Η primaire του 2011 είχε εκπέμψει μια δυναμική νίκης. Η primaire του 2017 μπορεί να αποτελέσει την ψηφοφορία ενός μοιραίου διχασμού.
Παρόλο που η συμμετοχή (γύρω στα 1,8 εκατομμύρια ψηφοφόροι) δεν ήταν μικρή, είναι πάντως μικρότερη από εκείνη του 2011 (2,7 εκατομμύρια). Το μόνο καλό είναι ότι μετά τον δεύτερο γύρο της επόμενης Κυριακής θα υπάρξει ένα διάλειμμα στον πόλεμο μεταξύ των δύο Αριστερών που δηλητηρίασε όλη τη θητεία του Φρανσουά Ολάντ.
Πριν από πέντε χρόνια, νικητές του πρώτου γύρου της primaire ήταν οι δύο πιο κεντρώοι υποψήφιοι της σοσιαλιστικής οικογένειας: ο Φρανσουά Ολάντ και η Μαρτίν Ομπρί. Παρά την προσωπική τους εχθρότητα, τα οράματά τους για την Αριστερά ήταν συναφή. Σήμερα συμβαίνει το αντίθετο. Παρόλο που οι νικητές του πρώτου γύρου, ο Μπενουά Αμόν και ο Μανουέλ Βαλς, είναι γόνοι της ίδιας «ροκαριανής» οικογένειας, αντιπροσωπεύουν τα δύο άκρα του Σοσιαλιστικού κόμματος.
Ελάχιστα είναι τα κοινά τους σημεία. Ο Μανουέλ Βαλς θέλει να πολεμήσει τη Δεξιά, ο Μπενουά Αμόν δίνει προτεραιότητα στην ανασυγκρότηση της Αριστεράς. Ο πρώτος ακολουθεί τα χνάρια του Ολάντ, ο δεύτερος θέλει να ανοίξει έναν άλλο δρόμο. Αν και ο Βαλς λανσάρει κάποιες νέες ιδέες, όπως το «αξιοπρεπές εισόδημα», στην πραγματικότητα θέλει να συνεχίσει τον δρόμο που χάραξε ο απερχόμενος πρόεδρος. Υποστηρίζοντας την καθιέρωση του οικουμενικού εισοδήματος, αντίθετα, ο Αμόν προωθεί ένα πρόγραμμα ρήξης. Και πιστεύει ότι ολόκληρο το αναπτυξιακό μοντέλο της Δύσης πρέπει να αναθεωρηθεί.
Οι δύο άνδρες διαφέρουν όμως ριζικά και στην άποψή τους για την άσκηση της εξουσίας. Ο Βαλς πιστεύει στην κλασική εικόνα του αυταρχικού και αποφασιστικού ηγέτη της 5ης Δημοκρατίας. Ο Αμόν την αμφισβητεί και θέλει να περάσει σε μια νέα εποχή, πιο συμμετοχική, πιο κοινοβουλευτική, πιο οριζόντια. Με άλλα λόγια, ο πρώτος πιστεύει στο αύριο και ο δεύτερος στο μεθαύριο.
Αυτές οι διαφορές δεν είναι τυχαίες. Εξηγούν και αναδεικνύουν τη βαθιά κρίση του Σοσιαλιστικού Κόμματος. Η κρίση αυτή, που έχει προαναγγελθεί εδώ και χρόνια αλλά αναβαλλόταν κάθε φορά με ιδεολογικά μπαλώματα της τελευταίας στιγμής, οξύνθηκε επί της θητείας του Ολάντ.
Η άσκηση της εξουσίας είναι συχνά άδικη: βγαίνεις από αυτήν είτε ισχυρότερος είτε ασθενέστερος. Ο πολιτικός απολογισμός του Ολάντ είναι καταστροφικός. Αρνούμενος να προετοιμάσει τους ψηφοφόρους για τη στροφή προς την πολιτική της προσφοράς που δεν είχε αναγγελθεί στην προεκλογική εκστρατεία, φέρει μια ιστορική ευθύνη. Το αποτέλεσμα είναι θλιβερά αναπόφευκτο: όχι μόνο ο Ολάντ δεν δημιούργησε τις συνθήκες για τη συσπείρωση της σοσιαλιστικής οικογένειας, αλλά άνοιξε και πάλι παλιές πληγές.
Οι επόμενες ημέρες θα είναι κρίσιμες για το παλιό PS. Και η λογική της primaire δεν θα το βοηθήσει. Όσο καλή είναι αυτή η διαδικασία στην παραγωγή συζητήσεων και συγκρούσεων, τόσο κακή είναι στην προετοιμασία συνθέσεων. Για να μην πούμε ότι τις καθιστά αδύνατες. Το 2011, η συστράτευση του Μοντεμπούρ με τον Ολάντ έσπειρε τους σπόρους ενός διχασμού που ήρθε δυναμικά στην επιφάνεια κατά τη διάρκεια της προεδρικής θητείας.
Στο στρατόπεδο της Δεξιάς, η συντριπτική νίκη του Φρανσουά Φιγιόν τον έκανε να πιστέψει ότι οι Γάλλοι συμφωνούν με το φιλελεύθερο και συντηρητικό του πρόγραμμα. Εξ ου και η τεράστια δυσκολία που αντιμετωπίζει σήμερα όχι μόνο να συσπειρώσει την πολιτική του οικογένεια, αλλά και να αποκτήσει εκ νέου μια εκλογική δυναμική. Αυτή είναι η έμφυτη αδυναμία της primaire: πετυχαίνει να επιλέξει, αποτυγχάνει όμως να συσπειρώσει. Ο Βαλς και ο Αμόν, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα του δεύτερου γύρου, θα χρειαστεί να συσπειρώσουν τους ανθρώπους και να προσαρμόσουν τα προγράμματα. Εκτός αν στην πραγματικότητα έχουν ξεγράψει τις ελπίδες τους για τις προεδρικές εκλογές – και για το μέλλον του Σοσιαλιστικού Κόμματος.
(Πηγή: Libération)
Tου Γκρεγκουάρ Μπιζό (*)
(*) Ο Γκρεγκουάρ Μπιζό είναι πολιτικός συντάκτης της Libération