Οι αγορές δεν χόρεψαν στους ρυθμούς του ζουρνά, της λύρας ή του νταουλιού – η χώρα ξαναβυθίστηκε στην ύφεση και στην κρίση. Ο κατώτερος μισθός δεν σταθεροποιήθηκε στα περίπου 750 ευρώ. Οι συνταξιούχοι δεν πήραν 13η σύνταξη. Και το χειρότερο, η περίπου επτάμηνη κωλυσιεργία, που αποκαλείτο διαπραγμάτευση, οδήγησε τη χώρα σε τοίχο, με αποτέλεσμα ένα τρίτο μνημόνιο, που βυθίζει ακόμα πιο βαθιά στην ύφεση και παρατείνει την αβεβαιότητα.
Το τρίτο αυτό μνημόνιο φέρει φαρδιά πλατιά την υπογραφή των κυβερνητικών εταίρων, του Αλέξη Τσίπρα και του Πάνου Καμμένου. Το υλοποιούν με τον τρόπο που ήξεραν. Όπως μαθαίνουμε από την έκθεση του ΔΝΤ, η υψηλή φορολογία, οι εισφορές και πολλά ακόμα κυβερνητικά μέτρα είναι αποκλειστική ευθύνη της κυβέρνησης, όχι των εταίρων. Η κυβέρνηση πολιτεύεται παρασιτικά: καταλαμβάνοντας το κράτος, εξαπολύοντας φορολογικές επιδρομές κατά όσων παράγουν, κωλυσιεργώντας στις διαπραγματεύσιες με τους εταίρους, ελπίζοντας να εκμεταλλευθούν την κάθε φορά διεθνή συγκυρία και διαχειριζόμενοι επικοινωνιακά την καθίζηση του επιπέδου της ζωής μας, τη διόγκωση των προβλημάτων σε όλους τους τομείς και, το χειρότερο, την εκ νέου ανάδυση μιας συζήτησης για τη χρεοκοπία της Ελλάδας και την έξοδό της από το ευρώ στη δραχμή, που για όσους κατανοούν ισοδυναμεί με καταστροφή.
***
Παρά τις υποσχέσεις του Αλέξη Τσίπρα ότι η ελληνική οικονομία θα απογειωθεί το 2017 (κάτι ανάλογο είχε υποσχεθεί και το 2016), η κυβέρνηση βρίσκεται σε δεινή θέση. Το τρίτο μνημόνιο προέβλεπε την ολοκλήρωση της πρώτης αξιολόγησης τον Οκτώβριο 2015 και της δεύτερης, τον Φεβρουάριο 2016 (πέρυσι τέτοιον καιρό). Αμέσως μετά, η Ελλάδα θα εντασσόταν στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) και θα έβγαινε δοκιμαστικά στις αγορές. Αν η κυβέρνηση είχε ακολουθήσει το πρόγραμμα, σήμερα θα είχαμε χαμηλότερα επιτόκια δανεισμού, οι μεγάλες επιχειρήσεις θα μπορούσαν να δανεισθούν με ανεκτά επιτόκια, η οικονομία θα είχε αρχίσει να κινείται. Σήμερα, θα αισιοδοξούσαμε, θα συζητούσαμε το τέλος των μνημονίων και την έξοδο της Ελλάδας στις αγορές.
Δυστυχώς, η συστηματική κυβερνητική κωλυσιεργία δεν προοιωνίζεται τίποτα καλό. Η αδυναμία των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ να κλείσουν τη δεύτερη αξιολόγηση φέρνει τη χώρα ακόμα μια φορά στα πρόθυρα της χρεοκοπίας. Πώς θα χρηματοδοτηθεί η οικονομία, πώς θα συνεχίσει να λειτουργεί το (ακόμα σπάταλο και πελατειακό) κράτος, πώς θα πληρωθούν οι δανειακές υποχρεώσεις της χώρας που επίκεινται;
Η κυβέρνηση βρίσκεται σε δίλημμα, που είναι μεν υπαρξιακό δίλημμα δικό της, αλλά ταυτόχρονα και υπαρξιακό δίλημμα της χώρας. Οι πιέσεις να κλείσει η δεύτερη αξιολόγηση είναι ασφυκτικές. Αλλά για να συμβεί κάτι τέτοιο, υπάρχουν μια σειρά πολύ σοβαρές εκκρεμότητες. Η κυβέρνηση, σύμφωνα με όσα συμφώνησε στο τρίτο μνημόνιο, και με όσα προστέθηκαν στη συνέχεια λόγω της κωλυσιεργίας της, πιέζεται να υλοποιήσει τα εξής:
Να ολοκληρώσει τις μεγάλες ιδιωτικοποιήσεις (αντ’ αυτού, ψάχνει τρόπους να τις εμποδίσει, όπως γίνεται π.χ. στο Ελληνικό). Να ψηφίσει τις ομαδικές απολύσεις. Να ανοίξει την αγορά ενέργειας (σε μια συγκυρία, μάλιστα, που η ΔΕΗ απαξιώνεται). Να υιοθετήσει τις 230 συστάσεις για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας («εργαλειοθήκη του ΟΟΣΑ»). Να αλλάξει τις διοικήσεις των τραπεζών. Να ανοίξει τα κλειστά επαγγέλματα. Να αναθεωρήσει το νόμο για τη χρήση γης και το εθνικό κτηματολόγιο. Να μεταρρυθμίσει τα ειδικά μισθολόγια των στρατιωτικών. Να συρρικνώσει το κόστος της κοινωνικής ασφάλισης – να μειώσει δηλαδή τις συντάξεις. Και βεβαίως, εκκρεμεί ένα ακόμα ζήτημα, ίσως το κρισιμότερο: η ρύθμιση των κόκκινων δανείων των τραπεζών. Η λύση έπρεπε να είχε προσδιορισθεί από τον Οκτώβριο 2015, όμως το απαραίτητο θεσμικό πλαίσιο θα είναι έτοιμο το καλοκαίρι του 2017.
Η εικόνα, κατά συνέπεια, διαγράφεται καθαρή. Η Ελλάδα δείχνει πως δεν μπορεί ή δεν θέλει να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της δικής της σωτηρίας. Έχει μερικές εβδομάδες καιρό να αποφασίσει. Τι θα κάνει άραγε η ελληνική κυβέρνηση;
***
Ο Αλέξης Τσίπρας έχω την εντύπωση ότι συνεχίζει να καθυστερεί, γνωρίζοντας ότι δεν έχει πολλές επιλογές. Η υπογραφή των όρων της δεύτερης αξιολόγησης είναι ένα ενδεχόμενο, αλλά έχει βαρύ πολιτικό τίμημα για τον ΣΥΡΙΖΑ και τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα προσωπικά. Τα μέτρα που θα πρέπει να θίξουν άμεσα συνταξιούχους και δανειολήπτες, θα πιέσουν ακόμα περισσότερο τα ήδη χαμηλά ποσοστά του κόμματος, που θα κατρακυλήσει σε επίπεδα ΠΑΣΟΚ επί Γιώργου Παπανδρέου, με αδύνατη τη δυνατότητα ανάκαμψης. Επίσης, εντός του κόμματος έχουν ενεργοποιηθεί διάφορες ομάδες, έτοιμες να αμφισβητήσουν την παντοδυναμία του αρχηγού.
Αλλά αν δεν πάρει τα μέτρα, αν δηλαδή δεν γίνει δυνατή η δεύτερη αξιολόγηση, ο Αλέξης Τσίπρας τι δυνατότητες ελιγμών έχει; Ελάχιστες: μόνο να κωλυσιεργεί, σπρώχνοντας όλο και πιο πίσω το πικρόν ποτήριον, ελπίζοντας να φτάσει στον Οκτώβριο και να έχουν αλλάξει οι συσχετισμοί τουλάχιστον στη Γερμανία. Στο μεταξύ, όμως, η συζήτηση για το Grexit θα επανέρχεται, ενώ θα κάνει κύκλους και η συζήτηση για επιστροφή στη δραχμή. Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν έχει σχέδιο, αλλά κανείς δεν μπορεί να προδικάσει με σιγουριά ότι, προκειμένου να μείνει στην εξουσία, δεν θα θέσει με δημοψηφισματικό τρόπο θέμα επιστροφής στη δραχμή. Και τότε;
Η Ελλάδα μπαίνει σε μια νέα καμπή της κρίσης. Στην οικονομική προστίθεται και η πολιτική αβεβαιότητα, ιδίως αν οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ επιμένουν να παραμένουν γαντζωμένοι στην εξουσία. Η χώρα φλερτάρει, ακόμα μια φορά, με την καταστροφή – και είναι ανάγκη η ευρωπαϊστική αντιπολίτευση να είναι έτοιμη για δράση. Οι επόμενοι μήνες θα είναι ιδιαίτερα κρίσιμοι για τη χώρα.
Γράφει ο Ηλίας Κανέλλης