Καθώς η οικονομική ολοκλήρωση έχει καλύψει όλα τα στάδια πριν την πολιτική, δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια για περαιτέρω βήματα ενοποίησης, τα οποία θα αρκούσαν για την υπέρβαση της κρίσης, χωρίς να τίθεται το σκληρό ερώτημα της τελεολογικής μορφής της Ένωσης: «ομοσπονδία ή διακυβερνητισμός;».
Στην αντιπαράθεση φεντεραλιστών και αντιφεντεραλιστών, οι δεύτεροι υποστηρίζουν ότι η Ε.Ε πρέπει να λειτουργεί σε διακυβερνητικό επίπεδο, ως ένας εμπορικός συνασπισμός, καθώς η άρση των τελωνιακών και άλλων εμπορικών φραγμών είναι αρκετή για να συμβάλλει στην ανάπτυξη και την ευημερία των εταίρων χωρίς να αλλοιώνει τα εθνικά χαρακτηριστικά του κράτους-έθνους. Διατρανώνουν την άποψη ότι η εθνική κυριαρχία που παραχωρήθηκε στα Ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα πρέπει να ανακτηθεί από τα κράτη. Πιστεύουν ότι αυτή η προσέγγιση μπορεί να επιτευχθεί με έναν ελεγχόμενο τρόπο που θα οδηγήσει τα πράγματα στο σημείο όπου θα ικανοποιούνται οι προσδοκίες τους. Παραγνωρίζουν ότι ένα οικοδόμημα, και μάλιστα πολιτικό, που είναι αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης και επίπονης διαδικασίας δύσκολα συντίθεται αλλά εύκολα κατεδαφίζεται.
Η εντυπωσιακή μεταστροφή της κοινή γνώμης εις βάρος της Ε.Ε, η εκλογή ακραίων πολιτικών προσώπων και αντιευρωπαϊκών κομμάτων, τα αποσχιστικά κινήματα, η αναβίωση των εθνικιστικών εγωισμών, αποτελούν τη βραδυφλεγή βόμβα που είναι έτοιμη να εκραγεί με απρόβλεπτες συνέπειες για το μέλλον της Ευρώπης. Η διάλυση δεν μπορεί να είναι ελεγχόμενη όπως θέλουν οι ευρωσκεπτικιστές καθώς το διαζύγιο θα είναι αποτέλεσμα μετωπικής σύγκρουσης που θα καταστήσει την Ευρώπη από πρότυπο συνεργασίας, σύνθεσης, ενότητας και συλλογικής δράσης, ως παράδειγμα προς αποφυγή.
Μέσα σε ένα άναρχο διεθνές σύστημα όπου οι μεταπολεμικοί θεσμοί (ΟΗΕ, ΔΝΤ, Παγκόσμια Τράπεζα κ.λ.π) φαίνεται ότι έχουν ολοκληρώσει τον ιστορικό τους κύκλο στη βάση ενός διπολικού συστήματος, η χρήση βίας και σκληρής ισχύος παραμένει πάντα το εργαλείο των πολιτικών αδιεξόδων. Τα επικίνδυνα σημάδια στην Ευρώπη είναι κάτι περισσότερο από ορατά, οι πολεμικές συγκρούσεις στο μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας, η βαλκανική πυριτιδαποθήκη, οι έντονες αποσχιστικές στη Σκοτία και την Καταλονία, και ο γερμανικός παραδοσιακός ηγεμονισμός συνθέτουν την αχλή ευρωπαϊκή εικόνα που μπορεί να γεμίσει ξανά με τα χρώματα του πόνου και της δυστυχίας της Ευρωπαϊκής ιστορίας.
Κανένα σοβαρό πρόβλημα δεν λύθηκε υπό το πρίσμα μιας στενής τεχνοκρατικής αντίληψης που δεν λαμβάνει υπόψη τον παράγοντα άνθρωπο και τις ιδιαίτερες συνθήκες που αυτός δρα και λειτουργεί. Χρειάζεται η ισχυρή πολιτική βούληση και ο ξεκάθαρος στρατηγικός στόχος της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης που θα κινητοποιήσει όλους τους επιχειρησιακούς μηχανισμούς που θα υποστηρίξουν περαιτέρω το σχέδιο της ενοποίησης. Η προοπτική της περαιτέρω ενοποίησης της Ε.Ε δεν κινδυνεύει μόνο από τους ευρωσκεπτικιστές αλλά και όσους θέλουν να επιβάλλουν την οικονομική και πολιτική τους κυριαρχία αδιαφορώντας για το ανθρώπινο κόστος και τις συνέπειες που η Ευρώπη πλήρωσε ακριβά στο παρελθόν.
Δευτερεύουσες παρεμβάσεις όπως η τραπεζική και η δημοσιονομική ένωση μπορούν να επαναφέρουν το ευρωπαϊκό όχημα σε σταθερή οικονομική τροχιά αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν εργαλείο διαφυγής από τα πολιτικά ζητήματα που έχουν ενσκήψει, ούτε να επουλώσουν τα ψυχικά ρήγματα που έχουν αναπτυχθεί στους λαούς των κρατών-μελών. Αν οι ελίτ, που έως τώρα διαμόρφωσαν το ενωσιακό περιβάλλον ερήμην των λαών τους, δεν θέλουν να βιώσουν το δημιούργημά τους να διαλύεται, θα πρέπει να ολοκληρώσουν το έργο τους πριν οι συνθήκες καταστήσουν αδύνατη οποιαδήποτε δράση.
Η αποσύνθεση βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη καθώς οι λαοί που δοκιμάζονται από την πρωτοφανή κρίση εγκαταλείπουν ολοένα και περισσότερο την υποστήριξή τους στην ιδέα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η αποδόμηση του ευρωπαϊκού μοντέλου ενοποίησης που είχε ως βάση την αλληλεγγύη των εταίρων και την κοινωνική πολιτική προκαλεί την απογοήτευση και τον έντονο προβληματισμό των ευρωπαίων πολιτών που εκφράζεται, με την εκλογική τους συμπεριφορά, επιλέγοντας πολιτικούς φορείς που ευθέως προτείνουν τη διάλυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα έθνος κράτος προβάλλει και πάλι ως το ασφαλές καταφύγιο υπέρβασης της κρίσης. Η παροιμιώδης Ευρωπαϊκή θεσμική αδράνεια αδυνατεί να ανταποκριθεί στο ρόλο της παίρνοντας γενναίες αποφάσεις που θα ανακόψουν τον πορεία οπισθοδρόμησης και θα αποτρέψουν τη διάλυση προσφέροντας ένα νέο όραμα και μια νέα προοπτική στους λαούς της Ευρώπης.
Όλα τα δεδομένα και οι εξελίξεις συνηγορούν στο συμπέρασμα ότι η αποσύνθεση της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι σχεδόν αναπότρεπτη καθώς αρχές και αξίες όπως η αλληλεγγύη, η ενότητα και η συλλογικότητα, που αποτέλεσαν το όχημα της ολοκλήρωσης, έχουν υποχωρήσει επικίνδυνα έναντι του λαϊκισμού, του εθνικισμού, και της ισχύος, διακινδυνεύοντας το ευρωπαϊκό μέλλον της ειρηνικής συμβίωσης, ανάπτυξης και προόδου.
Ο λαϊκισμός, ο εθνικισμός, και η αντιδημοκρατική προσέγγιση των προβλημάτων, ως σειρήνες που γοητεύουν και προσκαλούν την απελπισία, το φόβο και την συσσωρεμένη οργή θα επιφέρουν το μοιραίο πλήγμα με τη διάλυση και την επιστροφή της Ευρώπης στην προπολεμική περίοδο αν ο στρουθοκαμηλισμός, η αδράνεια, ο εγωισμός και η υπεροψία παραμείνουν το κυρίαρχο στοιχείο έκφρασης των ηγεσιών. Η Βρετανική έξοδος δοκιμάζει της αντοχές της Ένωσης αλλά παράλληλα η Ένωση απαλλάσσεται από τον παραδοσιακό Βρετανικό ευρωσκεπτικισμό που λειτουργούσε ως τροχοπέδη κάθε βήματος για περαιτέρω ενοποίηση.
Το πολιτικό, κοινωνικό και θεσμικό περιβάλλον επιτρέπουν ακόμα την ανάληψη πρωτοβουλιών που θα επανατοποθετήσουν τον πολιτικό διάλογο και το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης στην ανάπτυξη δράσεων και κινήσεων που θα υπηρετούν τις αρχές και τις αξίες που οικοδομήθηκε η Ένωση. Η πλειοψηφία των λαών της Ευρώπης, αν και σε σοβαρή δοκιμασία, κυριαρχείται ακόμα από τη μετριοπάθεια και την αντίληψη μιας ειρηνικής και προοδευτικής Ευρώπης. Τώρα περισσότερο από ποτέ είναι ώρα για ανάληψη πρωτοβουλιών και δράσεων προκειμένου το οικοδόμημα να παραμείνει σταθερό στις ράγες της ειρήνης, της προόδου και της ευημερίας.
Η χώρα μας, αν και σε σκληρή δοκιμασία, έδωσε το όνομα στην Ευρώπη και αποτελεί φάρο προόδου, ελπίδας, πολιτισμού, πυλώνα ασφάλειας και σταθερότητας όλης της ευρύτερης περιοχής. Η οικονομική υστέρηση δεν την εμπόδισε στο παρελθόν να έχει ένα ιδιαίτερο σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι προωθώντας παράλληλα τα εθνικά της συμφέροντα. Η θεσμικός της ρόλος στην Ε.Ε παραμένει αναλλοίωτος. Η απαισιοδοξία και ο πεσιμισμός πρέπει να δώσουν τη θέση στην πίστη και στο όραμα ότι μπορούμε και πάλι να κατακτήσουμε το κύρος μας στο σκληρό πυρήνα της Ευρωπαϊκής οικογένειας και να συμβάλλουμε καθοριστικά στη συνοχή και την περαιτέρω ολοκλήρωση της Ένωσης.
Από τον Κώστα Λιούτα
Ο Κων/νος Λιούτας είναι σμηναγός ε.α.