Του Γιάννη Μήτσιου
φυσικού - νομικού
Είχα καιρό να συναντήσω τον φίλο μου τον Τάκο. Εναν εβδομηντάρη θυμόσοφο με κοφτερό μυαλό και λίγες γνώσεις. Η συνάντηση έγινε σε κάποια καφετέρια στον Πλαταμώνα. Γειά σου δάσκαλε. Τι γίνεσαι ρε παλιόφιλε. Ρε δάσκαλε για κοίτα πώς περνάει ο καιρός. Θυμάσαι τότε που πήγαμε, εκδρομή στην Τουρκία; Θυμάσαι εκείνον τον τύπο τον αζαχάρωτο, που αγχωνόταν συνέχεια; Και τότε που του ανέβηκε ο ζάχαρος και χρειάστηκε να του κάνουν ένεση μουσολίνης; Πάντως ρε φίλε παρ΄ όλα αυτά ήταν πολύ σκυλοτράχηλος ο τύπος. Σκληροτράχηλος, τόλμησα να τον διακόψω. Για να φρενάρω ίσως την παραφθορά και τον βιασμό της γλώσσας. Με πρόλαβε, όμως, ο Τάκος. Ε, λοιπόν, έχεις μείνει πολύ πίσω. Εχεις πιάσει πολλή σκουριά. Τι ζήτηση έχουν σήμερα ρε δάσκαλε τα ελληνικά; Ποιος σε ρωτάει αν ξέρεις ελληνικά; Μίλα μου για εγγλέζικα να σου πω μπράβο.
- Τέλος πάντων, ας αλλάξουμε κουβέντα και ας πούμε κάτι άλλο. Σε βλέπω με στολή εκστρατείας, που ήσουνα; Α, ναι, είχα πάει να περιφράξω το οικοπεδάκι. Ξέρεις, εκεί κάτω στα Μεσάγγαλα. Και ξέρεις είναι δίπλα στη θάλασσα. Τόλμησα να παραστήσω τον δικηγόρο του διαβόλου και να κάνω κάποια ένσταση: Αν δεν κάνω λάθος, αυτά τα μέρη είναι παραθαλάσσιες θίνες, δηλαδή αμμόλοφοι, που πίσω τους δημιουργούν τα έλη και τα τενάγη; Δεν είναι δηλαδή ο γιαλός; Η έκταση που όλοι ξέρουν πως είναι δημόσια; Δεν είναι άραγε καταπάτηση δημοσίου κτήματος; Δεν φοβάσαι τον νόμο; Ο Τάκος, όμως, ήταν καταπέλτης: Εγώ δάσκαλε τον νόμο τον πετάω στον υπόνομο. Και δεν είμαι πρωτάρα. Και το μαντρί μου εκεί κατά Χασάμπαλη μεριά με όλη την έκταση γύρω - γύρω καταπατημένο δεν ήταν; Και όμως, όταν το απαλλοτρίωσαν για να φτιάξουν αποθήκες πυρομαχικών μου το πλήρωσαν για οικόπεδο στην Ομόνοια. Στο κάτω - κάτω σοσιαλισμό δεν έχουμε; Δεν δικαιούμαι να έχω κι εγώ ένα σπιτάκι σε κάποιο θέρετρο, έστω και αυθαίρετο;
- Στο σημείο αυτό η πειστικότητα του Τάκου και η τετράγωνη λογική του ήταν τέτοια ώστε, δεν ήξερες τι να πρωτοθαυμάσεις: Το αθάνατο ελληνικό δαιμόνιο ή μήπως το γενικότερο γραφειοκρατικό πανδαιμόνιο; Ηταν, πάντως, τέτοιος ο ενθουσιασμός του που σου ερχόταν να φωνάξεις "Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις", "Η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει" και άλλα παρόμοια. Ηθελες, όμως, να ήταν εκεί κοντά και κανένας "εθνοπατέρας" που μοιράζει σε κάποιους πολίτες τα γνωστά σοδομαζοχιστικά επίθετα όπως "γελασμένος", "προδομένος", "το θύμα" κ.λπ. για να ακούσει τι σκαρφίζεται και τι μηχανεύεται ο Ελληνας ψηφοφόρος για να δείξει την "αλάνθαστη" κρίση του και την "έμφυτη" εξυπνάδα του. Τον ήθελες για να κρίνεις αν και πόσο ο Τάκος εκφράζει τον σύγχρονο Ελληνα και να συγκρίνει τις τόσες αντικοινωνικές και αντιδημοκρατικές τάσεις με τις απέραντες καταπατημένες εκτάσεις. Για να διαπιστώσει τον ωχαδερφισμό της δημοσιοϋπαλληλικής καρέκλας και τη δίψα της μάζας για διαγραφή χρεών, για παραγραφή λαθών και για νομιμοποίηση αυθαιρεσιών. Και να φωνάζει ταυτόχρονα: "Για ό,τι άσχημο έγινε εσύ λαέ ποτέ δεν φταις". Τον ήθελες για να λύσεις την απορία που σε ταλαιπωρεί και να απαντήσεις στο ερώτημα που σε καίει: Αραγε ο ίδιος ξέρει τι είναι η πατρίδα του; Να είναι το αθάνατο ελληνικό φιλότιμο; Να είναι η αγάπη της ομορφιάς, της λευτεριάς και της δημοκρατίας; Να είναι αυτή που ξαναγεννιέται απ΄ τη στάχτη της, η Ρωμιοσύνη; ΄Η, μήπως, καραγκιοζιλίκι, κουτοπονηριά και καπατσοσύνη; Να είναι άραγε ο Νεοέλληνας ο γνησιότερος απόγονος του Μεγαλέξανδρου ή ο στενότερος συγγενής του Καραγκιόζη;
- Τον ήθελες για να συναισθανθεί, ίσως, και τη δική του ευθύνη. Και την ευθύνη όλων εκείνων που αποτελούν την πολιτική, την πνευματική και όποια άλλη ηγεσία αυτού του τόπου. Και αυτού του λαού που φροντίζουν πάντα κάποιοι να τον αποπροσανατολίζουν και να τον φανατίζουν για να μπορούν κάποιοι άλλοι να παραμένουν κοτσαμπάσηδες και τσελιγγάδες της πολιτικής, κοινωνικής, και οικονομικής ζωής. Που φροντίζουν κάποιοι να δημαγωγούν και να λαϊκίζουν για να μπορούν κάποιοι να είναι πασάδες και αγάδες σε κάποιους άλλους φουκαράδες.
- Απ΄ όλες αυτές τις φαντασίες και τις αιθεροβασίες φρόντισε ο φίλος μου ο Τάκος να με επαναφέρει και να με προσγειώσει ανώμαλα στα βράχια της σκληρής πραγματικότητας: Ξύπνα δάσκαλε και άκουσέ με. Γιατί έχω μυαλό εγώ. Γι΄αυτό έχω και Μερσεντές και κτήματα και του πουλιού του γάλα. Ενώ άλλοι έχουν μόνιμη παρέα τη λιτότητα. Σ΄ αυτόν τον παλιόκοσμο μία είναι η ουσία; Με ό,τι απαγορεύεται κάνεις περιουσία. Σ΄ αυτή την παλιοζωή ένα είναι το νόημα: Ο,τι φας, ό,τι πιεις και ό,τι αρπάξεις...
(Η ιστορία του Τάκου είναι φανταστική και κάθε ομοιότητα με πρόσωπα και γεγονότα είναι συμπτωματική).