Την ημέρα εκείνη η πόλη βρέθηκε χαμένη σε ένα σύννεφο καπνού και τσίκνας, λες κι έστελνε θυσία προς τον ουρανό, σύμφωνα με τα αρχαία έθιμα.
-«Άιντε παιδιά… Γεια μας! Και του χρόνου…» φώναζε μέσα στην έξαψή του ένας χασάπης με τους υπαλλήλους του μαγαζιού προς τους θαμώνες μιας καφετέριας που είχαν τελειώσει τον καφέ τους και ήταν ήδη στο πεζοδρόμιο, όπου έπιναν τσίπουρα και τσιμπολογούσαν παϊδάκια καθώς και κάτι χοντρά χωριάτικα λουκάνικα που είχαν κιόλας ροδοκοκκινίσει στην αυτοσχέδια ψησταριά.
Πεζόδρομος Παπακυριαζή… Κεντρική πλατεία… Και μετά πλατεία Ταχυδρομείου… Το αλαλάζον πλήθος των Λαρισαίων, ειδικά των νεότερων, θυμήθηκε ξανά την παλιά καλή γλεντζέδικη στόφα του. Τα κλαρίνα παίζουν εκκωφαντικά. Τα «παιδιά της Σαμαρίνας» πιάστηκαν και χορεύουν στους δρόμους, ο Γιάννης απολογείται για το μαντίλι του που «το ‘χει λερωμένο» και η κοντούλα λεμονιά, η Βησσανιώτισσα «με τα πολλά λεμόνια» χαμηλώνει τους κλώνους της για να χαρίσει τους χυμούς της... «You just killed troika» που θα ‘λεγε και ο Ντάισελμπλουμ στον Βαρουφάκη. Ουάοουυουου….
Το έχεις δει πολλές φορές το έργο. Οι άνθρωποι σε τούτον δω τον τόπο δεν το ’χουν συνήθειο να γροικάνε φόβο. Από τότε που ανακάτεψε ο Θεός χώμα και νερό και τους έφτιαξε, γλεντούν έξαλλα, σαν σεληνιασμένοι, σαν κάποιος αρχαίος δαίμονας να έχει μπει στο κορμί τους και να καθοδηγεί τα βήματά τους. Και φτάνουν στα όρια της παράκρουσης, όταν, κατά κάποιο τρόπο, αγκαλιάζουν τον θάνατο. Στα χρόνια τα αρχαία, στα χρόνια της δόξας – καθώς μας λέει ο Ηρόδοτος- ήταν υποχρέωσή τους να ντυθούν και να στολιστούν πριν πάνε στο πόλεμο για να πεθάνουν, μην και τους βρει ο Χάρος «άφτιαχτους κι αστόλιστους». Με τα όπλα ζωσμένοι χόρευαν τον Πυρρίχιο για να πάνε στη μάχη. Με τραγούδια και χορό άφησαν τη ζωή οι Σουλιώτισσες για τον θάνατο που ήταν μαζί και η ελευθερία τους. Τραγούδια και χοροί – γράφει ένας Γάλλος περιηγητής- αντηχούσαν στα χρόνια της επανάστασης στα μοραΐτικα βουνά και λαγκάδια, εκεί που η ξεσηκωμένη κλεφτουριά είχε στήσει τα λημέρια της.
Δεν σου λέω άλλα… Γιατί αρχίζω και θυμίζω δάσκαλο δημοτικού σχολείου που εκφωνεί τον καθιερωμένο λόγο στη σχολική γιορτή εθνικής επετείου. Αλλά βλέποντας τους συμπολίτες μου να χορεύουν στην πλατεία, γέμισα ευχάριστα συναισθήματα, γέμισα χαρά κι ελπίδα… Και μου ήρθαν στο νου και νεότερες εκδοχές. Είδα τον Κούρκουλο να βάζει φωτιά στη στράτα του και να τα παραδίνει όλα στη λήθη και σε έναν λυτρωτικό σπαραγμό. Παραδίπλα μου, ο Ζορμπάς με τη μορφή του Άντονι Κουίν ξεσάλωνε με το διάσημο πια συρτάκι του, ξανάβρισκε βηματισμό μετά από μια μεγάλη προσωπική καταστροφή, που τον έφερε στον πάτο. Στην τηλεόραση η Ρένα Βλαχοπούλου ένα από αυτά τα βράδια γέμιζε την οθόνη ομορφιά και νοσταλγία τραγουδώντας για την Κέρκυρα, ενώ από κάποιο μιούζικαλ του Δαλιανίδη ξεχύνονταν από παντού χορευτές, σε ένα πλάνο όλο φως και χρώματα μιας άλλης Ελλάδας φτωχής μα αισιόδοξης ωστόσο, που μπορούσε να γλεντά και να χαίρεται με λίγη ρετσίνα και μια ρέγκα ψημένη σε φύλλο εφημερίδας.
Απόκριες ξανά... Και ο βασανισμένος ψυχολογικά κόσμος της Ελλάδας είναι για άλλη μια φορά στο τσιγκέλι σαν αρνί τη Μεγάλη Εβδομάδα. Ακούει για μιαν αξιολόγηση που δεν κλείνει. Καλά – καλά δεν καταλαβαίνει τι θα πει αυτό, αλλά νιώθει πως κάτι κακό θα είναι, κάτι για περισσότερους φόρους λένε, για περισσότερο πόνο, περισσότερη στέρηση και λιγότερη ζωή. Είναι έμπορος και στο μαγαζί δεν πάτησε ούτε και σήμερα πελάτης κι έχει μιαν στενοχώρια, «πού θα πάει πια αυτό το κακό»; Είναι μηχανικός, έχει χρόνια να χτίσει κι όμως του βάζουν κι άλλους φόρους. Είναι συνταξιούχος του πρώην ΤΕΒΕ που μόλις του έκοψαν το ΕΚΑΣ κι έφτασε βία- βία τα τετρακόσια ευρώ. Είναι φοιτηταριό που πηγαίνει σ’ ένα από τα λίγα περίπτερα του κέντρου που δεν έκλεισαν και αγοράζει «ένα χύμα» τσιγάρο, 20λεπτά το τεμάχιο.
Κι όμως χορεύει! - θα φώναζε έκπληκτος ένας σημερινός Γαλιλαίος. Τα τελευταία χρόνια ο Ελληνας ξαναγιορτάζει την Τσικνοπέμπτη σαν μια ασύνειδη πράξη αντίστασης. Αραδιάζει ψησταριές στον δρόμο, κι εκεί μαζεύονται γειτόνοι και αυτόκλητοι περαστικοί, κι όλοι μαζί τρωγοπίνουν, καλαμπουρίζουν, γελάνε… Και είναι τόσο ακριβό και πολύτιμο το γέλιο στα χρόνια αυτά της μαζικής κατάθλιψης, ώστε λες και φύσηξε αίφνης ένα δροσάτο αγέρι που πήρε μαζί του και πίκρα και στενοχώριες…
Απόκριες ξανά… Σε μια παλιά αθηναϊκή ταβέρνα πάνε κι έρχονται τα γιοματάρια και οι καντάδες για τον μπάρμπα Γιάννη τον κανατά κάτω από την ανθισμένη αμυγδαλιά της αυλής. Στον Τύρναβο οι «μπουρανήδες» πάλι θα αναπέμψουν σπονδές στους γονιμοποιητικούς φαλλούς σαν σάτυροι και σειληνοί, ακόλουθοι του Διόνυσου. Και την Καθαρά Δευτέρα μας περιμένει φασολάδα στο Συκούριο, με λαγάνα, ταραμά και το κρασί δωρεάν…
Αχ κύριε Σόιμπλε και όλοι εσείς οι ψυχροί λογιστές της ιστορίας με τα βόρεια ονόματα, ποτέ δεν θα τιθασεύσετε τους λαούς, άμα δεν αφουγκραστείτε πρώτα την ψυχούλα τους, την αξιοπρέπεια και το φιλότιμό τους. Ασήμαντο θα είναι το αποτύπωμά σας στον ιστό της ιστορίας, κόκκοι άμμου κι εσείς θα χαθείτε για πάντα στη θλιβερή ασημαντότητά σας.
Ο Σόιμπλε πέθανε στη Λάρισα, μια Πέμπτη που ήταν Τσικνοπέμπτη. Τον αποχαιρετήσαμε με χορούς και τραγούδια...
ΑΛΕΞΗΣ ΚΑΛΕΣΗΣ
alexiskalessis@yahoo.gr
.