μου, όμως, την πάτησε αλλού και όχι στο παραμύθιον. Αντί να εκλάβει τη γενική Τέχνης ως β' όρος σύγκρισης και να τεκμηριώσει το γιατί και πώς αυτή προσφέρει παρηγοριά στις ανθρώπινες αποτυχίες, προσπάθησε να αποδείξει ότι στη ζωή της τέχνης δεν υπάρχει μεγαλύτερη παρηγοριά απ’ την αποτυχία με βασικό επιχείρημα, ότι, αν δεν υπήρχαν ατυχίες και εκ νέου προσπάθειες, δεν θα υπήρχε πρόοδος. Ήμουν, δηλαδή, εκτός θέματος και, σύμφωνα με τα ισχύοντα, θα έπρεπε να βαθμολογηθεί το γραπτό μου με δύο μονάδες. Παρόλα αυτά, με άριστα το 20, βαθμολογήθηκε με οκτώ, το οποίο, προς μεγάλη μου απογοήτευση, αποδείχτηκε ικανό να μου στερήσει την είσοδό μου στην Φιλοσοφική σχολή.
Σημειωτέον ότι, για τα δεδομένα της εποχής, ήμουν μεν καλός και μελετηρός μαθητής, όχι όμως αριστούχος, μια που το 20, σύμφωνα με τη γνώμη των καθηγητών της εποχής, ήταν, τότε, μόνο για το Θεό και δεν είχαν καταντήσει, ακόμη, τα σχολεία βιομηχανίες παραγωγής αριστούχων. Σημειωτέον, επίσης, ότι παρακολούθησα φροντιστηριακά μαθήματα μόνο τους δύο καλοκαιρινούς μήνες, και για λόγους οικονομικούς αλλά και λόγω του ότι οι κανόνες λειτουργίας του Οικοτροφείου της Μητρόπολης, όπου διέμενα, δεν το επέτρεπαν.
Η αποτυχία μου αυτή, ωστόσο, με ταρακούνησε σε τέτοιο βαθμό ώστε, αρχικά τουλάχιστον, σκέφτηκα να καταλήξω καλόγερος στο Άγιον Όρος, μια που η σχέση με την Εκκλησία ήταν, παιδιόθεν, ιδιαίτερα καλή. Με τις προτροπές, όμως, συγγενών και φίλων αλλά και δεύτερες σκέψεις δικές μου κατάφερα, ύστερα από μήνες να συνέλθω ψυχικά και το Μάη του 1969 να συνεχίσω την προσπάθεια, για να δώσω ξανά εξετάσεις, αφού, προηγουμένως και επί ένα τετράμηνο, φοίτησα σε φροντιστήριο της πόλης. Αυτή τη φορά, πάντως, τα κατάφερα μεν, αλλά πέρασα εντελώς τελευταίος στη Φιλοσοφική Ιωαννίνων.
Η περιπέτεια μου, όμως, δεν τελειώνει εδώ. Κάποιοι στο χωριό μου, απ’ αυτούς που δεν χρωστούν καλό, απέδωσαν την επιτυχία μου αυτή σε δάκτυλο της Χούντας, που επικρατούσε τότε, και μετρίασαν κατ' αυτόν τον τρόπο την χαρά της επιτυχίας μου. Το γεγονός αυτό με πλήγωσε αλλά και με έκανε να θυμώσω τόσο πολύ, ώστε στρώθηκα στο διάβασμα απ’ την αρχή της φοιτητικής μου σταδιοδρομίας και κατάφερα, εγώ ο τελευταίος των επιτυχόντων, να περάσω όλα τα μαθήματα του πρώτου έτους, πλην ενός, στην περίοδο του Ιουνίου, να αριστεύσω και να πάρω εσωτερική υποτροφία, το ποσό της οποίας ανερχόταν σε 12.000 δρχ, πόσο αξιοσέβαστο,, γιατί οι σπουδές μου, με οικονομία έστω, μου στοίχιζαν, τότε το μήνα στα Γιάννενα γύρω στο χιλιάρικο. Και όχι μόνο αυτό• φοίτησα στο κλασικό τμήμα της σχολής, το πιο δύσκολο, πήρα πτυχίο σε 4,5 χρόνια και, ως καθηγητής, θέλω να πιστεύω ότι τα πήγα καλά.
Και κάτι ακόμα• αν επέλεξα να αρθρογραφώ επί χρόνια και μάλιστα σε γλώσσα κατανοητή, οφείλεται εν πολλοίς στα απωθημένα της έκθεσης και στις περιπέτειες, που αυτή με οδήγησε λόγω αδυναμίας εκ μέρους μου να κατανοήσω το θέμα των εξετάσεων.
Έκανα αυτή τη δημόσια εξομολόγηση, όχι βέβαια για να εισπράξω εύσημα αλλά, κυρίως, για να αντλήσουν διδάγματα από το παράδειγμά μου οι σημερινοί υποψήφιοι και οι γονείς τους, που αγωνιούν για τις εξετάσεις και τα αποτελέσματά τους, να συνειδητοποιήσουν πόσο σχετικά είναι όλα αυτά, και να συνεχίσουν τον αγώνα, παρά τα όποια εμπόδια βρεθούν μπροστά τους. Και αυτό γιατί η απόφαση και ο προσωπικός αγώνας ενός καλού μαθητή είναι ικανά να ανατρέψουν τα πάντα και να τον οδηγήσουν σε επιτυχίες.
Από τον Κώστα Γιαννούλα