Όχι βέβαια πως πρέπει να τον ξεχνάμε, να φροντίζουμε για τη σωτηρία της ψυχής μας, αλλά να μη μας παίρνει από... κάτω. Εγώ όμως φίλοι μου δεν θα σταθώ εδώ, στον αγώνα που πρέπει να κάνει ο κάθε χριστιανός όσο βρίσκεται στη γη, για να κερδίσει τη βασιλεία των ουρανών. Γι αυτά μιλάνε άνθρωποι Ιερωμένοι, Θεολόγοι και άνθρωποι γενικά φωτισμένοι, μακάρι να μπορούσα να τους φθάσω.
Εγώ θα σταθώ στο δεύτερο σκέλος αυτής της ρήσης του Μπουσκάλια, στο γήινο, στο καθημερινό, στη φροντίδα του κάθε κοινού θνητού για την επιβίωσή του.
«Να εργάζεσαι σαν να πρόκειται να ζήσεις αιώνια». Να εργάζεται ο άνθρωπος φίλε Μπουσκάλια, ωραία τα λες, αλλά πού; Δυστυχώς τα τελευταία χρόνια – να μιλήσω για τη χώρα μας, όχι πως κι αλλού είναι καλύτερα. Δυστυχώς λοιπόν τη χώρα μας τη μαστίζει η ανεργία.
Ο μισός πληθυσμός της Ελλάδας είναι άνεργος. Εργοστάσια κλείνουν, βιοτεχνίες επίσης, καταστήματα βάζουν λουκέτα, το ένα πίσω απ` το άλλο. Και όλοι αυτοί οι άνθρωποι, που εργάζονταν εκεί πετιούνται στο ...δρόμο, χωρίς καμιά αποζημίωση. Και κάποιοι είχαν μήνες να πληρωθούν για τη δουλειά τους, γιατί οι επιχειρήσεις πήγαιναν απ` το κακό στο χειρότερο. Ο δημόσιος τομέας κι αυτός πάσχει. Συνταξιοδοτούνται οι άνθρωποι που έφτασαν σε ηλικία ...απόσυρσης και περιμένουν μήνες ή και χρόνια να βγει η σύνταξη και να πάρουν και ένα πενιχρό εφάπαξ.
Και όλοι οι άνθρωποι έχουν οικογένειες, που πρέπει κάτι να βάλουν στην ...κατσαρόλα κάθε μέρα, έχουν να πληρώσουν λογαριασμούς που καταφθάνουν μάτσο, χωρίς να ...υποψιάζονται το σοκ που προκαλούν και κάποιοι να πληρώσουν δάνεια και άλλος έχει παιδί που σπουδάζει και ένα άλλο να βοηθήσει που ...τόλμησε να κάνει οικογένεια και είναι άνεργο.
Λέω «τόλμησε» αν το προσέξατε, γιατί όσους νέους φίλους έχω, ούτε που σκέπτονται το γάμο. Πορεύονται έτσι με τους δεσμούς τους – που κι αυτό είναι αντίθετο με τους θρησκευτικούς νόμους– κι όπου το βγάλει η άκρη. Και είναι παιδιάπου τον θέλουν το γάμο, θέλουν να κάνουν οικογένεια αλλά πώς; Ένα σπιτικό με το που θα ανοίξει, έχει χίλιες ανάγκες. Σε λίγα χρόνια θα είμαστε χώρα γερόντων, όπως ήταν ο τίτλος κάποιου άλλου άρθρου μου. Μερικοί επιπόλαιοι ηλικιωμένοι σχολιάζουν αρνητικά τη νεολαία. «Είναι τεμπέληδες, γέμισαν οι καφετέριες...»
Βέβαια μπορεί να υπάρχουν και τέτοιες περιπτώσεις, πάντα υπήρχαν και θα υπάρχουν άνθρωποι που τους αρέσει το ...χουζούρι, ένα πρωινό ξύπνημα είναι δύσκολο σίγουρα. Υπάρχουν και περιπτώσεις που τους διακατέχει και ένας εγωισμός.
«Εγώ σπούδασα» σου λέει ο άλλος, «έφαγα τα νιάτα μου στα θρανία, έχω τους τοίχους γεμάτους πτυχία και μεταπτυχιακά, θα πάω να γίνω ...ντελιβεράς ή γκαρσόν;» Γιατί όχι συνάνθρωπε, η γνώση δεν χάνεται και η δουλειά δεν είναι ντροπή. Γιατί να μην ανακουφιστούν και λίγο οι γονείς! Αν και υπάρχουν φορές που οι ίδιοι οι γονείς αποτρέπουν τα παιδιά τους απ` το να εργαστούν οπουδήποτε. Κυρίως οι μανάδες. Πάντα θα υπάρχουν κι αυτές οι περιπτώσεις. Σεβαστή η άποψη του καθενός.
Αλλά υπάρχουν και οι παρακάτω. Πριν κάποια χρόνια, όταν ο άντρας μου υπηρετούσε στη Θήβα, - στρατιωτικός ήταν και τον ακολουθούσα – γνωρίσαμε μια οικογένεια που μας νοίκιασε το σπίτι τους. Είχαν δυο παιδιά. Ο μεγάλος σπούδαζε γιατρός. Ώσπου τελείωσε τις σπουδές του και άνοιξε το ιατρείο τα καλοκαίρια ακολουθούσε τον πατέρα του στην οικοδομή. Οικοδόμος ήταν ο πατέρας. Εργάτης λοιπόν ο γιατρός.
«Γιατρέ» τον φώναζαν οι άλλοι εργάτες και ο πατέρας φούσκωνε από υπερηφάνεια. Και ως γιατρός αργότερα αναδείχθηκε σπουδαίος επιστήμονας και διέπρεψε. Η δουλειά λοιπόν δεν είναι ντροπή. Μακάρι να υπήρχαν δουλειές και να ασχολούνταν ο καθένας με το αντικείμενό του, αλλά οι εποχές είναι δύσκολες.
«Οι χρόνοι δίσεκτοι και οι μήνες οργισμένοι», που λέει και μια λαϊκή ρήση.
Της Καλλίτσα Γκουράβα Δικτά, λογοτέχνιδας συγγραφέα