1) Τα Μνημόνια έφεραν την κρίση
Η άποψη είναι ανάλογη αυτής που θεωρεί πως «ο καιρός βελτιώθηκε επειδή άνθισαν τα λουλούδια». Μπλέκει την αιτία με το αποτέλεσμα. Η χώρα (για την ακρίβεια το ελληνικό δημόσιο) χρεοκόπησε, επειδή για δεκαετίες ξόδευε περισσότερα απ’ όσα εισέπραττε. Μέρος αυτών των εξόδων κάλυπτε με δανεικά από ιδιωτικές χρηματοπιστωτικές αγορές. Κι όταν οι αγορές έπαψαν να είναι διατεθειμένες να μας δανείζουν (σε αυτό έπαιξε ρόλο και η αμερικανική χρηματοπιστωτική κρίση) η χώρα δεν μπορούσε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της. Οι μόνοι που προθυμοποιήθηκαν να δανείσουν την Ελλάδα, προκειμένου να αποφευχθεί η άτακτη χρεοκοπία, ήταν οι Ευρωπαίοι και δευτερευόντως το ΔΝΤ. Τα «Μνημόνια» δεν είναι άλλο, από τα κείμενα αυτών των νέων δανειακών συμβάσεων. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα των Μνημονίων είναι σήμερα στο -5. Χωρίς τα Μνημόνια θα ήταν στο -10.
2) Τα Μνημόνια θα μας βγάλουν από την κρίση
Το ότι δεν έφεραν τα Μνημόνια την κρίση αλλά η κρίση τα Μνημόνια, δεν σημαίνει απαραιτήτως πως αυτά μπορούν και να μας βγάλουν από αυτήν. Αν μια οικογένεια ή μια επιχείρηση λειτουργεί με τρόπο που δημιουργεί συνεχώς νέα ελλείμματα, κανένα δάνειο δεν μπορεί να τη σώσει όσο ευνοϊκοί κι αν είναι οι όροι. Για τον λόγο αυτό, τα Μνημόνια συνοδεύουν τα δανεικά με μέτρα, που στόχο έχουν τη δημιουργία πλεονασμάτων αντί ελλειμμάτων. Συχνά όμως τα μέτρα είναι λανθασμένα ή εν πάση περιπτώσει όχι αρμόζοντα στις βαθύτερες αιτίες του ελληνικού προβλήματος. Κι αυτό, όχι επειδή οι δανειστές θέλουν να χάσουν τα λεφτά τους δίνοντας λάθος συμβουλές, αλλά επειδή κανένας τρίτος δεν μπορεί να γνωρίζει καλύτερα από τον νοικοκύρη ενός σπιτιού ή το αφεντικό μιας επιχείρησης, τι ακριβώς πρέπει να αλλάξει. Στην περίπτωσή μας, κι επειδή αυτά που πρέπει να αλλάξουν ξεβολεύουν ψηφοφόρους και αφαιρούν δύναμη από το πολιτικό σύστημα, κανείς από τους «ηγέτες» μας δεν τόλμησε ως τώρα να τα προτείνει. Προτιμούν να κρύβονται, άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο, πίσω από τις απαιτήσεις των ξένων. Τα μνημόνια ωστόσο δεν μπορούν από μόνα τους να μας βγάλουν από την κρίση. Από αυτήν θα βγούμε - αν βγούμε - κυρίως με δικές μας ενέργειες.
3) Το πρόβλημα της Ελλάδας είναι πως δεν παράγει αρκετά
Κυκλοφορεί η λανθασμένη άποψη πως η Ελλάδα είναι σε κρίση επειδή δεν παράγει αρκετά. Έστω πως παράγετε 10 κιλά ντομάτες κι ο γείτονάς σας άλλα τόσα. Σε εσάς η παραγωγή κοστίζει 10 ευρώ το κιλό και σε εκείνον 8 ευρώ το κιλό. Έτσι, στη λαϊκή αυτός πουλάει με 9 ευρώ και βγάζει μικρό κέρδος, ενώ οι δικές σας ντομάτες μένουν απούλητες. Αν αυξάνατε την παραγωγή σας, θα είχατε μεγαλύτερο όφελος ή μεγαλύτερη ζημιά; Δύο τρόποι υπάρχουν για να βγάλετε κέρδος: είτε να παράγετε φθηνότερα απ’ ότι ο γείτονας είτε οι δικές σας ντομάτες να είναι ποιοτικά καλύτερες, τόσο που να καλύπτουν τη διαφορά στην τιμή. Με άλλα λόγια, το πρόβλημα σας – και το πρόβλημα της Ελλάδας – δεν είναι η χαμηλή παραγωγή, αλλά η χαμηλή ανταγωνιστικότητα! Πρόσφατες μετρήσεις μάλιστα δείχνουν πως αυτή συνεχίζει να πέφτει.
4) Οι δημόσιες δαπάνες έχουν μειωθεί αρκετά
Οι παράγοντες που καθορίζουν την ανταγωνιστικότητα μιας οικονομίας είναι πολλοί. Ανάμεσά τους το εργατικό κόστος, το κόστος ενέργειας, το κόστος χρήματος, το γραφειοκρατικό κόστος και το φορολογικό κόστος. Το εργατικό κόστος είναι το μόνο που έχει μειωθεί στα χρόνια της κρίσης (αν και αυξήθηκε αρκετά το κόστος ασφάλισης). Όλα τα υπόλοιπα κόστη έχουν ανέβει αντί να κατέβουν. Γι’ αυτό τον λόγο και παρά τις μειώσεις μισθών, η ανταγωνιστικότητα εξακολουθεί να κατρακυλάει. Ο λόγος της υψηλής φορολογίας, γραφειοκρατίας και ασφάλισης είναι το μεγάλο μέγεθος και η χαμηλή απόδοση του δημοσίου. Πολλοί αντιτείνουν πως οι δημόσιες δαπάνες έχουν μειωθεί κατά πολύ τα τελευταία χρόνια. Όμως ταυτόχρονα μειώθηκε και το ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, μπορεί να μειώθηκε ο μισθός του υπαλλήλου αλλά μειώθηκε και ο τζίρος του μαγαζιού. Το ποσοστό μάλιστα των δημόσιων δαπανών ως προς το ΑΕΠ αυξήθηκε αντί να μειωθεί! Είναι προφανές ότι πρέπει να ξαναδούμε πως κατανέμονται οι δημόσιες δαπάνες και να φροντίσουμε το κάθε ευρώ που ξοδεύεται να πιάνει περισσότερο τόπο. Προς το παρόν αυξάνουμε αντί να μειώνουμε τις δημόσιες σπατάλες ενώ υπάρχουν τομείς, όπως η υγεία, που εξακολουθούν να υποχρηματοδοτούνται.
5) Το πρόβλημα είναι το νόμισμα
Κανένα νόμισμα από μόνο του δεν μπορεί να λύσει το σύνολο των οικονομικών προβλημάτων. Τα διαφορετικά νομίσματα έχουν ωστόσο διαφορετικά πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα το καθένα. Τα νομίσματα μεγάλης διεθνούς εμπιστοσύνης, οδηγούν κατά κανόνα σε υψηλότερη αγοραστική δύναμη και χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού. Διασφαλίζουν καλύτερα τις μακροχρόνιες επενδύσεις. Αντίθετα, τα λιγότερο «σκληρά» νομίσματα, έχουν την τάση να υποτιμούνται, κάτι που οδηγεί τα εγχώρια παραγόμενα προϊόντα σε ανταγωνιστικότερες τιμές, υπό την προϋπόθεση βέβαια η παραγωγή τους να μη βασίζεται σε εισαγόμενες πρώτες ύλες και εφόδια. Ταυτόχρονα, οδηγούν σε χαμηλότερη αγοραστική δύναμη και υψηλότερα επιτόκια δανεισμού, άρα πιο ανασφαλείς επενδύσεις. Για τον λόγο αυτό, τα σκληρά νομίσματα είναι καλύτερα για χώρες που βασίζουν την οικονομία τους σε μακροπρόθεσμες επενδύσεις στην υψηλή ποιότητα αγαθών και υπηρεσιών, που με τη σειρά της βασίζεται στην υψηλή εξειδίκευση ανθρώπων και υποδομών, ενώ τα μαλακότερα νομίσματα καλύτερα για χώρες που είναι διατεθειμένες να ζήσουν φτωχότερα, προκειμένου να ανταγωνιστούν κυρίως στο πεδίο της χαμηλής τιμής. Πιστεύω πως η Ελλάδα μπορεί να γίνει μια ανταγωνιστική οικονομία της πρώτης κατηγορίας. Όχι σούπερ μάρκετ αλλά μπουτίκ!
6) Η Ευρώπη είναι νεοφιλελεύθερη
Λίγοι γνωρίζουν το περιεχόμενο του όρου. Οι περισσότεροι, ανάμεσα τους και πολλοί δημοσιογράφοι, χαρακτηρίζουν «φιλελεύθερο» οτιδήποτε απλώς δεν τους αρέσει! Η θεωρία του φιλελευθερισμού, στο οικονομικό σκέλος, προτείνει «μικρό κράτος με χαμηλούς φόρους» και στο κοινωνικό σκέλος «σεβασμό στις προσωπικές επιλογές και τα ατομικά δικαιώματα». Η Ευρώπη μπορεί – ελέω Διαφωτισμού – να είναι κοινωνικά φιλελεύθερη, αλλά οικονομικά ΔΕΝ είναι. Η μακραίωνη ιστορία της, γεμάτη από Βασιλείς και Φεουδάρχες με δικαιώματα υψηλής φορολόγησης επί των υπηκόων τους, οδήγησε σε μάλλον παρεμβατικά κράτη, με ευμεγέθεις δημόσιους τομείς. Μόνο τις τελευταίες δεκαετίες κάποια ευρωπαϊκά κράτη αναγκάστηκαν να φιλελευθεροποιήσουν λίγο τις οικονομίες τους, προκειμένου να ανταγωνιστούν τις πραγματικά φιλελεύθερες οικονομίες των ΗΠΑ και άλλων δυναμικών οικονομιών της Αραβικής Χερσονήσου και της Νοτιοανατολικής Ασίας (που όμως υστερούν σε επίπεδο ατομικών ελευθεριών). Στον πυρήνα τους, οι περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες, προεξεχόντων Γερμανίας και Γαλλίας, παραμένουν κατά βάση σοσιαλδημοκρατικές (τέτοιας φιλοσοφίας είναι και τα περισσότερα μέτρα των Μνημονίων, που δίνουν έμφαση στην αύξηση των φόρων παρά στη μείωση των δημόσιων δαπανών). Γνώμη μου είναι να αυξήσουμε τις ατομικές ελευθερίες στα πρότυπα των υπόλοιπων δυτικοευρωπαϊκών χωρών και να απελευθερώσουμε ακόμα περισσότερο την οικονομία, στα πρότυπα των δυναμικότερων οικονομιών του κόσμου. Η Ελλάδα, αν αποφασίσουμε να αλλάξουμε οικονομικό μοντέλο, μπορεί να γίνει Παράδεισος.
Του Γ. Καραβάνα
*Ο Γιώργος Καραβάνας είναι Μοριακός Βιολόγος