Ενισχύεται το κλίμα εμπιστοσύνης και δημιουργούνται σιγά σιγά οι προϋποθέσεις για την επιστροφή στην ανάκαμψη και στη συνέχεια στην ανάπτυξη. Υπάρχουν όμως γκρίζα σημεία στη γενική οικονομική εικόνα που πρέπει να μας προβληματίσουν.
Ύφεση το πρώτο τρίμηνο
Το πρώτο τρίμηνο του 2017 παρατηρήθηκε ύφεση στην οικονομία εφόσον το ΑΕΠ μειώθηκε, σε ετήσια βάση, κατά 0,5%. Είχε προηγηθεί η μείωση του ΑΕΠ κατά 1,1% σε ετήσια βάση, το τέταρτο τρίμηνο του 2016.
Η επιστροφή της ελληνικής οικονομίας στην ύφεση κατά το τελευταίο εξάμηνο είναι μια από τις συνέπειες της υπερβολικά μεγάλης καθυστέρησης στο κλείσιμο της δεύτερης αξιολόγησης του τρίτου προγράμματος -μνημονίου. Σύμφωνα με τον αρχικό προγραμματισμό στον οποίο είχε συμφωνήσει ο πρωθυπουργός κ. Τσίπρας επρόκειτο να κλείσει τον Φεβρουάριο του 2016 αλλά τελικά θα κλείσει τον Μάιο-Ιούνιο του 2017.
Η επιστροφή στην ύφεση υποχρεώνει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την κυβέρνηση να αναθεωρήσουν τις προβλέψεις τους για την οικονομία το 2017 προς τα κάτω. Πριν μερικούς μήνες προέβλεπαν ετήσια οικονομική ανάπτυξη για το 2017 της τάξης του 2,5% ως 2,7% ενώ τώρα έχουν περιορίσει την πρόγνωσή τους στο 1,8% ως 2%. Το ερώτημα είναι αν θα επιτευχθεί ο αναθεωρημένος προς τα κάτω στόχος για την οικονομική ανάπτυξη, ο οποίος είναι σε γενικές γραμμές ικανοποιητικός, ή θα υπάρξουν νέες καθυστερήσεις και παραλείψεις στην εφαρμογή της οικονομικής πολιτικής με αποτέλεσμα να χαθούν και άλλες αναπτυξιακές ευκαιρίες.
«Φουσκωμένο» το πλεόνασμα
Ένα άλλο γκρίζο σημείο σε σχέση με την προοπτική της οικονομίας είναι το πρωτογενές δημοσιονομικό πλεόνασμα το οποίο εμφανίζεται από την κυβέρνηση πολύ μεγαλύτερο από ότι πραγματικά είναι.
Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης υποστηρίζει ότι έχει μειώσει δραστικά τις δημόσιες δαπάνες ενώ όλοι γνωρίζουν ότι ειδικεύεται στον ετεροχρονισμό τους. Οι ανεξόφλητες οφειλές του Δημοσίου προς τον ιδιωτικό τομέα είναι της τάξης των 5 δισ. ευρώ. Σε αυτές πρέπει να προστεθούν οφειλές του Δημοσίου ύψους 2 δισ. ευρώ των οποίων η βεβαίωση από τις αρμόδιες υπηρεσίες καθυστερεί σκόπιμα για να κρατηθούν, για ένα διάστημα, οι δημόσιες δαπάνες σε χαμηλά επίπεδα. Αν προσθέσουμε σε αυτά και την ολοένα μεγαλύτερη ουρά αυτών που προσπαθούν να πάρουν τη σύνταξη και το εφάπαξ τους φτάνουμε σε υποχρεώσεις του Δημοσίου που ξεπερνούν τα 8 δισ. ευρώ και παραλείπονται σκόπιμα από τον υπολογισμό των αποτελεσμάτων της δημοσιονομικής διαχείρισης.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεν ασχολείται προς το παρόν με το θέμα γιατί δίνει απόλυτη προτεραιότητα στη διαχείριση του δημόσιου χρέους και την ολοκλήρωση της συμφωνίας με την ελληνική κυβέρνηση και δεν δίνει σημασία στις σχέσεις του ελληνικού Δημοσίου με τον ιδιωτικό τομέα. Είναι φανερό ότι αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση θα φτάσουμε σε μια νέα δημοσιονομική απογραφή, για να υπολογιστούν τα πραγματικά δημοσιονομικά μεγέθη, ανάλογη με εκείνη του 2004 και του 2009.
Φόροι χωρίς προοπτική
Ο κρατικός προϋπολογισμός του 2017 προβλέπει νέα σημαντική αύξηση των εσόδων από την άμεση φορολογία όπως και από την φορολογία της κατανάλωσης. Πρόκειται για μια κυβερνητική επιλογή που δημιουργεί μεγάλα κοινωνικά προβλήματα και οδηγεί στην ανάπτυξη της παραοικονομίας.
Πολλοί συμπολίτες μας αδυνατούν να εκπληρώσουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις και αυτό τεκμηριώνεται μέσα από την αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών τους προς το Δημόσιο οι οποίες, ανάλογα με τον μήνα, αυξάνονται από 700 εκατομμύρια ως ένα δισεκατομμύριο.
Η υπερβολική αύξηση των φορολογικών και των ασφαλιστικών βαρών οδηγεί στην ανάπτυξη της παραοικονομίας εφόσον πολλές πολύ μικρές και μικρομεσαίες επιχειρήσεις προσπαθούν να επιβιώσουν βγαίνοντας από το πλαίσιο της επίσημης οικονομίας.
Είναι πολύ δύσκολο να περάσει η ελληνική οικονομία σε νέα φάση δυναμικής ανάπτυξης αν δεν προηγηθούν η μείωση και όχι ο ετεροχρονισμός των δημοσίων δαπανών, αλλαγή της σύνθεσής τους σε όφελος των επενδύσεων και η ουσιαστική μείωση των φορολογικών και φυσικά των ασφαλιστικών βαρών.
Του Γιώργου Κύρτσου, ευρωβουλευτή Ν.Δ.