Το κακό μαντάτο

Δημοσίευση: 23 Ιουν 2017 17:47

Ήταν χαράματα όταν έφθασε το κακό μαντάτο στο νησί, κι απλώθηκε σαν τη λάβα, σαν τη χολέρα, σαν την αντάρα και το σύννεφο.

Το ’φερε ένα καΐκι που άραξε αθόρυβα και έδεσε στον μόλο. Περαστικό ήταν από κείνα τα νερά, για άλλου τραβούσε, μα το βρήκε «θάλασσα» και άλλαξε ρότα για να προφυλαχτεί. Φρόνιμος και συνετός ο καπετάνιος, θαλασσοδερνόταν καμιά τριανταριά χρόνια, κι είχαν δει πολλά τα μάτια του, δεν έβαζε σε κίνδυνο ποτέ τους ναύτες του, εκτός κι αν δε μπορούσε να γίνει αλλιώς.
Σαν απάγκιασαν στο μικρό λιμανάκι του νησιού, νοικοκύρεψαν το καΐκι που ήταν όλα ανακατεμένα πάνω στην κουβέρτα, - παλαμάρια, ξάρτια, κουβάδες, φλόκοι, παπαφίγκοι, - απ’ τη θαλασσοταραχή, που τους πρόλαβε στ’ ανοιχτά, κι ένας - ένας, κατέβηκαν να ξεθολώσει το μάτι τους και να βάλουν κάτι τις στο στόμα τους στο μικρό καφενεδάκι.
Εκείνο το καφενεδάκι, που έστεκε χρόνια κοντά στα βράχια και δεχόταν και ξεπροβοδούσε ναυτικούς ντόπιους και ξένους. Το πλακόστρωτο ήταν ποτισμένο απ’ τα δάκρυα μανάδων κι αδερφών και γυναικών των καπεταναίων σαν ξεκινούσαν για αλαργινά ταξίδια.
Τα καπνισμένα ντουβάρια του, είχαν δει, κι είχαν ακούσει πολλά. Για καράβια που χάθηκαν, για ναυτικούς που δεν ξαναβρήκαν τον δρόμο του γυρισμού. Είδε μανάδες να χτυπιούνται και να σπαράζουν, να καταριούνται ή να βουβαίνονται, να ζουρλαίνονται και να ξεσχίζουν τα ρούχα τους, ύστερα από κάποιο κακό μαντάτο.
Ετούτο το μαντάτο όμως που κρατούσε ο καπετάνιος κάτω απ` τη γλώσσα του και που κοίταζε τους ναύτες έναν –έναν, μέσα στα μάτια σα να ζητούσε τη βοήθειά τους, όταν κάθισαν σ’ ένα απόμερο τραπεζάκι δίπλα στο τεζάκι του καφετζή, φαινόταν να είναι απ` τα πιο κακά.
Ξερόβηξε ο καπετάν - Κωσταντής σαν ήρθε νυσταγμένος ο γερο-καφετζής να τους χαιρετήσει και να πάρει παραγγελιά, γιατί ένιωσε έναν κόμπο να πνίγει τον λαιμό του, κι υστέρα έπιασε την κουβέντα.
«Καλώς ήρθατε στο νησί καπετάνιο».
«Καλώς σας... βρίσκω και στο μυαλό του σφηνώθηκε μια ιδέα. Να μην πει τίποτα για το κακό. Έτσι κι αλλιώς δεν είχε έρθει επί τούτου, τυχαία το έμαθε κι εκείνος κι ακόμα πιο τυχαία βρέθηκε στο νησί.
Όμως, το φιλότιμο, η μπέσα, το καθήκον, η συνείδησή του κι ο πόνος για το σινάφι, δεν τον άφηναν να φύγει απ` το νησί χωρίς να πει κουβέντα. Θα το `λεγε στον καφετζή κι εκείνος ας έκανε του κεφαλιού του.
«Κάτσε κοντά μας μπάρμπα, να πιεις μια ρακί ακόμα δεν έχεις δουλειά στο μαγαζί».
Μετά χαράς καπετάνιο, κι ότι έλεγα να το κάνω από μοναχός μου. Δεν σας έχω ματαδεί σε τούτα τα νερά, ξενομερίτες φαίνεστε...;»
«Ναι δεν έτυχε να πιάσουμε πόρτο εδώ στο νησί σας άλλη φορά... Τώρα ίσως το `φερε η κατάρα. Ποιος ξέρει ποιες δυνάμεις οδηγούν τα βήματα του κάθε ανθρώπου και ορίζουν τις πράξεις του».
«Κάτι κρύβουν αυτές οι κουβέντες καπετάνιο... Μπας και μας φέρνεις κανένα κακό χαμπέρι; Δε θα σου το κρύψω, είμαστε ούλοι ανήσυχοι εδώ αυτές τις μέρες».
Οι γιοι της καπετάνισσας της Γιώργαινας δεν έπιασαν λιμάνι ούτε και σήμερα. Ήταν να ξεμπαρκάρουν απ` την περασμένη βδομάδα. Η τελευταία γραφή ήταν απ` το Αλγέρι κι έγραφαν στη μάνα τους πως φθάνουν και θα δέσουν για καιρό, για να βάλουν εκείνο το σαπιοκάραβο στο καρνάγιο. Η μάνα τους η έρμη σα φέξει ο Θεός τη μέρα, κατηφορίζει προς τον μόλο και μαζεύεται με το σούρουπο, εδώ και μια βδομάδα.
Μήπως μάθατε τίποτα μωρέ λεβέντες, μιλήστε... Και μα τον Άγιο, αν δεν είναι καλό αυτό που θα πείτε καλύτερα το `χω να πέσω στη θάλασσα, παρά να πάω κακό μαντάτο στην καπετάνισσα. Πέρσι τέτοιον καιρό χάθηκε ο καπετάνιος, στ` ανοιχτά της Μαύρης Θάλασσας. Το κουφάρι του δε βρέθηκε πουθενά, κι ελπίζει ακόμα η κακομοίρα. Δεν τον έκανε ούτε ένα τρισάγιο, είναι λέει γρουσουζιά. Εδώ που τα λέμε, ώρες - ώρες, το χάνει και λίγο, μετά το κακό που τη βρήκε. Τώρα όλη της η απαντοχή είναι τα δυο της παλικάρια... Όμως κάτι σα θανατικό μου μυρίζεται πάλι μωρέ λεβέντες. Κούφια η ώρα που τ’ ακούει, ας το πάρει το κύμα, κι ας μουγκαθώ από δω και πέρα, να μην ξαναβγάλω κακό λόγο απ’ το στόμα μου...»
Έγινε σιωπή. Το κύμα πλατάγιζε χαδιάρικα πάνω στον βράχο, εκείνου του βράχου που έστεκε αγέρωχος χρόνια και δε μπορούσε ούτε στιγμή να τον κουνήσει, όσο θυμωμένο κι αν ήταν.
Είχε χαράξει για καλά. Σε λίγο γέμισε το χαμηλοτάβανο καφενεδάκι. Ο καφετζής κοίταξε μέσα στα μάτια τον καπετάν - Κωσταντή, κι εκείνος αναστέναξε βαθιά, τράβηξε τα άσπρα γένια του και κούνησε το κεφάλι... Έπειτα έγνεψε τους ναύτες να σηκωθούν... Και το κακό μαντάτο έτρεξε σ’ όλο το νησί. Σα λάβα, σα σύννεφο, σαν αστραπή. Άφρισε η θάλασσα, έσκουξαν τα γλαροπούλια, μαυροφορέθηκαν οι νησιώτισσες μα στης καπετάνισσας το αρχοντικό δεν πήγε το χαμπέρι... εκείνη είχε κατέβει στον μόλο απ’ τ’ αχάραγο και βάλθηκε ν’ αγναντεύει το πέλαγο, ώσπου έφθανε η θολή ματιά της. Μόνο σαν είδε τον καπετάνιο, γύρισε το κεφάλι και του φώναξε...
Εεε... καπετάνιο. Αν ανταμώσεις πουθενά τον καπετάνιο μου και τους γιους μου, πες τους πως καρτερώ ακόμα. Κι αν ανταμώσεις τη μοίρα μου, πνίξε την και στείλε την στον πάτο τη σκύλα...

Από την Καλλίτσα Γκουράβα - Δικτά

Περισσότερα σε αυτή την κατηγορία: « Προηγούμενο Επόμενο »

Συνδρομητική Υπηρεσία

διαβάστε την ελευθερία online

Ηλεκτρονικό Αρχείο Εφημερίδας


Σύνδεση Εγγραφή

Πρωτοσέλιδο εφημερίδας

Δείτε όλα τα πρωτοσέλιδα της εφημερίδας

Ψιθυριστά

Ο καιρός στη Λάρισα

Διαφημίσεις

Η "Ελευθερία", ήταν από τις πρώτες εφημερίδες που σηματοδότησε την παρουσία της στο Internet, μ' ένα ολοκληρωμένο site.

Facebook Twitter Youtube

 

Θεσσαλικές Επιλογές

 sel ejofyllo karfitsa 1

Γενικές Πληροφορίες

Η Εφημερίδα

Ταυτότητα

Όροι Χρήσης

Προσωπικά Δεδομένα

Επικοινωνία

 

Η σελίδα είναι πλήρως συμμορφωμένη με τη σύσταση (ΕΕ) 2018/334 της επιτροπής της 1ης Μαρτίου 2018 , σχετικά με τα μέτρα για την αποτελεσματική αντιμετώπιση του παράνομου περιεχομένου στο διαδίκτυο (L63).

 

Visa Mastercard  Maestro  MasterPass