Να κάνει, ότι δεν τα άκουσε ποτέ, ότι δεν αποτέλεσαν ποτέ μέρος αυτής της νοσηρής κοινωνίας των «απ-ανθρώπων», που βρίσκονται γύρω μας και δίπλα μας, γιατί απλά φοβάται. Φοβάται, ότι οι εκδηλώσεις της νοσηρής κοινωνίας αυξάνονται ανησυχητικά, ότι διαιωνίζονται συνεχώς και σαν δαμόκλειος σπάθη στέκουν και πάνω από το δικό μας κεφάλι, καθιστώντας όλους μας, εν δυνάμει θύματα της.
Νομίζω, ότι κάπως έτσι αισθανθήκαμε και σκεφτήκαμε όλοι μας, όταν πληροφορούμαστε, ότι ένα εξάχρονο παιδί δολοφονήθηκε από τα χέρια του ίδιου του πατέρα, όταν πληροφορούμαστε, ότι ένα δίχρονο αγόρι, κακοποιήθηκε βάναυσα επίσης από τον ίδιο του τον πατέρα.
Όλοι μας, νομίζω, σκεφτήκαμε και συμπονέσαμε την μητέρα του 6χρονου κοριτσιού, μη μπορώντας να αγγίξει το συναίσθημά μας, ούτε στο ελάχιστο, το κουβάρι των συναισθημάτων, που προκλήθηκαν στην μητέρα αυτή, η οποία οφείλει να διαχειριστεί τον ανείπωτο πόνο, για την απώλεια του παιδιού της, την απύθμενη οργή και άσβεστο μίσος για τον άνθρωπο, που της προκάλεσε την απώλεια, συνάμα όμως και την απέραντη ενοχοποίηση του ίδιου της του εαυτού, για την επιλογή του ανθρώπου αυτού και την εμπιστοσύνη που του επέδειξε, για την τυχόν αδράνειά της να «φύγει μακριά» στις ενδείξεις, που με βεβαιότητα υπήρχαν, κυρίως όμως, πρέπει να διαχειριστεί την «ευθύνη» της, για την φυσική της απουσία, την στιγμές εκείνες, που το παιδί της πονούσε και, όπως κάθε παιδί και κάθε άνθρωπος, σε όποια ηλικία κι αν πονά, φωνάζει: «Μαμά μου…».
Δεν νομίζω να διαφέρουν τα συναισθήματα και της τραγικής μητέρας, που αντίκρισε στο νοσοκομείο το δίχρονο μωρό της, καμένο, παγωμένο και εξαθλιωμένο από τον ίδιο του τον πατέρα, τον πατέρα, που η ίδια επέλεξε ως κατάλληλο, για να αναθρέψει το παιδί, που έφερε στον κόσμο, για να το φροντίζει και να το προσέχει σαν κόρη οφθαλμού. Η μάνα αυτή στάθηκε σαφώς πιο τυχερή, γιατί το ¨μορφωμένο και με επιστημονική κατάρτιση τέρας, που κακοποίησε το παιδί της, τουλάχιστον μετέφερε το παιδί στο νοσοκομείο, έστω την ύστατη για την ζωή του, στιγμή.
Αντιλαμβανόμενοι το νόημα αποτύπωσης των σκέψεών μου, προκύπτει, ότι σκοπός μου δεν είναι να κρίνω τους ανθρώπους αυτούς, γιατί οι άνθρωποι, που αποτελούν ζωντανούς και υπαρκτούς κινδύνους για την κοινωνία μας, την οικογένεια και τα ίδια τους τα παιδιά, υπήρχαν, υπάρχουν και πάντα θα υπάρχουν και αυτοί θα κρίνονται μόνο από την Δικαιοσύνη και το Θεό.
Προσωπικά, θέλω πολύ να εστιάσω στην γυναίκα και στην μητέρα, που έτυχε να «επιλέξει» έναν από τους ανθρώπους αυτούς και να θέσει άθελά της και εν αγνοία της, τον εαυτό της και τα παιδιά της σε διαρκή κίνδυνο. Η γυναίκα και μητέρα όμως, «έβλεπε», «άκουγε» τις σειρήνες, που πάντα ηχούν από την νοσηρή συμπεριφορά ενός ανθρώπου με εγκληματική φυσιογνωμία.
Όσο καλά συγκαλυμμένη κι αν είναι η εγκληματική και νοσηρή συμπεριφορά τέτοιων ανθρώπων, πίσω από τα προσωπεία του μορφωτικού και κοινωνικού επιπέδου, όσο επιμελώς παραπλανητική και προσποιητική κι αν είναι καθημερινή τους στάση απέναντι στην κοινωνία, στην οικογένεια, στην σύζυγο και στα παιδιά, πάντα και με μαθηματική ακρίβεια, έχουν πολλάκις αναδειχθεί και εξωτερικευθεί έστω αμυδρά, τα στοιχεία της βίαιης και νοσηρής προσωπικότητας και φυσιογνωμίας.
Δυστυχώς όμως, αιτίες, όπως είναι η άρνηση του ψυχοσυναισθηματικού κόσμου της γυναίκας – μητέρας, στο να αποδεχθεί την λανθασμένη επιλογή της, η επιταγή του κοινωνικού κατεστημένου, που θέλει την γυναίκα ενταγμένη στα πλαίσια ενός τυπικού οικογενειακού προτύπου, ακόμη κι αν το πρότυπο αυτό περιορίζεται σε μια πολύχρωμη και φανταχτερή βιτρίνα, σε συνδυασμό με πλείστους όσους φόβους έχουν δημιουργηθεί και με την λογική της άρνησης να αποδεχθεί, ότι τα πάντα μπορεί να συμβούν στους πάντες, καθιστούν την γυναίκα – μητέρα, αλλά και τα παιδιά της, ευάλωτα, έρμαια και εν δυνάμει θύματα των νοσηρών συμπεριφορών επικίνδυνων ανθρώπων.
Για να είμαστε, λοιπόν, οι γυναίκες – μητέρες «εκεί», δηλαδή, πάντα δίπλα στα παιδιά μας, πιστές στον βιολογικό και κοινωνικό μας ρόλο, πιστές στην ευλογία και ευθύνη ανατροφής, προστασίας και αρωγής για τα παιδιά μας, οφείλουμε να μην κωφεύουμε, έχουμε ιερή υποχρέωση στην Φύση, που μας έδωσε το θείο δώρο της Ζωής, αλλά και στην κοινωνία, να παρατηρούμε, απαλλαγμένες από προκαταλήψεις, κοινωνικά «πρέπει», ανασφάλειες και φοβίες, κάθε στοιχείο, που μπορεί να σημαίνει, ότι έχουμε δίπλα μας και δίπλα στα παιδιά μας, έναν άνθρωπο, που μας κρατά εκτεθειμένες ως γυναίκες και μητέρες σε διαρκή κίνδυνο. Για να μπορούμε να ακούμε πάντα, όταν το παιδί φωνάζει «μαμά μου….».
Της Νικολέττας Μπουρνόβα (*)
(*) Η κ. Νικολέττα Μπουρνόβα είναι δικηγόρος