Στην Ελλάδα τα ποσοστά παρουσιάζουν ανοδική τάση τα τελευταία 50 χρόνια λόγω της αστικοποίησης και της υιοθέτησης ενός δυτικού τρόπου ζωής, με το φαινόμενο να συνεχίζεται και εν μέσω της οικονομικής κρίσης καθώς η διατήρηση ενός υγιεινού και ισορροπημένου διαιτολογίου δεν μπορεί πλέον χρηματικά να υποστηριχθεί από ένα μεγάλο ποσοστό του Ελληνικού πληθυσμού το οποίο στρέφεται σε οικονομικότερες αλλά υποδεέστερες ποιοτικά τροφικές επιλογές.
Η μεγάλη ανάγκη που προκύπτει από τον αυξανόμενο αριθμό ατόμων που αντιμετωπίζουν πρόβλημα με το βάρος τους για την απόκτηση ενός ιδανικού-υγιούς σωματικού βάρους, συχνά αποτελεί εύκολο στόχο κάθε καινούριας – πολλές φορές μη τεκμηριωμένης "ανακάλυψης" που αφορά το αδυνάτισμα. Κάποια από τα πιο εμπορικά επινοήματα της “βιομηχανίας” του αδυνατίσματος θεωρούνται οι χαρακτηριζόμενες θαυματουργές δίαιτες, διάφορα σκευάσματα που αυξάνουν το μεταβολισμό και μειώνουν την όρεξη ή διατροφικά σχήματα που με ιδιαίτερο τρόπο συνεισφέρουν στο αδυνάτισμα. Στην πραγματικότητα οι περισσότερες από τις παραπάνω μεθόδους δεν έχουν κανένα επιστημονικό υπόβαθρο και στηρίζονται σε εντυπώσεις ή μεμονωμένες έρευνες που μπορεί να έχουν μια φαινομενική επιστημονικότητα, αλλά στην ουσία βασίζονται σε μια διαστρέβλωση των αρχών του μεταβολισμού γενικότερα. Σε αυτή τη κατηγορία ανήκουν τόσο οι διατροφικές οδηγίες που δίνονται με γνώμονα την αιματολογική εξέταση που δείχνει ποιες τροφές μας παχαίνουν και ποιες όχι, καθώς και οι δημοφιλείς πλέον δίαιτες χαμηλές σε υδατάνθρακες (π.χ. Atkins, Dukan κ.α.).
Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από τις χαμηλές σε υδατάνθρακες δίαιτες οι οποίες εδώ και χρόνια βρίσκονται στο προσκήνιο δίνοντας την υπόσχεση πως θα μας βοηθήσουν να έχουμε μια γρήγορη και ασφαλή απώλεια βάρους. Σε αυτού του τύπου τις δίαιτες μειώνεται σε μεγάλο ποσοστό η κατανάλωση τροφών πλούσιων σε υδατάνθρακες όπως η ζάχαρη, το ρύζι, το αλεύρι, τα ζυμαρικά, τα δημητριακά, το γάλα και το γιαούρτι, το ψωμί, τα φρούτα και λαχανικά ενώ επιτρέπεται η κατανάλωση κόκκινου κρέατος, πουλερικών, ψαριών και οστρακοειδών, τυριών, βουτύρου και μαργαρίνης σε μεγάλες ποσότητες. Κάποια διατροφικά σχήματα περιορίζουν τους υδατάνθρακες μόλις στο 20% των συνολικών θερμίδων (ενώ το συνιστώμενο είναι το 50-55%), ενώ άλλα απλά μετριάζουν την πρόσληψη υδατανθράκων στο 30-40% της συνολικής ενεργειακής πρόσληψης.
Οι υδατάνθρακες και η γλυκόζη η οποία αποδίδουν, αφού απορροφηθούν από τον οργανισμό, αποτελούν τροφή για τον εγκέφαλο και όλους τους ιστούς του ανθρώπινου σώματος και γεμίζουν τις αποθήκες του οργανισμού στους μύες και το συκώτι με γλυκογόνο, που είναι η άμεση πηγή ενέργειας. Μια διατροφή φτωχή σε υδατάνθρακες σχετίζεται, σύμφωνα με μελέτες, με χαμηλά επίπεδα συγκέντρωσης, κόπωση και αυξημένα επίπεδα κετονών στο αίμα. Αυτό συμβαίνει γιατί αυτού του τύπου οι δίαιτες έχουν σχεδιαστεί για να μιμούνται πολλές από τις βιοχημικές μεταβολές που συνδέονται με την παρατεταμένη νηστεία. Όταν νηστεύουμε το σώμα μας χρησιμοποιεί καταρχάς το απόθεμα γλυκόζης και γλυκογόνου και στη συνέχεια αρχίζει να καίει το λίπος που έχει αποθηκεύσει και τα αμινοξέα που συνθέτουν τους σκελετικούς μύες. Όταν δεν διατίθεται επαρκής ποσότητα γλυκόζης στα κύτταρα για να παραχθεί ενέργεια, όπως συμβαίνει στην περίπτωση των διαιτών που είναι χαμηλές σε υδατάνθρακες, παράγονται από το συκώτι τα λεγόμενα κετονικά σώματα από λίπη και πρωτεΐνες ο σχηματισμός των οποίων είναι στην ουσία μια παράπλευρη οδός διανομής ενεργειακών υποστρωμάτων στα περιφερικά κύτταρα. Έτσι η απώλεια βάρους που παρατηρείται μετά από μια τέτοια δίαιτα αντικατοπτρίζει την απώλεια υγρών και μυϊκού ιστού και όχι απώλεια καθαρού λίπους.
Αυτού του τύπου οι δίαιτες, ενώ έχει φανεί πως μπορεί να έχουν θετικές επιδράσεις στη συγκέντρωση τριγλυκεριδίων και καλής χοληστερόλης του αίματος, κρίνονται επικίνδυνες αφού σύμφωνα με ερευνητικά στοιχεία οι προαναφερθείσες ουσίες (κετόνες) όταν υπερπαράγονται στον οργανισμό (όπως συμβαίνει όταν ακολουθούμε μια δίαιτα χαμηλή σε υδατάνθρακες) αλλάζουν σε μεγάλο βαθμό τη χημική ισορροπία του σώματος. Η επιβράδυνση του βασικού μεταβολικού ρυθμού, η μείωση της θερμοκρασίας του σώματος, η αύξηση του ουρικού οξέως, η επιβάρυνση της νεφρικής λειτουργίας και η δημιουργία λίθων στους νεφρούς είναι μερικές ακόμα δυσάρεστες συνέπειες της εφαρμογής τέτοιων διαιτητικών σχημάτων. Επίσης η αυξημένη πρόσληψη λίπους που προάγεται με αυτές τις δίαιτες εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για διάφορες καρδιαγγειακές επιπλοκές σύμφωνα με την Αμερικανική Καρδιολογική Εταιρία.
Ένας άλλος μοντέρνος τρόπος που πλέον χρησιμοποιείται για τον καθορισμό της "ιδανικής" δίαιτας είναι μια εξέταση που υποτίθεται πως υποδεικνύει τις τροφές που ευθύνονται για το πρόβλημα της παχυσαρκίας του καθενός (τεστ δυσανεξίας). Ουσιαστικά ο συγκεκριμένος αιματολογικός έλεγχος επισημαίνει τροφές με τις οποίες αντιδρούν τα κύτταρα του ανοσοποιητικού μας συστήματος, παράγοντας ανοσοσφαιρίνες τύπου E (IgE) και τύπου G (IgG). Αξίζει να αναφερθεί σε αυτό το σημείο πως δεν υπάρχουν επιστημονικώς τεκμηριωμένα δεδομένα που να συσχετίζουν τις ανοσοσφαιρίνες τύπου G ή τύπου E με αλλαγές στον βασικό μεταβολικό ρυθμό ή την αύξηση του λιπώδους ιστού, που ως γνωστό καθορίζουν την παχυσαρκία. Μπορεί λοιπόν τα εργαστηριακά αποτελέσματα τα οποία προκύπτουν από τέτοιου είδους προσδιορισμούς να είναι χρήσιμα για κάποιες παθολογικές καταστάσεις (όπως για παράδειγμα διάφορες φλεγμονώδεις παθήσεις του εντέρου ή κάποιες τροφικές αλλεργίες) και η αποφυγή των συγκεκριμένων τροφών που το τεστ υποδεικνύει να συνεισφέρει πράγματι σε μια καλυτέρευση της γενικότερης υγείας του ατόμου, όμως δεν μπορούν να επιφέρουν οποιαδήποτε αποτελέσματα στην απώλεια λιπώδους ιστού και σωματικού βάρους γενικότερα. Επιπλέον η όποια αποτελεσματικότητα αυτών των προσεγγίσεων οφείλεται αποκλειστικά στο σημαντικό διαιτητικό αποκλεισμό που επιφέρουν, άρα και στις μειωμένες θερμίδες που αυτός συνεπάγεται. Επίσημη θέση όσον αφορά το θέμα έχει πάρει πρόσφατα και η Διεύθυνση Δημόσιας Υγείας του Υπουργείου Υγείας που με ανακοίνωσή της τον Αύγουστο του 2016 επισημαίνει πως «οι τροφικές υπερευαισθησίες που ανιχνεύονται από τα συγκεκριμένα τεστ δεν έχουν καμιά τεκμηριωμένη σχέση με το σωματικό βάρος, τον μεταβολικό ρυθμό και την ρύθμισή του». Τέλος αξίζει να σημειωθεί πως τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης μεθόδου μπορεί να ελλοχεύουν κινδύνους για την υγεία αφού αποκλείοντας ένα ευρύ φάσμα τροφών μπορεί να προκληθούν σημαντικές διατροφικές ελλείψεις.
Το συμπέρασμα λοιπόν που εξάγεται είναι πως δεν πρέπει εύκολα και χωρίς επιφύλαξη να αποδεχόμαστε κάθε καινούρια τακτική, ιδιαίτερα δε όταν αυτή ανατρέπει δεδομένα χρόνιων επιστημονικών ερευνών όπως το μοντέλο της Μεσογειακής διατροφής. Επίσης δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο καλύτερος τρόπος για μια υγιή απώλεια βάρους είναι η δημιουργία ενός σχετικά μικρού ενεργειακού ελλείμματος που θα αναγκάσει τον οργανισμό να χρησιμοποιήσει το περιττό λίπος. Η ισορροπημένη πρόσληψη λιπαρών, πρωτεΐνης και υδατανθράκων με μείωση των κορεσμένων λιπαρών, των σακχάρων και της ενέργειας, σε συνδυασμό με συστηματική άσκηση συνιστούν την πιο ασφαλή μέθοδο για μια ομαλή απώλεια βάρους.
* Του Αθανάσιου Μιγδάνη, κλινικού διαιτολόγου διατροφολόγου M.Sc., επιστημονικού συνεργάτη ΤΕΙ/Πανεπιστημίου Θεσσαλίας και υπ. Διδάκτορα Πανεπιστημίου Θεσσαλίας