Αυτές τις ημέρες η σκέψη μας ας πλησιάσει ευλαβικά τους τρεις Μεγάλους Ιεράρχες δηλαδή εκείνους τους φωστήρες της τρισηλίου θεότητος, που έλαμψαν σαν αστέρια πρώτου μεγέθους στο στερέωμα της Αγία του Χριστού Εκκλησίας. Ακόμη ας γίνουμε εραστές τους για τους θεόπνευστους λόγους τους και ζηλωτές της αγνής ζωής τους, γιατί με την ωραία και πλούσια σε δράση χριστιανική ζωή, καθοδήγησαν και κατηύθυναν τα βήματα εκατομμυρίων ανθρώπων στον δρόμο του καθήκοντος και της αρετής.
Ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος είναι το τρίτο λαμπρό αστέρι της Τριάδος αυτής των Μεγάλων Ιεραρχών. Βέβαια αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες μορφές της Εκκλησίας του Χριστού. Υπήρξε ο σπουδαιότερος ρήτορας, ο μοναδικός για την ευλογία του, γι’ αυτό και ονομάστηκε Χρυσόστομος.
Γεννήθηκε στην Αντιόχεια της Συρίας το έτος 347 μ.Χ. Ο πατέρας του ονομαζόταν Σεκούνδος και ήταν ανώτερος αξιωματικός του στρατού. Ο Ιωάννης έμεινε ορφανός από τη βρεφική του ηλικία και τον μεγάλωσε η ευσεβέστατη και ενάρετη μητέρα του Ανθούσα, η οποία φρόντισε ιδιαίτερα για την ανατροφή του και τη μόρφωσή του.
Ο Ιωάννης σπούδασε στα σχολεία της Αντιόχειας και κατόπιν συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Αθήνα. Εγινε μαθητής του φιλόσοφου και ρήτορα Ανδραγάθιου και του σοφιστή και ρήτορα Λιβάνιου. Εκεί σπούδασε νομικά, φιλοσοφία και ρητορική. Ηταν άριστος σπουδαστής με πολλά χαρίσματα και με εξαιρετική ευφυΐα. Ο διδάσκαλός του Λιβάνιος έτρεφε μεγάλη εκτίμηση στον Ιωάννη και για τη μητέρα του έλεγε: «Θαυμάζω τις γυναίκες που έχουν οι χριστιανοί».
Μετά τις σπουδές του επέστρεψε στην Αντιόχεια κι εκεί εξάσκησε για λίγο το επάγγελμα του δικηγόρου, όπου διακρίθηκε για τη μεγάλη του μόρφωση και για τη ρητορική του δεινότητα. Σύντομα όμως εγκατέλειψε το δικηγορικό στάδιο και στράφηκε στις θεολογικές σπουδές όπου έγινε μαθητής της περίφημης Θεολογικής Σχολής της Αντιόχειας στην οποία δίδασκαν ο Καρτέσιος και ο Διόδωρος. Όταν πια αποφοίτησε ασχολήθηκε πλέον με την μελέτη του χριστιανισμού. Επειτα έζησε εννιά χρόνια ως ασκητής και τα έξι τα πέρασε στην έρημο. Από τις στερήσεις της ασκητικής ζωής όμως κλονίστηκε σοβαρά η υγεία του και γι’ αυτό αναγκάστηκε να επιστρέψει στην Αντιόχεια. Εκεί χειροτονήθηκε διάκονος και κατόπιν πρεσβύτερος.
Στη συνέχεια ανέπτυξε φιλανθρωπική δράση. Με τα θαυμάσια κηρύγματά του ενέπνεε στην κοινωνία το συναίσθημα της φιλαλληλίας (= η αγάπη προς τον άλλο) και της αλληλεγγύης και συνιστούσε στους πλούσιους να βοηθούν εκείνους που είχαν ανάγκη. Ιδιαίτερα καυτηρίαζε τη φιλαργυρία και την πλουτομανία και έλεγε ότι αυτά είναι νοσήματα τα οποία έχουν καταλάβει τις ψυχές ολόκληρης της οικουμένης.
Επίσης, εκάκιζε τους πλούσιους γιατί έκαναν κακή χρήση του πλούτου τους, ενώ το 80% των κατοίκων της Αντιόχειας λιμοκτονούσε και ένα πλήθος από ζητιάνους περιέτρεχε τους δρόμους της πόλης για να ζητήσει βοήθεια. Επιπλέον με τις υπέροχες ομιλίες του δίδασκε την ευσέβεια, την πίστη στον Θεό, την υπακοή στις αρχές, την αποφυγή της μέθης, της πολυτέλειας και όλων των άλλων κακών.
Η φήμη για τη μόρφωσή του και την αρετή του διαδόθηκε ευρύτατα και έγινε παντού γνωστός «ως επιστήμων της ιεροσύνης». Γι’ αυτό όταν πέθανε ο Κωνσταντινουπόλεως Νεκτάριος, ο Ιωάννης χειροτονήθηκε αρχιεπίσκοπος και κατέλαβε τον πατριαρχικό θρόνο της πρωτεύουσας του Βυζαντίου στις 26 Φεβρουαρίου του έτους 398 μ.Χ. επί αυτοκράτορος Αρκαδίου. Τότε ανέπτυξε ακόμη μεγαλύτερη δραστηριότητα και έκανε πολλούς αγώνες για την εξυγίανση της εκκλησίας. Εργάστηκε με ιδιαίτερο ζήλο για την καταπολέμηση του Αρειανισμού και πέτυχε να διαδώσει τον χριστιανισμό στους λαούς της Σκυθίας, της Περσίας και της Φοινίκης.
Οι λόγοι του από τον άμβωνα σαγήνευαν τα πλήθη των χριστιανών, γιατί διακρίνονταν για την άφθαστη ρητορική τέχνη, για τη βαθύτητα της σκέψης του, του στοχασμού και την ακαταμάχητη χρήση των επιχειρημάτων του.
Ως πατριάρχης, ο ιερός Χρυσόστομος αγωνίστηκε για την εξυγίανση των εκκλησιαστικών πραγμάτων και για την πλήρη ανάπτυξη της φιλανθρωπικής ιδέας.
Ωραιότατη εικόνα για τη φιλανθρωπική δράση του μας δίνει ο επίσκοπος Θεοδώρητος, ο οποίος λέγει τα εξής:
«Ο ένας τον ικετεύει για να τον βοηθήσει. Ο άλλος που πεινάει του ζητεί τροφή και ο γυμνός ένδυμα. Άλλος πάλι που πενθεί του ζητεί παρηγοριά. Άλλος τον παρακαλεί να τον απολύσει από τη φυλακή. Άλλος τον σέρνει να επισκεφθεί τον ασθενή. Ο ξένος του ζητεί να του προσφέρει καταφύγιο και άλλος τον προσκαλεί στο σπίτι του για να δώσει λύση στα οικογενειακά προβλήματά του».
Ο Ιωάννης συνέγραψε πολλά αξιόλογα εκκλησιαστικά έργα και παράλληλα κήρυττε ακατάπαυστα το θείο λόγο. Καλούσε τους χριστιανούς στον δρόμο της πίστης και της αρετής και καυτηρίαζε την ακολασία.
Ακόμη καταδίκαζε την πολυδάπανη ακόλαστη ζωή των πλουσίων, των αυλικών και αυτής της αυτοκράτειρας Ευδοξίας, η οποία για τον λόγο αυτό, έστειλε τον Ιωάννη δύο φορές στην εξορία. Την πρώτη φορά ο λαός επαναστάτησε και ανάγκασε την αυτοκράτειρα να τον επαναφέρει αμέσως. Τη δεύτερη, όμως, φορά τον οδήγησαν στη Νίκαια και από εκεί στην Κουκουσόν της Αρμενίας, όπου έφθασε έπειτα από ταξίδι 70 ημερών. Αλλά κι εκεί δεν τον άφησαν ήσυχο οι αμείλικτοι διώκτες του. Κατάφεραν να χειροτερέψουν τη θέση του και να τον στείλουν εξορία στο μακρινό χωριό την Πυτιούντα, η οποία βρίσκεται στην ανατολική ακτή του Ευξείνου Πόντου, στους πρόποδες του Καυκάσου και της οποίας οι κάτοικοι ήταν βάρβαροι και κατά το πλείστον ειδωλολάτρες.
Η πορεία αυτή του ιερού Χρυσόστομου στο νέο τόπο της εξορίας, ήταν μαρτυρική. Οι βάναυσοι φρουροί τον υποχρέωναν να βαδίζει συνεχώς μέσα από ψηλά βουνά και με δύσκολες καιρικές συνθήκες αν και ήταν ασθενής και εξαντλημένος. Επειτα από ταξίδι τριών μηνών έφθασαν στο χωριό Κόμανα του Πόντου, όπου ο σεπτός ιεράρχης πέθανε από τις στερήσεις, τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες στις 14 Σεπτεμβρίου του έτους 407 μ.Χ. δηλαδή πριν προφθάσει να φτάσει στον τόπο της εξορίας του.
Πραγματικά υπέροχος και γεμάτος με σοφές έννοιες και διδάγματα είναι ο λόγος του Χρυσόστομου «Προς τον Ευτρόπιο».
Ο Ευτρόπιος ήταν κοινός δούλος, αλλά κατόρθωσε να γίνει ύπατος, δηλαδή πρωθυπουργός του βυζαντινού κράτους όταν αυτοκράτορας ήταν ο Αρκάδιος. Η αίγλη του ήταν μεγάλη και η πολυτελής ζωή του ονομαστή. Κάποια στιγμή όμως έπεσε στη δυσμένεια του αυτοκράτορα και καταδιωκόμενος κατέφυγε στην εκκλησία. Όταν ο στρατός και ο όχλος, που τον καταδίωκαν περικύκλωναν τον ναό και θέλησαν να τον συλλάβουν, ο ιερός Χρυσόστομος τον προστάτευε.
Εκεί, λοιπόν, παρουσία όλων αυτών, ξεφώνησε τον περίφημο λόγο του «Προν τον Ευτρόπιον». Ο οποίος είναι ο εξής:
Πού είναι τώρα η λαμπρή στολή της υπατείας σου; Πού οι χαρωπές λαμπάδες; Πού οι κρότοι, οι χοροί, τα πλούσια γεύματα και τα πανηγύρια; Πού τα στεφάνια και τα παραπετάσματα (= οι ακριβές κουρτίνες), ο θόρυβος της πόλης, τα χειροκροτήματα στις ιπποδρομίες και οι κολακείες των θεατών; Όλα εκείνα χάθηκαν πια σε μια στιγμή. Και αφού φύσηξε ο άνεμος τα φύλλα έπεσαν όλα μαζί κι άφησαν το δέντρο γυμνό να σαλεύεται από τη ρίζα του.
Πού ευρίσκονται τώρα όλοι εκείνοι, που προσποιούνταν τον φίλο;
Πού τα συμπόσια και τα ατέλειωτα δείπνα; Πού το πλήθος των υπηρετών, που όλη την ημέρα πρόσφεραν κρασί και οι μάγειροι, που χρησιμοποιούσαν ποικίλες τέχνες για να παρουσιάσουν τα γευστικά εδέσματα;
«Νυξ ήτο πάντα εκείνα και όνειρο και μόλις έγιναν ημέρα εξηφανίσθησαν. Ανθη του έαρος (της άνοιξης) ήταν και μόλις παρήλθεν όλα εμαράνθησαν. Σκιά ήσαν και παρήλθε. Καπνός ήτο και διελύθη.
Μήλο ήτο και εσάπισεν. Πομφόλυγες (= σαπουνόφουσκες) ήταν και διερράγησαν, αράχνη και διεσπάσθη». Και καταλήγει λέγοντας: Ματαιότης ματαιοτήτων, τα πάντα ματαιότης.
Δικαίως, λοιπόν, ο Ιωάννης ονομάστηκε Χρυσόστομος, γιατί χρυσά ήταν τα λόγια του και θαυμαστές οι πράξεις του. Αρα υπέροχος σαν άνθρωπος και σαν ποιμενάρχης θεωρείται μέγας και θα μείνει αθάνατος σε όλους τους αιώνες.
Ας ακολουθήσουμε το παράδειγμά του. Ας ανοίξουμε την καρδιά μας στα θεία του διδάγματα και ας γίνουμε κι εμείς σήμερα άξιοι εργάτες του πνεύματος και άξια παιδιά της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας.
Πόπη Α. Χρυσοχόου
καθηγήτρια, φιλόλογος