Πήγαν πολλοί να καταθέσουν τα παράπονά τους, κι ανάμεσά τους και ορισμένοι συμβασιούχοι του Δήμου Καλαμαριάς που ζητούσαν λύση στα προβλήματά τους (άραγε, αυτή σήμαινε μονιμοποίηση;). Ο πρωθυπουργός άνοιξε συζήτηση μαζί τους, άρχισε να τους λέει κάτι γενικότητες ότι η κυβέρνηση προσπαθεί να βρει λύση για την περίπτωσή τους – αλλά, προσέθεσε, μόλις μαθεύτηκε αυτό, έγινε πρωτοσέλιδο σε μια εφημερίδα. «Εμείς δεν διαβάζουμε εφημερίδες», του είπε τότε δυνατά ένας συμβασιούχος. «Καλά κάνετε, έχετε την υγειά σας», απάντησε ο πρωθυπουργός.
Αν η σχέση με την εφημερίδα του Αλέξη Τσίπρα, αλλά και του ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ, είναι αυτή που περιγράφεται στον παραπάνω διάλογο, τότε κατανοεί κανείς γιατί οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ έθεσαν βασικό στόχο τους την αλλαγή στο δημοσιογραφικό τοπίο. Επειδή έχουν αλλεργία στην ενημέρωση και την κριτική. Ο Αλέξης Τσίπρας θα προτιμούσε οι εφημερίδες να μην κάνουν πρωτοσέλιδα άλλα από εκείνα που θα βόλευαν τις πολιτικές του, γι’ αυτό και περιφρονεί τον Τύπο που δεν το κάνει. Η κριτική του προκαλεί αλλεργία, βγάζει σπυράκια με τη διαφορετική αξιολόγηση του κόσμου (του κόσμου του) από εκείνη που θα ενέκρινε ο ίδιος.
Ο χειραγωγημένος Τύπος, ο μονοπωλιακός Τύπος είναι ο Τύπος που ανέκαθεν ενέκρινε η κομμουνιστική Αριστερά. Γι’ αυτό, άλλωστε, κάθε κομμουνιστικό καθεστώς στο όνομα της επανάστασης φρόντιζε να εξουδετερώσει, και να φιμώσει, οποιαδήποτε αντίθετη φωνή. Πουθενά, σε κανένα κομμουνιστικό καθεστώς στον κόσμο δεν επιτρέπεται η ελευθερία του Τύπου. Στην Ελλάδα, που η Αριστερά ήταν μειοψηφία και ο Τύπος ήταν ελεύθερος, επινοήθηκε (όχι από την Αριστερά, αλλά από τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη) η έννοια της διαπλοκής – η οποία έγινε βασικό αριστερό σύνθημα. Για πολλά χρόνια, ο Τύπος, κατά τη ρητορική της ελληνικής κομμουνιστικής ή ριζοσπαστικής Αριστεράς, καθώς και των αριστερίστικων σχημάτων, ήταν υποτίθεται ο βασικός εχθρός των αριστερών πολιτικών. Οι αντίπαλοι της Αριστεράς κατηγορούνταν ότι είναι αρεστοί σε διάφορους εκδότες, επειδή εκείνοι τους προσέφεραν υποστήριξη έναντι αναθέσεων δημόσιων έργων σε άλλες επιχειρήσεις τους. Οι δημοσιογραφικές φωνές που ασκούσαν κριτική θεωρούνταν ξεπουλημένες στη «διαπλοκή». Την τελευταία διετία, η ηθικολογία και η συνωμοσιολογία της κυβερνώσας Αριστεράς (και της ακροδεξιάς συνιστώσας της, των ΑΝΕΛ του Πάνου Καμμένου) επεκτάθηκαν στην προσπάθεια ανάδειξης σχέσων ευρωπαϊστών πολιτικών αντιπάλων τους με εργολάβους-καναλάρχες. Πολύ γρήγορα, ωστόσο, τους κατηγορούμενους καναλάρχες τους προσέγγισε η ίδια η κυβέρνηση, «πείθοντάς» τους να αλλάξουν γραμμή! Το σχέδιο χειραγώγησης πήγαινε πρίμα.
***
Ο επιχειρηματικός όμιλος στο χώρο του Τύπου που κατηγορήθηκε, περισσότερο απ’ όλους, ως διαπλεκόμενος ήταν ο Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη (ΔΟΛ) – και το τηλεοπτικό κανάλι Mega, στο οποίο ο ΔΟΛ συμμετέχει.
Ιδίως μετά το μνημόνιο, ήταν ο όμιλος ο οποίος με μεγάλη σαφήνεια στήριξε τις αντιδημοφιλείς, πλην αναγκαίες μεταρρυθμίσεις που συνυπέγραψε η χώρα. Ακόμα κι αν υπήρξαν αντιφάσεις που οφείλονταν στη δημοσιογραφική εκτίμηση (π.χ., η εν πολλοίς υποστήριξη του κινήματος των «Αγανακτισμένων», το 2011) ή στις εκδοτικές επιλογές και συνεννοήσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ (τα περίφημα κόκκινα πρωτοσέλιδα «Βήματος» και «Νέων» μετά τις εκλογές του φθινοπώρου 2015), η αρθρογραφία των εφημερίδων, όπως και ο σχολιασμός στις ειδήσεις και στις εκπομπές γνώμης του Mega στήριζαν κριτικά την ευρωπαϊκή πορεία.
Αλλά αυτό μετέτρεψε τις εφημερίδες και το κανάλι, καθώς και συγκεκριμένους δημοσιογράφους που έδιναν τον τόνο στα συγκεκριμένα Μέσα, σε αποδιοπομπαίους τράγους των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Η κυβέρνηση, με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία, απειλούσε ότι «θα θέσει τέρμα στη διαπλοκή». Και φαινόταν ότι μπορούσε να τα καταφέρει.
Ήδη από τα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας, κυρίως λόγω της εισβολής του Ίντερνετ και κακών επιχειρηματικών σχεδιασμών, ο ΔΟΛ είχε αρχίσει να συσσωρεύει ζημιές. Το 2008 έγινε προσπάθεια αναδιάρθρωσης και οικονομικού εξορθολογισμού της επιχείρησης. Δεν έγινε κατορθωτή διότι δεν το επέτρεψε ο αριστερός συνδικαλισμός, που απείλησε με απεργίες.
Έτσι ο ΔΟΛ έφτασε στην κρίση με μεγάλο τραπεζικό δανεισμό. Tα capital control και οι συνθήκες της αγοράς επιδείνωσαν την κατάσταση – με αποτέλεσμα την αδυναμία της ιδιοκτησίας να ανταποκριθεί στις δανειακές υποχρεώσεις της και, εκτός απροόπτου, με το πέρασμα της περιουσίας του ΔΟΛ στις πιστώτριες τράπεζες, οι οποίες δύσκολα θα καταφέρουν να κρατήσουν εν λειτουργία τις εφημερίδες, μάλιστα με την ένταση και την ποιότητα που παρενέβαιναν έως σήμερα, επειδή δύσκολα θα βρεθεί φόρμουλα για να πληρώνονται οι εργαζόμενοι το επόμενο διάστημα, ώσπου να εκκαθαριστεί η εταιρεία. Η ασφυξία των προϊόντων του ΔΟΛ προβάλλει ως η κύρια εκδοχή των εξελίξεων.
Κάπως έτσι, η κυβέρνηση θα μπορούσε να επαίρεται ότι «καθάρισε» τη διαπλοκή. Και ο Αλέξης Τσίπρας να είναι περήφανος διότι σιγούν δυο ιστορικές παρεμβατικές φωνές στο χώρο του Τύπου, που αντιστρατεύονται τη λαϊκιστική, παρελκυστική και επιζήμια για τη χώρα πορεία της κυβέρνησής του.
***
Μια από τις πρώτες εφημερίδες επί ελληνικού εδάφους ήδη στη διάρκεια του εθνικοαπελευρωτικού αγώνα, ήταν τα «Ελληνικά Χρονικά», που εξέδιδε ο Ελβετός φιλέλληνας Ιωάννης-Ιάκωβος Μάγερ, στο πολιορκημένο από τους Τούρκους Μεσολόγγι, το διάστημα 1824-1826. Ο Μάγερ, που σκοτώθηκε μαζί με τη γυναίκα του και τα δυο παιδιά τους στην έξοδο του Μεσολογγίου, είχε ενοχλήσει πολλές φορές με τα δημοσιεύματά του την κεντρική εξουσία – το στα σπάργανα ακόμα ελληνικό κράτος της εποχής.
Μια ιστορική φράση του Μάγιερ, που αργότερα έγινε το έμβλημα της Ενώσεων Συντακτών Ημερησίων Εφημερίδων Αθηνών, λέει: «Η δημοσίευσις είναι η ψυχή της δικαιοσύνης».
Όσο οι δημοσιογράφοι δεν υποκύπτουν, η ελευθερία του Τύπου δεν κινδυνεύει από όσους θα επιδίωκαν να τη φιμώσουν. Και εξ όσων γνωρίζω, οι δημοσιογράφοι που αντιστρατεύθηκαν τις πολιτικές επιλογές των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ δεν είναι διατεθειμένοι να σιωπήσουν. Αλλά θα συνεχίσουν να ενοχλούν την εξουσία.
Γράφει ο Ηλίας Κανέλλης