Η συνάντηση εκείνη θεωρήθηκε ότι απέτυχε, διότι οι δύο πλευρές έφυγαν με διαφωνίες στο εδαφικό και στο θέμα της ασφάλειας, αλλά η αδυναμία συμφωνίας δεν ανέκοψε τη δυναμική της συνεννόησης. Οι δύο ηγέτες συνέχισαν τις συνομιλίες στην Κύπρο, με την υποστήριξη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΗΕ, και στη συνέχεια, την περασμένη εβδομάδα, ξαναβρέθηκαν στην Ελβετία για να συνεχίσουν τη διαπραγμάτευση. Αυτή τη φορά, μάλιστα, έφτασαν ακόμα πιο κοντά: αντάλλαξαν χάρτες με τα πιθανά εδάφη που θα επιστραφούν στους διωχθέντες Ελληνοκυπρίους, συζήτησαν για το χαρακτήρα του ομοσπονδιακού πολιτεύματος και για την ηγεσία του κυπριακού κράτους ενώ η συζήτηση οδήγησε και στον ρόλο των εγγυητριών δυνάμεων. Υπενθυμίζω ότι η Ελλάδα, η Τουρκία και η Βρετανία έχουν στρατιωτική παρουσία στο νησί: η Ελλάδα διατηρεί στρατιωτική δύναμη, στα Κατεχόμενα υπάρχει τουρκικός στρατός κατοχής, ενώ δυνάμεις έχουν και οι Βρετανοί στις εκεί στρατιωτικές βάσεις τους.
Η νέα συνάντηση οδηγήθηκε, εκ νέου, σε αδιέξοδο. Αυτή τη φορά, όμως, το αδιέξοδο αυτό αποδόθηκε όχι στις δύο πλευρές αλλά στην παρέμβαση του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών, Νίκου Κοτζιά. Ενώ η ελληνική πλευρά δήλωνε ότι περιβάλλει με την εμπιστοσύνη της τον πρόεδρο Αναστασιάδη, ο κ. Κοτζιάς στην πράξη ακολούθησε μια δική του στρατηγική, δυναμιτίζοντας την προσπάθεια των δύο Κυπρίων ηγετών αλλά και της ΕΕ και του ΟΗΕ να καταλήξουν σε μια πενταμερή διάσκεψη λύσης, με τη συμμετοχή των δύο κοινοτήτων και των τριών εγγυητριών δυνάμεων. Απαίτησε κάτι που φαντάζει πατριωτικό: την άμεση και πλήρη απόσυρση των τουρκικών δυνάμεων στο νησί. Επί της ουσίας, όμως, απαίτησε κάτι μαξιμαλιστικό, που ήταν ευνόητο ότι θα τίναζε στον αέρα τις συνεννοήσεις που ήδη είχαν γίνει.
Και τις τίναξε στον αέρα.
***
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο Έλληνας υπουργός Εξωτερικών υιοθετούσε τη γραμμή του ελληνικού εθνικισμού, ο οποίος αντιτίθεται σε οποιαδήποτε προοπτική λύσης και ευνοεί την παράταση της εκκρεμότητας – και επί της ουσίας, την οριστικοποίηση της διχοτόμησης.
Ο κ. Κοτζιάς, βεβαίως, αρνείται τη μομφή που του αποδίδεται, ότι είναι ο βασικός υπεύθυνος για τη διακοπή των συνομιλιών. Ωστόσο, με χθεσινό της δημοσίευμα, η διαδικτυακή επιθεώρηση Politico γράφει ότι ο Έλληνας υπουργός δεν θα εκπροσωπεί πλέον την Ελλάδα στη διαπραγμάτευση, ότι «θα κρατηθεί μακριά από τις μελλοντικές διαπραγματεύσεις για την επανένωση της Κύπρου». Σύμφωνα με το Politico, «η επόμενη πολιτική συνάντηση για το πώς θα διασφαλιστούν η ασφάλεια και η ανεξαρτησία της Κύπρου –η οποία, ωστόσο, έως σημερα δεν έχει οριστεί πότε θα γίνει– θα είναι μεταξύ των επικεφαλής των κυβερνήσεων και όχι των υπουργών Εξωτερικών. Είναι πολύ πιθανό να εκπροσωπήσει τη χώρα του ο ίδιος ο Έλληνας πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας, μετά τα παράπονα που ακούστηκαν από τα Ηνωμένα Εθνη, αλλά και άλλους αξιωματούχους, για τη συμπεριφορά του Κοτζιά την προηγούμενη Πέμπτη», συμπληρώνει η επιθεώρηση.
Τα δημοσιεύματα του Politico συνοψίζουν κι άλλα δημοσιεύματα, κυρίως της κυπριακής εφημερίδας «Ο Πολίτης», με πολύ καλή πρόσβαση στον πρόεδρο Αναστασιάδη, που εδώ και πολύ καιρό εμφανίζει τον κ. Κοτζιά ως πρόσωπο που αντιτάσσεται στην κυοφορούμενη λύση. Στο Politico, επίσης, έχει εμφανιστεί ακόμα ένα δημοσίευμα σύμφωνα με το οποίο η Ρωσία αντιτίθεται σε λύση του Κυπριακού, για δικούς της γεωπολιτικούς λόγους.
(Μπορεί να είναι άσχετο, ωστόσο πρόσφατα ο κ. Κοτζιάς είχε δεχτεί επικρίσεις για την πρόσκληση στο μάθημά του, στο Πανεπιστήμιο Πειραιά, του Ρώσου ακροδεξιού Αλεξάντερ Ντούγκιν, ο οποίος συνδέεται με τον Ρώσο πρόεδρο Πούτιν. Η πληροφορία είχε δημοσιευθεί στους «Financial Times», ο κ. Κοτζιάς αρχικά τη διέψευσε, αναγκάστηκε ωστόσο να παραδεχτεί ότι είχε προσκαλέσει τον κ. Ντούγκιν, αφού δημοσιεύθηκε και φωτογραφία τους στην είσοδο του Πανεπιστημίου.)
***
Η ουσία, πάντως, είναι μία. Το Κυπριακό μπορεί να λειτουργήσει ως αφορμή τριβής στο εσωτερικό της ελληνικής κυβέρνησης. Με διακηρυγμένη την απόφαση των δύο κοινοτήτων να προχωρήσουν, η διεθνής κοινότητα θα κάνει ό,τι μπορεί για να παρακάμψει τις αντιστάσεις των εγγυητριών δυνάμεων. Ο Ερντογάν είναι προφανές ότι θα καθυστερήσει όσο μπορεί την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων κατοχής από το νησί.
Η Ελλάδα, όμως, θα μπορούσε να δείξει καλή θέληση, πιέζοντας και την Τουρκία να αποδεχθεί ό,τι επέλεξαν οι δύο πλευρές στην Κύπρο. Ο κ. Τσίπρας δεν έχει τα κολλήματα του Ερντογάν. Έχει όμως ως υπουργό τον κ. Κοτζιά.
Ο σκόπελος Κοτζιά θα μπορούσε όντως να υπερπηδηθεί με την εμπλοκή του ίδιου του Έλληνα πρωθυπουργού ο οποίος θα διεκδικούσε να του πιστωθεί η λύση σε ένα τεράστιας σημασίας εθνικό θέμα όπως το Κυπριακό. Ωστόσο, φαίνεται ότι αν ο κ. Κοτζιάς δεν πειθαρχήσει στις βουλήσεις του πρωθυπουργού του ο κ. Τσίπρας θα χρειαστεί να ρισκάρει, να θέσει σε δοκιμασία την εύθραυστη κυβέρνησή του κάνοντας το «διεθνιστικό του καθήκον» έναντι του υπουργού του. Και τότε το Κυπριακό μπορεί να γίνει υπαρξιακό πρόβλημα για τον ΣΥΡΙΖΑ.
Ο κ. Τσίπρας έχει μια μοναδική ευκαιρία να συμπεριφερθεί ως ηγέτης σε ένα πρόβλημα που βαλτώνει μόνο από εθνικοπατριωτικές ιδεοληψίες. Θα το κάνει; Θα φερθεί σαν αντιεθνικιστής αριστερός (όπως η κυπριακή Αριστερά, το ΑΚΕΛ); Θα καταφέρει, έστω για μια φορά, να αναμετρηθεί με το βάρος μιας ιστορικής επιλογής; Πολύ σύντομα θα ξέρουμε.
Γράφει ο Ηλίας Κανέλλης