Σε στιγμές αμηχανίας, σε νέες γνωριμίες, σε παλιές που αναθερμαίνονται, στα ξενύχτια, στο ξημέρωμα μιας βροχερής μέρας, στα θλιβερά απογεύματα, στην προ των πυλών κατάρρευση, στις κηδείες και στα μνημόσυνα. Ακόμη αν γυρίσεις ανάποδα το φλιτζανάκι σου, μπορεί να προμηνήσει κιόλας. Το στεγνωμένο του καϊμάκι προμαντεύει! «Ναι, μπορεί να διαβάσει μελλοντικά σημάδια!» Έτσι κάπως προμάντεψε και η κυρά Βούλα της Φωτεινής, της το είπε μάλιστα καθαρά: «Βλέπω λαχτάρα στο ποτήρι σου, αυτό το ψάρι είναι μεγάλη λαχτάρα!»
Η Φωτεινή περπατούσε τώρα με γρήγορο βήμα, είχε αρχίσει να σουρουπώνει. Πέρασε μπροστά από το καφενείο και με μιας ένιωσε όλους τους θαμώνες να την κοιτάζουνε. Έσκυβαν τα κεφάλια τους και συζητούσαν, καθώς την έβλεπαν να περνά. Κάποιες εκφράσεις και χειρονομίες, τις έπιασε με την άκρη σχεδόν του ματιού της. Περιπαικτικά χαμόγελα όμως είδε και σε όλους τους νέους που τυχαία συνάντησε στον δρόμο της, αλλά δεν έδωσε σημασία. Κάποτε έφτασε, το σπίτι ήταν γεμάτο κόσμο, μπήκε αμέσως στο μικρό δωμάτιο και προσκύνησε τον νεκρό. Τον ασπάστηκε απαλά στο κρύο του μέτωπο και έκανε το σταυρό της. Από την πρώτη στιγμή ένιωσε όλα τα μάτια πάνω της, ακόμη κι αυτών που ήταν γύρω από το φέρετρο. Σαν να χαμήλωσαν οι θρήνοι μόλις μπήκε. Όλοι έγιναν παρατηρητές της. Μόνο η πενθούσα, η μαυροφορεμένη μάνα που ήταν δίπλα στο προσκέφαλο του πεθαμένου, χτυπούσε το στήθος της και έδειχνε σχεδόν αδιάφορη και γι’ αυτήν, αλλά και για όλους εκεί μέσα. Ένιωσε την ανάγκη να πει δυο σύντομα λόγια η Φωτεινή: «Δώσε χαιρετίσματα ξάδερφε, στον Λάμπη μου! Τον στυλοβάτη μου! Από τη γυναίκα σου πες του». Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα χαιρετίσματά της ούτε να αρχίσει τους λυγμούς της και ένα μουρμουρητό ακούστηκε πίσω της, από τη μεριά του διαδρόμου που την έκοψε απότομα. Ο κόσμος τη σχολίαζε ζωηρά. Κάποια σιγομουρμούρισε κιόλας, όσο για να την ακούσουν όλοι. «Μμ! σαν δεν ντρέπεται. Αλλού βροντάει και αλλού βρέχει! Ήρθε να δώσει και χαιρετίσματα, σαν άξια χήρα(!)»
Ένιωσε πόνο μέσα της που δεν μπορούσε να δώσει τα δάκρυα που ’θελε, αυτά που χρώσταγε. Αναστέναξε βαθιά, ίσιωσε κάπως τη φούστα της και σηκώθηκε. Συλλυπήθηκε τους οικείους του νεκρού και έφυγε στα γρήγορα, σαν κυνηγημένη, μόνη της και ας ήταν κοντά μεσάνυχτα. Το ήξερε πως από εδώ και πέρα θα είχε την καταλαλιά του κόσμου. «Εννιά χρόνια πάνε που έφυγε ο άντρας της ο Λάμπρος, πόσο να τον πενθήσει πια;» Αλλά έτσι είναι, δίκιο είχαν, αυτοί είναι οι συμβατικοί κανόνες για μια χήρα. Μετά από τόσα χρόνια, ξανάδωσε τροφή για σχολιασμούς. Η κοιλιά της πια φαινόταν, δεν μπορούσε να κρυφτεί. Η λαχτάρα στο ποτήρι του καφέ βγήκε, έστω και μετά από αρκετό καιρό. Μεγαλύτερη όμως αμαρτία θα ήταν να έχανε το παιδί που είχε μέσα της, να το σκότωνε. Έτσι αποφάσισε να τραβήξει αυτόν τον Γολγοθά μόνη. Ο Ντίνος της το μήνυσε καθαρά από την αρχή, δεν τον ενδιέφεραν ούτε αυτή ούτε το παιδί. Οι πιέσεις είχαν αρχίσει εδώ και πολύ καιρό, αδέρφια, φίλοι, ολόκληρος ο κοινωνικός περίγυρος αρνιόταν να δεχτεί την επιλογή της. Αλλά και η ίδια αρνείται να γίνει φόνισσα, δεν θα υποκύψει στις πιέσεις τους, δεν θα δεχτή να ανοίξουν ένα μόνιμο παράθυρο θλίψης μέσα της. Μέρα με τη μέρα θέριευε η επιθυμία να γίνει μητέρα, να γευτεί τη μητρότητα. Γνωρίζει τις δυσκολίες που την περιμένουν, ξέρει πως δεν θα την αποδεχτούν εύκολα, αλλά το νιώθει, είναι σίγουρη πως παίρνει τη σωστή απόφαση. Θα το φέρει στον κόσμο το παιδί της και θα ρίξει μια για πάντα στη λησμονιά, όλους αυτούς που θέλουν να της το στερήσουν.
Ευστάθιος Γαϊτανίδης