Βιβλικές καταστροφές, εκατομμύρια νεκροί, γενοκτονίες, βαρβαρότητες, πείνα, αθλιότητες. Στην γειτονική μας περιοχή, μάχες γίνονταν μεταξύ ανταρτών και του Ιταλικού στρατού κατοχής. Νεκροί Ιταλοί, σκληρά αντίποινα, κάψιμο όλων των χωριών γύρω από το γειτονικό μας οροπέδιο Νευρόπολης το οποίο, τώρα, έχει καταληφθεί από τα νερά της λίμνης Πλαστήρα. Η Καστανιά γλύτωσε ως εκ θαύματος. Όμως, όλη αυτή η κοσμοχαλασιά δεν εμπόδισε την ανεπανάληπτη έκρηξη της εφηβείας, που, με πείσμα, διεκδικούσε τα δικαιώματά της. Δεν άργησε να συγκροτηθεί η εφηβική καλοκαιρινή παρέα: Πέντε χαριτωμένα κοριτσόπουλα στα δέκα πέντε και κάτω, δύο δεκαπεντάχρονα αγόρια αμούστακα αλλά γεροδεμένα με κοντά παντελόνια, ένα λίγο μεγαλύτερο που του είχαν επιτρέψει να φοράει μακριά παντελόνια. Βόλτες μέχρι το «Σταυρό» κάθε απόγευμα, επιστροφή το βράδυ στο καφενείο του Αλέξη Τζοβάρα με γλυκό του κουταλιού και χαζά παιχνίδια.
Ώσπου εμφανίστηκε για λίγες μέρες, ως διάττων αστήρ, η Νίνα. Ήταν μια εικοσάχρονη εντυπωσιακή κοπελάρα με πολύ γλυκειά φωνή και απίστευτο μελωδικό ταλέντο. Ξαπλωμένοι στο λόφο του Αϊλιά, κάτω από ένα φωτεινότατο Αυγουστιάτικο φεγγάρι, ακούμε μαγεμένοι τα τραγούδια της Νίνας. Οι μελωδίες της απλώνονται στη σιγαλιά της Καστανιώτικης νύχτας, περιπλανώνται μέχρι τα απέναντι πανύψηλα έλατα και επιστρέφουν μαζί με την αψιά ελατήσια ευωδιά. Δύο είναι τα τραγούδια που ξεχωρίζουν από το ρεπερτόριο της Νίνας. Το πρώτο εκφράζει μία αβάσταχτη νοσταλγία και πόνο για την ευτυχία που χάνεται λόγω αποχωρισμού, ως συνέπεια του προαιώνιου ξενιτεμού των Ελλήνων . Ιδού οι κυριότεροι στίχοι:
«Νάνι, νάνι, τριγύρω βρέχει μελαγχολικά,
Κοιμήσου εσύ ξεκουράσου και τα όνειρά σου
Ας είναι γλυκά.
Κλείσε, τα βλέφαρά σου τα αγαπημένα,
Κλείσε, τα δυο σου μάτια π’αγαπώ.
Νάνι, νάνι, τριγύρω βρέχει μελαγχολικά,
Ας ξεχασθούν οι καημοί σου
Κοιμήσου, κοιμήσου κι’εγώ ξαγρυπνώ
Φεύγω, φεύγω, γλυκειά μου αγάπη από σένα μακριά,
Μακριά από την αγκαλιά σου και από τα φιλιά σου
Πάντα θα σ’αγαπώ».
Το δεύτερο αναπολεί τις γλυκές εμπειρίες που χάθηκαν όταν έσβησε η αγάπη :
«Ήταν μία της άνοιξης ημέρα,
Πρασίνιζαν οι κάμποι, οι ρεματιές
Λαλιές πουλιών γεμίζαν τον αέρα
Κι’ αρώματα ξέχυναν οι βραγιές.
Σφιχτά στην αγκαλιά μου σε κρατούσα
Και σου ψιθύριζα λόγια γλυκά,
Πως θε’να μ’αγαπάς πάντα θαρρούσα,
Κι’εγώ να σ’αγαπώ παντοτινά.
Όμως, κάθε αγάπη σβήνει
Ζούμε μια εφήμερη ζωή
Κι’ότι σήμερα μας συγκλονίζει
Αύριο δεν θα μας συγκινεί.»
Δεν ξανάκουσα ποτέ αυτά τα τραγούδια. Όμως, οι στίχοι και η μουσική τους έχουν χαραχθεί ανεξίτηλα στη μνήμη και παραμένουν ύστερα από εβδομήντα τρία χρόνια.
Ο λόγος δεν είναι τόσο η ποιότητά τους και το ταλέντο της ερμηνεύτριας. Είναι το μαγευτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ακούστηκαν αλλά και, προπαντός, το ανθρώπινο περιβάλλον που αντιπροσωπεύονταν από τα τρυφερά μέλη της παρέας, ξαπλωμένα κοντά μας. Όλα δε αυτά σε στενή σχέση με τη γενικευμένη και σε πλήρη εξέλιξη έκρηξη της εφηβείας.
Γιατί, όμως, είναι τόσο συγκλονιστικό το πέρασμα στην εφηβεία; Γιατί, ενώ διαρκεί ελάχιστα χρόνια, τη νοσταλγούμε σ’όλες τις δεκαετίες που ακολουθούν; Θεωρώ ότι το φαινόμενο έχει πολύ βαθιές ρίζες. Είναι υπαρξιακό επειδή συνδέεται με το πανίσχυρο ένστικτο διαιώνισης του είδους. Είναι η περίοδος που τα ανθρώπινα πλάσματα ωριμάζουν στο βαθμό που είναι ικανά να ανταποκριθούν στις επιταγές αυτού του ενστίκτου. Επί πλέον, στην ηλικία αυτή, τα συναισθήματα είναι τόσο αγνά, τόσο άδολα, τόσο έντονα, τόσο ενθουσιώδη που δεν θα καταφέρουμε ποτέ να τα ξαναβιώσουμε με την ίδια ένταση.
Πρόκειται αναμφίβολα για την πιο κρίσιμη καμπή της ζωής του ανθρώπου.
* Από τον Άγγελο Ζαχαρόπουλο
* Ο Άγγελος Ζαχαρόπουλος είναι επίτιμος διευθυντής Ευρωπαϊκής Επιτροπής, τ. γενικός διευθυντής Υπ. Γεωργίας.